Καθώς τυχαία έπεσε η ματιά μου στο ανοιχτό παράθυρο
Είδα τον ίδιο μου τον εαυτό στην καρέκλα καθιστό
Με βλέμμα απλανές, μέτωπο συνοφρυωμένο, και το μαλλί
Αχτένιστο.
Νόμισα ότι είχα ξαφνικά πεθάνει
Ότι ήρθε η ώρα του ύστατου χαιρετισμού στο άψυχό μου πτώμα
Μέχρι που η πένα άρχισε ν’ αργοκινείται πάνω στο χαρτί
Τα δάκρυα να κυλούν στο χώμα.
Είχε γράψει ένα όνομα, το όνομα σου, με κεφαλαία γράμματα:
Μια λέξη που το μυαλό μου μ’ έκανε να χάνω
Ουδεμία διαμαρτυρία ή επιθυμία, απλά το όνομά σου
Τίποτα παραπάνω.
Θα συνέβαινε άραγε του χρόνου ή μήπως αύριο κιόλας;
Αλλά του οράματος το αληθές δεν το αμφισβητούσα
Σαν ξαφνιασμένος έστρεψα το βλέμμα απ’ το παράθυρο
Και θυμωμένος εσέ κοιτούσα.
Γιατί δεν με προειδοποίησες ποτέ, με λόγια ή με νεύματα
Ότι η αγάπη που τόσο βίαια μου προσέφερες δεν μπορούσε ν’ αντέξει
Ήταν ήδη αργά: το δόλωμα το είχα καταπιεί
Το αγκίστρι είχε πει την τελευταία λέξη.
(απόδοση: Σπύρος Δόικας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου