Δέσποζε ἡ λάσπη και λίγο μόνο
ὑποχωροῦσε πρός τό χέρσο, πού ἔλαμπε μουσκεμένο.
Ἀγκαθιές, φασκόμηλο και ροδαριές καί πέτρες καί θυμάρι.
Ἐκεῖ εἶπαν να μ’ ἀφήσουν οἱ ἀγαπημένες μου.
Δέ θά εἶχα κλείσει οὔτε τά τέσσερα.
Θά μ’ ἔβλεπαν ἀπό τήν ἐλαιόφυτη πλαγιά
ὅπου κι δυό τους δοσμένες στή συγκομιδή
σηκῶναν τό κεφάλι μόνο πρός ἐμένα.
Μιλοῦσαν κάθε τόσο δυνατά καί μέ ρωτοῦσαν διάφορα.
Ἄχ! τά γλυκά τους λόγια, πού δέν τά θυμᾶμαι.
Θά πρέπει νά ἦταν ὑποσχέσεις:
Σέ λίγο θά ’ρθουμε κοντά σου…
Τό βράδυ ὅταν ἀνάψουμε τό τζάκι…
Παιχνίδια ἦταν τῆς κουβέρτας οἱ κλωστές
οἱ σπόροι πού ἔριχνα στην τρύπια τσέπη
καί τά κρυμμένα σάν τήν καλοσύνη ἀνθάκια
πού ξεμύτιζαν δειλά καί τά μετροῦσα.
Ὅ,τι μοῦ φανερώθηκε στή μυρωδιά τοῦ μουσκεμένου
τό μαρτυροῦν ἴσως οἱ χειρονομίες μου.
2 σχόλια:
Γεμάτο εικόνες και μυρωδιές...
Ευχαριστώ
ΚΑΠΕΤΆΝΙΕ καλώς όρισες!
Δημοσίευση σχολίου