Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΜΥΣΤΡΑ

Στον πηλό των ελλήνων χαμηλά φωτισμένος

ο Μυστράς ωσάν πάθος αθώο στον ήλιο

τους νεκρούς αναπαύει.



Παντάνασσα το βραδινό φως

μεσ’ στα χρωματιστά σου παράθυρα

μυρωδία χαρίζει των άστρων.



Πώς η χαρά υγραίνεται στα πρωινά φύλλα

κ’ η δροσιά σ’ ένα πέτρινο ανηφόρι λάμπει –

ο αετός μιας δόξας έρημος στο δάπεδο βυζαντινής ομορφιάς.



Εκεί την πόλη θυμάμαι του Γιάννη

κι ανάλαφρα γαλάζια πεζοδρόμια

στο δείλι απ’ την αττική αντανάκλαση.



Δρόμος πικρός πηγαίνει στα περασμένα

οι ανθηρές μηλιές ώς το θεό κινούμενες

λεύκες ηχηρές το αρτοφόριο τ’ ουρανού.



Και στην υπαίθρια λησμονιά ω ταπεινό σπίτι με πλίθρες

ένα κρανίο λεωφορείου

στη σκιά του τοίχου.



Είμαστε όλοι μέσ’ στην παγίδα τ’ ουρανού

οι αρίφνητες μηλιές οι φιαλόεσσες εκκλησίες η βρύση

σα μήτρα γυναίκας έξω στην πατρίδα.



Τους καπνούς εισπνέω της δάφνης που καίγεται.

ψηλά στον κατοικίδιο ουρανό μονάχος

τη θεϊκή γνωρίζοντας χαρά των στοιχείων.



Εγώ πραΰνω με θρήνους τον αέρα

όπως τα γυμνανθή σαλεύουν έρημα

και μ’ ευωδιές εορτών ο διόσανθος πληγώνει.



Άφησα την αγαπημένη στο σώμα της, έγινα ταξίδι.

Κοιτάζοντας βαθιά μέσ’ στα μαλλιά της πέρ’ απ’ το χρόνο

δεν υπάρχω, πάνω στα μαλλιά της οι λαβωματιές.



Φθαρμένα παλάτια σαν άγνωστες τυφλές γυναίκες

η ματαιότητα

κερδίζει τον τρόμο της ομορφιάς.



Πάρε το λαδοφάναρο συ που θα οδηγήσεις τη δίψα μας –

η ώρα μοιάζει νεκρική πυρά

στη νύχτα του Μυστρά πιες μαζί μας απ’ αυτό το μοσχορούμι.



Να βλέπεις τον Ταΰγετο νύχτα ψηλ’ απ’ το κάστρο

καθώς κραυγάζει ο ουρανός το θαλασσί

κι ακούγονται λυγμοί απ’ τους αόρατους σκύλους.



Έλληνα τι καρτεράς αντίκρυ στ’ άστρα;

Ο πόνος έγινε για σένα κ’ η ομορφιά

σου δόθηκε σαν το νερό μεγάλη κι ατελείωτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: