Η ώχρα βλέπει το άσπρο κι άλλα σπίτια
σε νωπό λουλάκι τόσο τρυφερά
κ’ οι βράχοι γυμνοί καθώς οι άγιοι παλαιωμένοι.
Ο μύλος ο νεκρός μέσ’ στο λιμένα
χάνεται σαν ωραία εποχή κρύβοντας τους καημούς του
ένας καλόγερος με το ξεθωριασμένο ράσο πάει αγύρευτος
δεν ωφελεί το διάβα του κ’ έχει πικρά τα χέρια
μα πώς να γίνει ο άμοιρος κι αυτός μια φωτεινή επιγραφή
που να φωτίζει τ’ άνομα στην πατρίδα;
Και τη γριά κοιτάζω ξεγραμμένη πάνω στης εκκλησιάς το πεζούλι
έχει ακόμη την παρθενιά μέσ’ στ’ άγρια ρούχα της.
Όμως ο χάρος απελπιστικά λάμνοντας πέρ’ απ’ τη ζήση
τυφλός είναι πάντα ο οδηγός
και τα μάτια έλιωσαν εκείθε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου