ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ
Κάτω από το ρόδινο γύψινο υπόστεγο
Οι άποικοι με σταυρωμένες κνήμες, ντυμένοι στα λευκά και τον ήλιο,
Μες στην κατεπείγουσα ζέστη δεν τολμούν
Να κουνηθούν, τρέμοντας μην τους πληγώσουν οι αχτίδες που κόβουν σαν γυαλί.
Γυναίκες σφικτά τυλιγμένες σ' έναν αέρα άγριο και αδηφάγο
Βλέπουν τις αρχινισμένες χειρονομίες τους
Να πετρώνουν
Μες στον πυρακτωμένο ίσκιο.
Επιμήκεις κάκτοι που συσπώνται
Και κρύβουν μύρια αγκάθια,
Τείνουν τα χείλη τους προς το φλασκί
Που αδειάζει την πνιχτή τούτη ώρα.
Επιτέλους ο ήλιος δύει, για τελευταία φορά,
Βαραίνει τις κολόνες του περιστυλίου
Που σβήνει μία μία,
Κάτω από τη φλογισμένη παλέτα που εκπνέει.
Και στον αίφνης μαύρο ουρανό,
Πλησιάζοντας το εχθρικό της πρόσωπο,
Η αποτρόπαιη σελήνη κατακαίει στις άκρες τους
Τις τέσσερις λόγχες των μπαμπού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου