Ἡ μητέρα μου στήν αἰώρα
ἀτενίζει τή θάλασσα,
πού κανονικά δέν ὑπάρχει ἔξω
ἀπό τό σπίτι μας.
Πάει καί ἔρχεται, μισοφέγγαρο,
ἐκκρεμές, κορίτσι ξεχασμένο
στό δρόμο, περασμένα μεσάνυχτα.
Ὅπως αἰωρεῖται θυμίζει τό χρόνο,
τό χῶμα καί ἐγκαρσίως
τά νερά. Ἡ ὁμιλία της
εἶναι ἀπόηχος τοῦ προσώπου,
μιά σκιά τῆς ψυχῆς.
Περνάει (ἀπότομα) νέα,
ἀγέρωχη, μέ μαῦρα μαλλιά.
Μέ φωνάζει, μέ μαλώνει, νά μή φεύγω μακριά της
καί χαθῶ στόν κόσμο: ὁ χαμένος, ὁ ἀπολεσθείς,
ὁ ἄπελπις, ὁ ἀνέστιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου