Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ἀκροτελεύτιος ὕμνος

Πατώντας τάφους παλιοὺς καὶ τάφους νιόσκαφτους
Τὴ συνοδεύουν σπασμένες πέτρες κ’ ἕνα πλῆθος σκιὲς
Καὶ μιὰ βοή, ἕνας καπνὸς ποὺ βγαίνει ἀπὸ μεγάλα βάθη
Μὲ τὸ ματωμένο φουστάνι, τὸ τρύπιο σῶμα τῆς παρουσίας
Μὲ τὴ λεπίδα στὰ μαχαίρια τῆς αὐγῆς σὰν τὴν ἀκονισμένη ἀγάπη
Ποὺ σκοτώνει
* * *
«Τόπο» λέει ἡ ματιὰ κόβοντας θάλασσα «τόπο»
Ἀγναντεύοντας τ’ ἀδύναμα περιστέρια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σηκωθοῦν πολὺ ψηλὰ
Κι ἀφήνουν ἄσπρους παραδαρμοὺς πάνω στοὺς κίονες
Στὰ χιόνια τῶν Καρυάτιδων ποὺ κρύβουν ὡραίους αἰῶνες
Στοὺς θείους λαιμοὺς ὀποῦ κρατοῦνε κάνιστρα ἀετῶν
Ποὺ ψάλλουν τὴν ἐντέλεια κ’ ὑμνοῦν τὸ φῶς μὲς σὲ γαλήνια τόξα
Δροσίζοντας πότε πότε τὸ στῆθος τους μὲς στοὺς ἀφροὺς τοῦ Αἰγαίου
Γιὰ νὰ πάρουν κουράγιο καὶ νὰ σηκώνουν τὴ διαύγεια
Καὶ τὰ στιλπνὰ κοιμητήρια ποὺ κρύβουν ζωντανὲς ἀγάπες κι ἄφθαρτους ἔρωτες
Πεθαμένους μὰ ἀθάνατους, θαμμένους μὰ ξυπνητοὺς σ’ ὅλα τὰ φῶτα
Καὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἀξίνα βγάζοντας τὰ πουκάμισα τῶν παρθένων
Τὸ ἴδιο ὅπως οἱ Σάτυροι μὲ τοὺς γενναίους φαλλοὺς μὲς στὶς σπηλιὲς τῶν τάφων
Τὸ ἴδιο ὅπως οἱ λευκοὶ νυμφίοι ποὺ σέρνουν τὶς ἀναμμένες λαμπάδες τῶν γάμων τους μέσα στὶς νύχτες
Καὶ κλειοῦν τὶς πόρτες σ’ ὅλες τὶς ἄβγαλτες κοπέλλες ποὺ δὲν ξέρουν τί θὰ πῆ ἄνοιξη
Ἀθανασία κ’ ὑμέναιος, νυμφικὲς ἀμυγδαλιές καὶ στέφανα κερένια
Κι ὅπως οἱ ἄγγελοι ποὺ πέρνουν σάρκα ντύνονται καὶ κατεβαίνουν σκάλες
Γιὰ νὰ μιλήσουν μὲ τὸν ἄνθρωπο δοκιμάζοντας τὸ ψωμί του
Γιὰ νὰ τοῦ φανερώσουν κάποια μυστικά του ἀπλώνοντας τὴ μοίρα του
Καὶ βλέπουν θάλασσα, πίνουν χαμόγελο καὶ ξεχάνουν
Θρόνους καὶ γρύπες καὶ φτερὰ καὶ κρίνους ἀμαράντους
* * *
Καλὰ ὅλα θαυμαστὰ κ’ εὐλογημένα τρεῖς φορὲς
Μὰ θέλουν νὰ φᾶνε
Θέλουν νὰ δώσουν μπόϊ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ περπατοῦνε
Νὰ πάρουν αἷμα βαθὺ γιὰ νὰ μπορῆ νὰ πλέη ἡ καρδιά τους
* * *
Φεγγοβολή τοῦ ἑλληνικοῦ οὐρανοῦ
Ποῦ κούρσευες τὶς ματωμένες πεδιάδες κάνοντας τρία βήματα κ’ ἕνα μεγάλο τέταρτο
Περπάτησε πάλι, κάνε τὸ πέμπτο καὶ γίνου θάλασσα
Πνίξε τὰ σάπια καράβια καὶ τὰ τέρατα καὶ μπῆξε μιὰ φωτιὰ
Ποὺ νὰ πάη ντουμάνι, νὰ καπνίση ὁ θάνατος νὰ σκάση ὁ μαῦρος ἤσκιος
Καὶ μπῆξε μιὰ φωνὴ καὶ κράξε ἀπ’ τὶς πέντε ἠπείρους τοῦ καιροῦ τοὺς πεθαμένους
Ναρθοῦν καὶ νὰ ζεστάνουν τὰ χέρια τους, νὰ πιοῦν καπνὸ καὶ νὰ μιλήσουν ὅπως μιλοῦσαν
Ἁπλὰ σταράτα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὰ γένια τους
Κ’ ὕστερα νὰ μᾶς πάρουν στὰ χέρια καὶ νὰ μᾶς φιλήσουν
Νὰ μᾶς ποῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν περηφάνεια, τὸν ὕπνο καὶ τὴν ὀμορφιὰ
Νὰ μᾶς μάθουν πὼς χτίζουν πὼς σπέρνουνε παιδιὰ
Πῶς πελεκοῦν τὸ μάρμαρο γιὰ νὰ πάρη μιλιὰ κι ἀγέρα
Πῶς ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανὸ κι ἀγναντεύουν τὸν κόσμο
Κ’ ὕστερα νὰ σύρουν τὶς γυναῖκες μας μὲς στὰ φαρδειά τους φορέματα
Γιὰ νὰ μᾶς γεννήσουν ἄλλη μιὰ φορά μὲς σὲ βαθειὰ κρεββάτια
Ἀληθινοὺς

Δεν υπάρχουν σχόλια: