Πάλι στάζει θάνατος –
λησμόνησα τον ήχο ενός ανθρώπου μέσ’ στα ενδύματα
μιλούσε για τη συμφορά κ’ ήτανε καλάι τα χέρια του
νεκρά
με κάποια κίνηση ταραχής απάνω στις άδειες φλέβες
τα μήλα της μορφής βουναλάκια που φοβίζουν
ήτανε σαν καντήλια σε νύχτα νεκροταφείου.
Βρίσκομαι σ’ ένα καράβι κι ονειρεύομαι
οι γλάροι με κατάφαση τα φτερά παίζοντας ολόγυρα στην πρύμνη
γη πουθενά σ’ αυτό το σημείο που χωρίς θύμηση παφλάζει ο πλους
ανοίγω τον πλούτο του στήθους να σκορπά με τον αέρα της θαλάσσης.
Χρυσοποίκιλτος ήλιος εξαπλωμένος στο πέλαγος,
ανάμεσα οι κυματισμοί της συνειδήσεως
π’ αστράφτουν κατά τη δύση
κι ο γλάρος τι άσκοπο πλάσμα
μονάχος υπεράνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου