Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ

Γέρνει ο χρόνος του ηγεμόνα σε θάνατο

καμωμένον από φεγγαρίσιο ασήμι

και θάλασσες ακίνητες

όπως κερδίζουν οι νεκροί τη μνήμη πάλι

κ’ ένα βαθύ πτηνό βγάζει καπνούς μέσα στη νύχτα.

Γνωρίζω τι σημαίνει να σπάσει το στήθος, είπε ο πατέρας,

ωχρός ανεβαίνοντας απ’ τα βασιλικά που φορούσε ρούχα

στον αγγελόχνωτο αέρα.

Η ώρα ήτανε του μάντη φονική

ο έρωτας εχθρός παραδείσιος.

Γέρνει ο χρόνος του σώματος γέρνει σε θάνατο

η παραλία ηχούσε καθώς ένας θρησκευτικός εφιάλτης

άλυτη μητέρα με τα πόδια σκλαβωμένα

πιο ψηλός κι από μητέρα

έγραφε θαλάσσια βήματα στην παραλία ο Αγαμέμνων.

Η μοίρα είν’ ανάλαφρη στον ήλιον άσπρη

και συ ω μάντη κρύβεις άγριο λιλά για την απόγνωση –

έλεγε των Μυκηνών ο ήλιος

ακούγοντας τρομερά μικρά τύμπανα

και μια γυναικεία φωνή που θρυμμάτιζε το αίμα του –

μα εγώ βρίσκομαι σ’ ουράνιο μεσημέρι

για να σφάξω τριγυρισμένος από φως την κόρη μου.

Έχεις το χρυσάφι των οφθαλμών

άφησέ με

η ερημιά με θέλει ζωντανό και μονάχο –

άφησέ με

ώς την άκρη του Ειπωμένου θα συμπορευτούμε

κατόπιν είν’ ένας δικός μου καιρός με την κόρη,

έλεγε ο πατέρας κ’ έδειχνε τον άχρηστο ήλιο.

Λοιπόν ήρθε η ώρα κι ο βωμός μεγαλώνει σα σύννεφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: