Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΜΟΥ

ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΜΟΥ

Το ύστατο άσμα του πουλιού βγάνει μελανές φτερούγες
Στις ώρες της σιωπής στου ύπνου τις ώρες
Το έσχατο ράμφος του πουλιού κλείνει μες στο μάτι μου
Κατάλυμα χωρίς θεμέλια δίχως τοίχους απ΄όπου λάμπω

Θυμάμαι το πέλαγος το τρομερό της μεσημβρίας
Την εξοχή θυμάμαι που ’πιασε και φίμωσε
Ο ήλιος χνούδι μολυβένιο σε θύελλα χρυσή
Με μονύελα χρήσιμα

Ζω ωραία το θέρος ο καύσων με θερίζει

Θυμάμαι το κορίτσι εκείνο κιτρινομάλλικο με γκρίζο βλέμμα
Το μέτωπο τα μάγουλα τα στήθη στη χλόη λουσμένα
    στο φεγγάρι
’Κείνη τη στράτα τη θαμπή σκληρή και ωχρός ο ουρανός
Τής έσκαβε ένα μονοπάτι έτσι όπως σκάβουμε τα φιλιά μας όλοι

Θυμάμαι κινήσεις διστακτικές των ονείρων μου
Σε κλίνες επισφαλείς και με σώμα νεφελώδες
Κι έβγαινε με βία έξω ένα κορμί
Πόθους σκεπασμένο κατάφορτο αλυσίδες

Ο καύσωνας μ’ ερημώνει τη μία την άλλη με γδύνει

Μόνο εδώ έχει γιορτή
Μέσα σε τούτο τ’ αβγό που κλώσσησαν η γης κι η μέρα
Η ανάπαυλα μιάς θερινής νυκτός.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: