Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

ΣΤΗ ΛΙΝΔΟ

Θα ’λεγα τη λευκότητα έρημο μεγάλο περιστέρι

ν’ απλώνει τα όνειρά μας ως τους τάφους

λευκότητα χωρίς κανέναν ήχο

ταπεινός έρωτας η Λίνδος.

Μια κοτσίδα στο χώμα θαμμένη της Ελαφούσας

εωθινοί βράχοι

χαρούμενες αύρες.

Έβλεπα τις ελιές κι άλλα δέντρα

οδύνη που κλονίζει τα φυλλώματα

όταν ο τζίτζικας είναι βαθύτερος απ’ τη σιωπή και λάμπει.

Στέρνα της λύπης χύνεις τον ιδρώτα

ποτίζοντας τα θερινά χέρια μου

στον ήλιο εξαϋλωμένα.

Ο φόβος με τους καρπούς κρέμεται λίγους κι αθώους

άλλα σύννεφα θά ’βρω πάλι φέρνοντας τη σκοτεινιά...

Κοιτάζω έν’ αμπέλι στην άμμο στ’ ακρογιάλι

και στα κλήματ’ ανάμεσα το ναΐδριο σαν ηχηρό σταφύλι

θυμήθηκα τις ώρες του πλοίου

μ’ έχει ο ήλιος ακόμη

κι ας χάθηκε πίσω απ’ τα όρη στο πέλαγος

κι ας ήτανε με μπλάβες ερημιές η θάλασσα τόσον άφωτη.

Τώρα χαίρομαι τα ηδύχροα της Λίνδου νερά

ένα παιδί έχει φορέσει τ’ άλογο με θάλασσ’ αφρισμένο

και πλέοντας ανοίγει τη χαρά.

Πέτρες κοχύλια ο κόσμος της Έρσης

η χαρά μυθική φανερώνεται στην παλάμη.

Σαν αγκάθια γαλάζια οι βράχοι δροσερά

το βλέμμα στρέφω προς την πλατεία της πολίχνης

εκεί η βρύση μεγάλη και τα δαφνόφυλλα

νάμα τις πέτρες ανασταίνει

και στον ίσκιο γάργαρα λυτρώνονται οι ανθρώποι.

Λιοπύρι σαν από σφαγάδια που αχνίζουν

ένας σκύλος γαβγίζει στα λιθοδρόμια

κ’ είναι το γάβγισμα ολάκερο το μεσημέρι,

κραυγή της περιπέτειας κραυγή των ορυκτών

ωσάν ατελείωτες είν’ οι σιαγόνες της κραυγής ή νιώθεις

να ’χει σπάραχνα ιχθύ το μεσημέρι

που τ’ ανοίγει για θάνατο και πάλλουν εδώ στην ανελέητη στεριά.

Θα μείνουμε λοιπόν αλλοτινοί και δέσμιοι

όπως ο λιθοξόος ήλιος ταλανίζει τους μήνες

καίει τα σήμαντρα στις εκκλησιές

εγώ πλανιέμαι άπελπις...

Ο βαθύς του καιρού πόλεμος έχει κ’ εδώ τα φύλλα

- της κτίσεως εικόνα σεπτή –

έχει τη ραμιθιά σκοτεινή μέσ’ στο πράσινο

την αρχαίαν ακρόπολη τις φωνές τα σώματα.

Μονάχος θρηνώ τις ώρες και τ’ άνθη

θερινός κοπετός ενώ τα τζιτζίκια

το ηλιακό ρολόγι κουρδίζουν ωσάν πολλά δευτερόλεπτα.

Είν’ η σιγή του έρωτα το βάρος ανεβαίνεις

από μικρούς βράχους ω φλύαρη κάπαρη κι ανέμελες αμυγδαλιές

τ’ άνθη με συντροφεύουν ερωτευμένο

στην ησυχία της αναβάσεως ο ουρανός η ακρόπολη

αναπνέω τους αιώνες

τι μοναξιά τι μοναξιά

κοιμούνται οι νεκροί προσμένοντας τα νερά του χειμώνα

εμπρός ο θάνατος ηλιόλουστος μ’ αρχαία ύψη

ναούς ιδέες κ’ ευωδιές

η βραδινή ροδοσταμιά φέρνει στη θήμηση περασμένα χρόνια κουρσάρους

κι αθώος βυθίζομαι σ’ αυτό που λέει ο ανθός του θύμου...

Λουδούδια γρήγορα κι αστέναχτα

η σαύρα

με τη γαλάζια λεπτή ουρά μαζί μου ανηφορίζει

αισθάνομαι πως έχει μια προπατορική λαλιά στο λίγο σώμα

πως όταν μείνουμε ψηλά μονάχοι

το ερπετό θα μου μιλήσει. Κομμάτια ο νους της Κόρης

οι όρμοι της θεάς

περιδέραια χαμένα στην ευνή του φωτός

κ’ οι ώρες από σμάραγδον απογεύματος

ένα μάρμαρο σβήνει αργά τις λέξεις

οπού διαβάζω ΘΕΟΙΣ και σ’ άλλο μάρμαρο

ΔΕΔΟΤΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΘΕΟΙΣ

είναι πάλιν ο θάνατος ακούω την επώδυνη γλώσσα

κ’ η αγάπη φιλιώνει τις πλάτες μου

γυμνές με τον άνεμο φέγγοντας πτηνά

στο αρχαίο θέατρο είδα τους βράχους

να γυρίζουν απ’ τη φθορά σκοτώνοντας τις κερκίδες

κόκαλα ναού μένουν εκεί σε λίγα βήματα

ο ήλιος επουράνιος

φωσφορίζοντας πλαταίνει σαν εκτόπλασμα

κ’ είν’ άλλοτε όμοιος με πύρινη ωλένη.

Κοιτάζω από ψηλά σε κίονες ανάμεσα τραγουδώ.

Τι γαλανή ελπίδα στο ουράνιο μεσημέρι

τι ανάλαφρο που είναι το φεγγάρι καπνώδες

αμυδρός θεός απάνω στην κυματόχαρη –

πολίχνη πόντω αγαλλομένη.

Τα στήθη έδρεψε του σοφού Κλεόβουλου ετούτος ο τόπος

δείχνει ένα χέρι τον αβέβαιο τάφο

σαν κύλινδρος ο θάνατος από δύσκολη πέτρα

κι ο μεγάλος γιαλός

πάει στην άλλη πλευρά της πολίχνης η αύρα της ψυχής

είν’ ο μικρός εκεί γιαλός με το εκκλησάκι –

δυο νιπτήρες στη Λίνδο και δε λείπει ο άγγελος που κατεβαίνει

να κινήσει τα νερά λευκός.

Ώρα πολλή σκέφτομαι πόσον ο ήλιος τους αθώους περιφρονεί

παίζει με τους αφρούς της θάλασσας η ψευτοπεριπέτεια

μα οι βράχοι μάχονται μαζί μας...

Βοερό καλοκαίρι ευκίνητη εποχή

κ’ ένας αθώος λάμπει μέσ’ στα νεύρα δείχνοντας το χάραγμα

του θηρίου

πάλι θα φτερουγίσει τώρα η καρδιά

πάλι και πάλι

θόρυβοι δείπνων έντομα γάτες ελαφρές

ανέβαινε των ημερών ο τρόμος μεσ’ στο βράδυ –

πατέρα είμαι μόνος.

Ω βράχοι απαρηγόρητοι σαν έρχεται η νύχτα η κουτσή

τα σπίτια της πολίχνης άσπρα ποντίκια στο σκοτάδι

κάτω απ’ την πανική σελήνη

κοκκινωπές μουσούδες οι δημόσιοι λαμπτήρες

κληματαριές με φύλλα σιωπής οι γάτες

γκρεμίζονται ξάφνου όπως άνθρωποι στα μεσάνυχτα

ο φόβος εξουσιάζει το δέρμα.

ένας όμιλος γελωτοποιών δαιμόνων ανοίγει τις μάσκες

εμψυχώσεις απ’ τον αέρα που φυσά.

Και σεις πένθιμα κορίτσια

με τους στάμνους ανάστροφους στον αφίλητον ώμο

παλικάρια που κυματίζουν μέσα στ’ άσπρα πουκάμισα

της Κυριακής

το βλέμμα σας ολοένα χαϊδεύει...

Κοντά στη δική σας αλαφράδα βαρέθηκα

όταν ήρθε παράξενος ήχος στην ακοή μου

τα σπλάχνα στο κενό του σώματος

ο καλός ήχος ανεβάζοντας.

Μύρισε γιασεμί νεκρού (θε να ’ν’ ο θάνατος είπα)

κ’ αίφνης πήρε κορμί ένας γέροντας

έκανε σημείο και πλησίασα

είμαι διψασμένος, μου είπε, λούζομαι στην αρχαιότητα.

Κι όπως βύθιζα το χέρι στον αέρα για ν’ αγγίξω τον άγιο

με τ’ άλλο χέρι πάνω στην καρδιά

ο γέροντας αραίωσεν ώσπου χάθηκε.

Όμως εγώ την ώρα κείνη

το ’νιωθα να γυρίζω απ’ τη βροχή σε καιόμενο χρόνο.



Πολλοί διάττοντες ευτυχισμένο καλοκαίρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: