Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

ROBERTO JUARROZ

ROBERTO JUARROZ



1

Το δέντρο είναι ένα μάθημα παρουσίας,
ένα δίχως προηγούμενο μάθημα,
όπου ενώνονται σε μια μόνο διάσταση
ή σ' ένα μόνο χρόνο ή χωριστό παράδειγμα
οι ερωτήσεις της ανάμνησης
κι οι ερωτήσεις της λησμονιάς.

Το τραγούδι αντίθετα είναι πάντα
μια μορφή απουσίας,
μια ηχώ της σκόνης που σηκώνεται
στη θέση της λέξης που δεν υπάρχει.
Μαγεία όμως δεν είναι μόνο η παρουσία
μαγεία είναι και η απουσία.
Γι' αυτό πάντα μαζί θα είναι δέντρο και τραγούδι,
κι ας ρίχνει ο άνεμος τις λέξεις και τα φύλλα.



2

Να χρησιμοποιείς το χέρι σου για προσκεφάλι.
Έτσι κάνει ο ουρανός με τα νέφη του,
η γη με τους σβώλους της
και το δέντρο που πέφτει
με το φύλλωμά του.

Έτσι μονάχα μπορεί να ακουστεί
το δίχως απόσταση τραγούδι,
το τραγούδι που δε μπαίνει στην ακοή
γιατί βρίσκεται στην ακοή,
το μόνο τραγούδι που δεν επαναλαμβάνεται.

Κάθε άνθρωπος χρειάζεται
εν' αμέταφραστο τραγούδι.


3

Κάθε λέξη καλεί μιαν άλλη λέξη.
Κάθε λέξη είν' ένας ρηματικός μαγνήτης,
ένας μεταβλητός πόλος έλξης
που εγκαινιάζει πάντα νέους αστερισμούς.

Μια λέξη είν' ολόκληρη η γλώσσα,
αλλ' είν' επίσης το θεμέλιο
όλων των παραβάσεων της γλώσσας,
η βάση όπου στηρίζεται πάντα μια αντιγλώσσα.

Μια λέξη είν' ακόμα ο άνθρωπος.
Δυο λέξεις είναι κιόλα η άβυσσος.
Μια λέξη μπορεί ν' ανοίξει μια πόρτα.
Δυο λέξεις την εξαφανίζουν.


4

Το μυστήριο βρίσκεται απ'αυτή την πλευρά του καθρέπτη.
Από την άλλη του πλευρά τα πάντα υπάρχουν.
Είν' από' κει, για παράδειγμα, που κάποτε προβάλλει ένα χέρι
κομίζοντας μια αναμμένη λάμπα
Για να φωτίσει αυτό που εμείς θαρρούμε οτ' είναι η μέρα.

Το μυστήριο δε βρίσκεται ούτε καν στην επιφάνεια
που χωρίζει τις δυο πλευρές του καθρέπτη,
αφού αυτή η επιφάνεια δεν υπάρχει,
όπως καμιά επιφάνεια δεν υπάρχει
είναι απλώς μια οπτική απάτη που επινοήσαμε
κοιτάζοντας αντίστροφα.

Το μυστήριο βρίσκεται στο να κοιτάς απ'έξω
κι όχι από μέσα απ' τον καθρέπτη,
απ' έξω
κι όχι από μέσα από τα πράγματα.



5.

Είναι η ποίηση της τρέλλας;
Ή είναι η τρέλα πρόσχημα της ποίησης;

Ή μήπως και οι δυο τους είναι πρόσχημα κάτι άλλου,
kάτι άλλου υπέρμετρα αλάνθαστου
pου δεν μπορεί να μιλήσει;



6

Καθένας έχει
το δικό του κομμάτι χρόνου
και το δικό του κομμάτι χώρου,
το δικό του μερδικό ζωής
και το δικό του μερδικό θανάτου.

Κάποτε ωστόσο αλλάζουν τα κομμάτια
και κάποιος ζει με τη ζωή ενός άλλου
ή κάποιος πεθαίνει με το θάνατο ενός άλλου.

Σχεδόν κανείς δεν είναι καμωμένος
μονάχα μ' ότι του ανήκει.
Υπάρχουνε πολλοί ωστόσο που δεν είναι
παρά ένα λάθος.
Είναι φτιαγμένοι με κομμάτια
αλλαγμένα εντελώς.



7


Ο περίγυρος ενός πράγματος
απορροφά σιγά σιγά το χρώμα και το σχήμα του
και κάποτε το απολυτρώνει
από την ίδια του την παρουσία.

Ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία
υπάρχουν πλήθος καταστάσεις ενδιάμεσες.
Γι' αυτό κι υπάρχουνε επιστροφές
που δεν έρχονται από μια απουσία
και αναμνήσεις που δεν αναβλύζουνε από μια λήθη.

Αντίθετα,
είναι ελάχιστα τα πράγματα
που μπορούν να λυτρωθούν από την απουσία τους.


8

Κάθε που μπαίνω μες στη νύχτα
νιώθω πως είναι πολλαπλή η είσοδός μου,
όχι μονάχα επειδή προστρέχουν όλα μου τα πρόσωπα,
μα κι επειδή με υποδέχονται
της νύχτας όλα τα κομμάτια.

Κάθε που βγαίνω ωστόσο από τη νύχτα
νιώθω πως είναι ενιαία η έξοδός μου,
όχι μονάχα επειδή τα πρόσωπά μου έχουνε σμίξει όλα σ' ένα,
μα κι επειδή της νύχτας όλα τα κομμάτια
έχουνε γίνει μόνον ένα.

Γι' αυτό, ενώ στη νύχτα από μια πόρτα αναγκάζομαι να μπαίνω,
μπορώ αντίθετα να βγαίνω από το μάτι μια βελόνας.
Τώρα πρέπει να μάθω πια να μπαίνω
από το μάτι μιας βελόνας.



9


Που είναι ο ίσκιος
ενός αντικειμένου που ακουμπά στον τοίχο;
Που είναι το είδωλο
εΕνός καθρέπτη που ακουμπά στη νύχτα;
Που είναι η ζωή
ενός πλάσματος που ακουμπά στον εαυτό του;
Που είναι η αυτοκρατορία
ενός ανθρώπου που ακουμπά στο θάνατο;
Που είναι το φως
ενός θεού που ακουμπά στο τίποτα;

Σ' αυτούς τους χώρους δίχως χώρο
βρίσκεται ίσως αυτό που αναζητούμε.


10

Δίπλα σε κάθε γραμμή, υπάρχει ένα κενό.
Είναι ο ίσκιος που η γραμμή προβάλλει
ή το υπόδειγμα, που αντιγράφει;
Τι συγκρατεί, εν πάση περιπτώσει, τη γραμμή
και πως δε χάνεται μες στο κενό;

Κάτω από κάθε χρώμα, υπάρχει ένα κενό.
Κάθε χρώμα είναι η γέννηση μιας αβύσσου
ή μονάχα η κατοικήσιμη επιφάνειά της;
Τι λέει, εν πάση περιπτώσει, έτσι το χρώμα
και τι θα έλεγε αν δεν υπήρχε το κενό;

Μέσα σε κάθε σώμα, υπάρχει ένα κενό.
Είναι το σώμα καταφύγιο της ανυπαρξίας
ή μονάχα μια παρεξήγηση ανάμεσα στις κόγχες του;
Γιατί όμως τότε, αντί για σώμα
Να μην υπάρχουνε διάφορες πυκνότητες κενού;

Ακόμα και στην σκέψη υπάρχει το κενό.
Είναι μια προϋπόθεση της σκέψης
ή είν' αντίθετα η σκέψη που το φτιάχνει;
Όμως, γιατί τόσα φαντάσματα φαντασμάτων
και όχι το κενό στην πλήρη του κενότητα;



11

Τ΄ανολοκλήρωτα ποιήματα,
αυτά που εγκαταλείπουμε σαν ήττα,
αφήνουν τις εικόνες τους σε μια κρυφή γωνιά
όπου σιγά σιγά μορφώνεται, μοναχικό, έν' άλλο ποίημα.

Έτσι γεννιόνται οι μορφές της νύχτας,
σαν παραπεταμένα πλάσματα.
Κι αυγή καμιά δεν υποφώσκει
για να' ρθουνε στο φως.

Οι γραμμές της βλάστησης και της αναμονής
σχηματίζουν ανερμήνευτα ιερογλυφικά
πάνω στο δέρμα που παντού χωρίζει
τη σιωπή από το λόγο.

Μέχρι που να' ρθει η σωτήρια σύζευξη
που με το δέρμα αυτό ντύνει το νέο σώμα
και συγκεντρώνει τις παλιές εικόνες,
γιατί καμιά δε χάνεται εικόνα.


12


Ο λόγος συνοδεύει τον άνθρωπο,
όπως το γάβγισμα το σκύλο,
όπως το άρωμα το άνθος.

Ποιόν όμως συνοδεύει η σιωπή;
Και ποιόν η απουσία;

Ποιόν, το κενό;


13

Καταρρέουμε
χωρίς καν να χάνουμε των χειρονομιών μας τη συνήθεια,
όπως το να κρατάμε τα μάτια ανοιχτά,
το χέρι στη στάση που παίρνει όταν αγαπάμε,
τα κόκαλα μες στη σιωπή τους,
το στόμα στο σημείο του να πει
ή ν' αποσιωπήσει κάτι.

Καταρρέουμε, ίσως,
χωρίς να πέφτει αυτό που ο καθένας είναι,
μα συνεχίζει να κυμαίνεται σα μια σειρά σπασμών
λίγο πιο φευγαλέων, στον αέρα.

Μπορεί και να μη χάνονται οι χειρονομίες που κατέχουμε,
ακόμα κι όταν παύει να υπάρχει ο κάτοχός τους.
Αν είναι έτσι,
ίσως μια λέξη ανάμεσα σε άλλες
να έχει ειπωθεί για πάντα.



14

Απόμακροι μαθητευόμενοι
του εγγύτατου,
ειδήμονες του ρόδου
που δεν μπορούν να μυρίσουν,
ζώντες μιας ζωής
που αναλίσκεται βιούμενη,
εκτοξευτές διχτυού
που επιστρέφει και τους συλλαμβάνει,
ταξιδευτές μια αποστάσεως που δεν υπάρχει.


Προς τι το ξεκίνημα
εάν τα πάντα αρχίζουν
εκεί που τελειώνουν;
Προς τι το άνοιγμα της πόρτας
ή προς τι το κλείσιμο
αφού υπάρχει πάντα κάτι ακίνητο στη θέση της,
μια ζώνη αδιαπέραστη
που δεν αλλάζει με το άνοιγμα ή το κλείσιμο;

Υπάρχουν τάχα και τροχοί με πεπρωμένο την ακινησία,
νερό που'ναι γραφτό να μη μουσκεύει,
άνεμοι που δεν έχουν για σκοπό το φύσημα,
φωτιά που δεν μπορεί να κάψει;

Εάν το ύψιστο συνίσταται
στο μα μην είμαστε αυτό που είμαστε,
σε πιο μοναδικό διάστημα
πρέπει να χωριστούμε απ' τον εαυτό μας;



15


Σα μαθητής αδέξιος,
το χέρι μου με δυσκολία μαθαίνει
μια χειρονομία που με σαστίζει.
Δεν είμαι πλέον κύριός του,
αν κι ένα μέρος του εαυτού μου το βοηθάει δίχως να το ξέρει.
Η επιμονή του με ξαφνιάζει
και με τρομάζει η σταθερή απόφασή του.
Ξέρω μονάχα ότι προς τα κάτω κατευθύνεται,
κΚι ωστόσο η αντίσταση αυξάνει.
Ανακάλυψα επίσης ότι πρόκειται για μια χειρονομία ολόκληρη,
που δεν χωρίζεται σε τμήματα,
μια χειρονομία που δεν δέχεται διαλείμματα.
Πρέπει να φτάσει στο τέλος κάποιου πράγματος,
στο τέλος ίσως όλων των πραγμάτων,
αλλά αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση.

Το χέρι μου εργάστηκε πολύ χωρίς εμένα
ή εγώ χωρίς αυτό.
Υπάρχουνε ζωές που υποστηρίζονται έτσι,
με συμφωνίες σκοτεινές,
ίσως για ν' αποφύγουνε της αρμονίας τη νάρκη.


16

Έχω ένα μαύρο πουλί
για να πετά τη νύχτα.
Και για να πετά τη μέρα
έχω ένα κενό πουλί.

Ωστόσο ανακάλυψα
ότι συμφώνησαν τα δυό τους
στην ίδια φωλιά, στην ίδια μοναξιά
να κατοικήσουν.

Γι' αυτό και κάποτε,
τους παίρνω ετούτη τη φωλιά,
να δω τι κάνουν
όταν τους λείπει η επιστροφή.

Και έτσι έμαθα
ένα απίστευτο ιχνογράφημα:
τη δίχως όρους πτήση
στο απόλυτο κενό.



17

Ο ύπνος είν' ένας άλλος τρόπος σκέψης.
Η σκέψη, ένας άλλος τρόπος ονείρου.
Το όνειρο, ένας άλλος τρόπος ανυπαρξίας.
Η ανυπαρξία, ένας άλλος τρόπος ύπαρξης.

Ο τροχός γυρίζει αδιάκοπα.
Οι δρόμοι τυλίγονται
γύρω από τον τροχό
και ο τροχός τους σέρνει
σαν κορδέλες σκονισμένες.

Ο τροχός γυρίζει αδιάκοπα,
αλλά δεν υπάρχει πλέον δρόμος.











18


Μια γραφή που αντέχει στην κακοκαιρία,
που μπορεί να διαβαστεί κάτω απ' τον ήλιο, ή τη βροχή,
κάτω απ' τη νύχτα ή την κραυγή,
κάτω απ' το χρόνο το γυμνό.

Μια γραφή που αντέχει στο άπειρο,
στις ρωγμές που ανοίγουν σαν την πάσπαλη,
στην ανίλεη ανάγνωση των θεών,
στην αναλφάβητη ανάγνωση της ερήμου.

Μια γραφή που αντιστέκεται
στην ολική κακοκαιρία.
Μια γραφή που μπορεί να διαβαστεί
μέχρι κα μες στο θάνατο.


19


Η σιωπή είναι ανύπαρκτη.

Η σκέψη δεν είναι σιωπή,
έν' αντικείμενο δεν είναι σιωπή,
ο θάνατος δεν είναι σιωπή.

Η ύπαρξη δεν είναι σιωπή.

Γύρω απ' αυτά τα γεγονότα
υπάρχουν μόνο κουρέλια νοσταλγίας
η νοσταλγία της σιωπής
που κάποτε υπήρξε ίσως.
Ή που μπορεί να μην υπήρξε
και πρέπει τώρα να τη φτιάξουμε;














20


Χτυπούν την πόρτα.
Όμως οι χτύποι ηχούν αντίστροφα,
σαν κάποιος να χτυπάει από μέσα.

Μην είμαι τάχα εγώ εκείνος που χτυπά;
Μήπως οι μέσα χτύποι θέλουνε
τους έξω χτύπους να καλύψουν;
Ή μήπως, πάλι η ίδια η πόρτα
έμαθε να' ναι χτύπος
τις διαφορές για ν' απαλείψει;

Αυτό που έχει σημασία
είν' ότι πια δεν ξεχωρίζουν
ο χτύπος απ' τη μια μεριά
κι ο χτύπος απ' την άλλη.


21

Για να διαβάσω αυτό που θέλω να διαβάσω
θα' πρεπε πρώτα να το γράψω.
Όμως δεν ξέρω να το γράψω.
Κανείς δεν ξέρει να το γράψει.

Πρόκειται άραγε για μια γραφή χαμένη
ή μήπως πρόκειται για μια γραφή μελλοντική;

Ίσως να θέλω να διαβάσω
αυτό που αρνείται η γραφή.
Ή απλώς αυτό που δεν μπορεί να διαβαστεί
ακόμα κι όταν γράφεται.
















22


Υπάρχουν λέξεις
που μοιάζουν πιο πολύ με τη σιωπή παρά με λέξεις.
Όχι γιατί προφέρονται με χαμηλή φωνή
ή τις σκεπάζει η ομίχλη
ή διαγράφονται στον επηρμένο ίσκιο του θανάτου.

Αυτές οι λέξεις σκάβουν σήραγγες ανέλπιστες
μες στην μονότονη ομιλία του ανθρώπου,
περιφρονούνε τα ψευδόχρυσα υφάσματα του μύθου
που τυλίγει τις αυλικές εκφράσεις
και είναι πάντα έτοιμες να δραπετεύσουν
από τα νώθα κείμενα που συναρμόζουμε.

Τα λεξικά τις σταυρώνουνε στα φύλλα τους,
οι οικοδόμοι τις χρησιμοποιούν ως τούβλα ή πλίνθους,
οι διευθυντές τις φυλακίζουν στους κανόνες τους,
οι πωλητές τις τυπώνουνε στα είδη τους,
οι ιεροκήρυκες τις εκτοξεύουν σαν άχρωμα χαλίκια.

Όμως αυτές οι λέξεις δεν είναι μοναχές τους
και καθεμιά αναζητά την όμοιά της
και ανακτά την αποπλανημένη ουσία,
το αταξινόμητο στοιχείο
που την κάνει σιωπή να είναι μάλλον παρά λέξη,
σιωπή χωρίς σιωπή.


23


Μια στρατιά λέξεων
πασχίζει να πορθήσει τη σιωπή,
αλλά, όπως πάντα, αποτυγχάνει.

Τα πράγματα πασχίζει τότε να στριμώξει,
που κατοικούν μες στη σιωπή,
ωστόσο ούτ' αυτό το καταφέρνει.
Πασχίζει τέλος να κυκλώσει
τις λέξεις που συγκατοικούν με τη σιωπή,
συμβαίνει όμως τότε το απροσδόκητο:
η σιωπή γίνεται λέξεις
για να υπερασπιστεί καλύτερα τις λέξεις
που συγκατοικούν μ΄αυτήν.

Κι ενώ η στρατιά των λέξεων
διαλύεται σα φευγαλέα πνοή,
συντελείται το παράδοξο:
οι λέξεις που απομένουν
μοιάζουν τώρα περισσότερο με την σιωπή
παρά μ' αυτές τις άλλες λέξεις.΄


24


Η αίσθηση ότι αλλού θα έπρεπε να βρίσκομαι
ποτέ δε με εγκαταλείπει,
ακόμα κι όταν πουθενά δε βρίσκομαι.

Και ξέρω πως η αίσθηση αυτή δεν θα με εγκατέλειπε
ακόμα κι αν βρισκόμουνα σ' συτό τ' αλλού,
που κανένας δεν το έχει εντοπίσει,
όπως κανένας δε μπορεί να πει
που βρίσκεται το πουθενά.

Η αίσθηση αυτή οφείλεται ίσως
στο ότι θέλω να' μια κάπου,
απλώς σε ένα μόνο μέρος,
γνωρίζοντας ωστόσο που είν' αυτό.

Ή, πάλι, ίσως να οφείλεται στο ότι
επιθυμώ να βρίσκομαι εδώ.



25

Η ανεξάντλητη πάλη μεταξύ των όντων
είναι η πρώτη προϋπόθεση της ύπαρξης.

Το να' σαι ρόδο σημαίνει ν' αντιμάχεσαι εν' άλλο ρόδο,
είτε ορατό είτε αόρατο,
να αντιμάχεσαι όλα τα ρόδα.
Κι ακόμα πιο πολύ:
να αντιμάχεσαι ότι δεν είναι ρόδο.
Κι ακόμα περισσότερο:
να αντιμάχεσαι την ίδια σου την απουσία ρόδου.

Η σκανδαλώδης πάλη
μεταξύ δύο όντων που αγαπιούνται
είναι μια φανερή επιβεβαίωση της ύπαρξης.
Η κατατρόπωση του έρωτα
εναι ο θρίαμβός της.




26

Τι υπάρχει πίσω από τους αριθμούς
και τι μπροστά τους;

Όλα τα πράγματα κινούνται,
μέχρι κι οι πέτρες κι οι νεκροί.
Οι αριθμοί ακινητούν
παραχωρούν απλώς το χώρο τους σε άλλους αριθμούς.
Όμως, ποιος είν' ο χώρος τους;

Όταν τους γράφουμε σ' ένα χαρτί
τους εφευρίσκουμ' ένα χώρο,
όπως κι εκείνοι εφευρίσκουνε για μας
κάποτε ένα χώρο.

Τα πάντα θέλουνε τη θέση μας να πάρουν,
εκτός από τους αριθμούς.
Αυτοί μοιάζουνε με την ύπαρξη
δεν είναι πουθενά.

Ωστόσο, τι υπάρχει μες στους αριθμούς;
Το ομοίωμα της μέτρησης
κι οι μάσκες των σημείων
μας κάναν την ουσία τους να λησμονήσουμε.



27

Παντομίμες ίσκιων.
Γυμναστική μες στο σκοτάδι.
Ακόμα και τα ίδια σου τα χέρια δεν συναντιούνται
και μόνο κατά τύχη βρίσκουν άλλα χέρια
ψαύοντας μες στον ίσκιο
και δίχως να μπορούν ν' αγγίξουν κάτι που να μη σβήνει.

Γυμναστική μες στο σκοτάδι.
Τα μάτια νιώθουν άχρηστα,
παράλογα, ηττημένα,
σ' ένα καλάθι πεταμένα.
Κι ο ίσκιος μοιάζει βλέμμα,
βλέμμα ωστόσο εγκαταλειμμένο απ' τα μάτια του.

Γυμναστική μες στο σκοτάδι.
Το φως αδιαφορεί για τις περιστροφές του,
τα πάντα χάνουν τη βαρύτητά τους,
και αποκτούν μιαν άλλη διαφορετική
που συνεχώς αλλάζει
το βάρος των σωμάτων.

Γυμναστική μες το σκοτάδι.
Τα πάντα φεύγουν προς παντού
αθροίζοντας όλη την κίνηση
στην αστραπή ενός σημείου.
Και μία λόγχη ακίνητη
πάει απ' το κέντρο του παντός
στου τίποτε το κέντρο.


28


Ένα αγκάθι στο λαιμό
μπορεί ν' αδειάσει τη φωνή.

Ωστόσο η κενή φωνή μιλά επίσης.
Μονάχα η κενή φωνή
μπορεί να πει το ακίνητο άλμα
προς το πουθενά,
το δίχως λέξεις κείμενο,
της ιστορίας τα κενά,
την κρίση του τριαντάφυλλου,
το όνειρο κανένας να μην είσαι,
την πιο ερημωμένη αγάπη,
τους καταργηθέντες ουρανούς,
τις γιορτές της αβύσσου,
το σπασμένο κοχύλι.

Μονάχα η κενή φωνή
μπορεί για το κενό να ομιλεί.
Ή για το φωτεινό του ίσκιο.΄



29

Δεν υπάρχουνε παράδεισοι χαμένοι.
Ο παράδεισος είναι κάτι που χάνεται καθημερινά,
όπως καθημερινά χάνονται η ζωή,
η αιωνιότητα κι ο έρωτας.

Έτσι επίσης χάνουμε την ηλικία
που, ενώ φαίνεται ν' αυξάνει,
λιγοστεύει κάθε μέρα,
γιατί είν' αντίστροφη η μέτρηση.
Ή έτσι χάνεται το χρώμα κάθε όντος,
σα γυμνασμένο ζώο κατεβαίνοντας
σκαλί σκαλί,
ώσπου να μείνουμε άχρωμοι.

Και αφού ξέρουνε εξ άλλου
πως δεν υπάρχουν ούτε μελλοντικοί παράδεισοι,
δεν απομένει πλέον άλλη σωτηρία
απ' το να γίνει ο καθένας μας παράδεισος.


30

Συσσωρευμένοι οι ορίζοντες
σαν φλούδες αλλεπάλληλες
καρπού που αρνείται να παραδοθεί.

Κάθε τοπίο καλύπτει άλλο τοπίο,
κάθε γραμμή, άλλη γραμμή,
κάθε κόσμος, άλλον κόσμο.

Το ίδιο κι οι ορίζοντες των λέξεων
σε έναν πύργο οριζόντων συσσωρεύονται,
που έχει πάντα στην κορφή του
έναν ορίζοντα σιωπής
κι έχει στη βάση του ένα άλλο
δίχως σιωπή και δίχως λόγο.

Αν ήταν δυνατό να ξηλωθούν οι ορίζοντες
έτσι όπως ξεφλουδίζεται ένα φρούτο,
θα βρίσκαμε ίσως το χαμένο όραμα.



31

Πρέπει το ρόδο να επιστρέψει τα πέταλά του;
Πρέπει ο άνθρωπος να επιστέψει τις αγάπες του;
Πρέπει το λόγο του να επιστρέψει ο ποιητής;
Πρέπει ο κόσμος να επιστρέψει τις μορφές του;

Ποιος τα' χει ολ' αυτά δανείσει;
Αν και δεν το ξέρουμε
προορισμός μας είναι ίσως
να τα δανείσουμε εκ νέου,
σ' έναν αβέβαιο γύρο
περιστροφικών δανείων:
πέταλα, αγάπες, λέξεις, μορφές.

Δάνεια κι όχι επιστροφές,
αφού όπως φαίνεται κανένας δεν υπάρχει
για να του επιστρέψουμε οτιδήποτε.


32

Ονειρεύτηκα ένα χειρόγραφο
όπου οι στίχοι σβήναν ένας ένας.
Ονειρεύτηκα κι αυτούς που το' γραψαν
- ένας τους ήμουνα εγώ-
και σβήνανε κι αυτοί ένας ένας.

Στο ξύπνημα
δεν έμενε κανένας πια
κι υπήρχε μόνον ένας στίχος,
που άρχιζς κι αυτός να σβήνει.
Αυτός ο στίχος έλεγε:
Μονάχα ο θεός μπορεί να σε γλυτώσει απ' το θεό.


33

Ένα φύλλο στο δέντρο.
Εν' άλλο φύλλο στη σκέψη.

Τα δυο φύλλα κρέμονται
από διαφορετικά κλαδιά,
ωστόσο ο ίδιος άνεμος του φθινοπώρου
θα τα ρίξει και τα δύο.


Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης..

Δεν υπάρχουν σχόλια: