ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΜΟΥ
Το ύστατο άσμα του πουλιού βγάνει μελανές φτερούγες
Στις ώρες της σιωπής στου ύπνου τις ώρες
Το έσχατο ράμφος του πουλιού κλείνει μες στο μάτι μου
Κατάλυμα χωρίς θεμέλια δίχως τοίχους απ΄όπου λάμπω
Θυμάμαι το πέλαγος το τρομερό της μεσημβρίας
Την εξοχή θυμάμαι που ’πιασε και φίμωσε
Ο ήλιος χνούδι μολυβένιο σε θύελλα χρυσή
Με μονύελα χρήσιμα
Ζω ωραία το θέρος ο καύσων με θερίζει
Θυμάμαι το κορίτσι εκείνο κιτρινομάλλικο με γκρίζο βλέμμα
Το μέτωπο τα μάγουλα τα στήθη στη χλόη λουσμένα
στο φεγγάρι
’Κείνη τη στράτα τη θαμπή σκληρή και ωχρός ο ουρανός
Τής έσκαβε ένα μονοπάτι έτσι όπως σκάβουμε τα φιλιά μας όλοι
Θυμάμαι κινήσεις διστακτικές των ονείρων μου
Σε κλίνες επισφαλείς και με σώμα νεφελώδες
Κι έβγαινε με βία έξω ένα κορμί
Πόθους σκεπασμένο κατάφορτο αλυσίδες
Ο καύσωνας μ’ ερημώνει τη μία την άλλη με γδύνει
Μόνο εδώ έχει γιορτή
Μέσα σε τούτο τ’ αβγό που κλώσσησαν η γης κι η μέρα
Η ανάπαυλα μιάς θερινής νυκτός.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου