Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Καίσαρ Βαλιέχο




"Ο τροχός του πεινασμένου" - Καίσαρας Βαλιέχο


Μέσα από τα ίδια μου τα δόντια βγαίνω καπνίζοντας,
φωνάζοντας, σπρώχνοντας,
κατεβάζοντας τα πανταλόνια μου...
Αδειάζει το στομάχι μου, αδειάζει το άντερό μου,
η δυστυχία με τραβάει μέσα από τα ίδια μου τα δόντια,
πιασμένον με μια οδοντογλυφίδα από το μανικέτι του πουκάμισού μου.

Μια πέτρα για να κάτσω
δε θά 'χει για με τώρα;
Ακόμα κι εκείνη που πάνω της σκοντάφτει η λεχώνα,
η μάνα του αρνιού, η αιτία, η ρίζα,
ούτε κι αυτή για μένα τώρα;
Τουλάχιστο εκείνη την άλλη,
που πέρασε σκυφτή μέσα από την ψυχή μου!

Ή, έστω,
την ασβεστόπετρα ή το κακό λιθάρι (ταπεινός ωκεανός)
ή εκείνη που δεν κάνει ούτε για να τη ρίξεις πετριά στον άνθρωπο,
εκείνη, δώστε μου εκείνη εμένα τώρα!

Τουλάχιστο εκείνη που βρήκανε περασμένη και μόνη σε μια προσβολή,
εκείνη, δώστε μου εκείνη εμένα τώρα!
Τουλάχιστον τη στριφτή και στεφανωμένη, που μέσα της αντηχεί
μόνο μια φορά το περπάτημα των όρθιων συνειδήσεων,
ή τουλάχιστο, εκείνη την άλλη, που σαϊτεμένη σε αξιοπρεπή καμπύλη,
θα πάει να πέσει μοναχή της,
προσποιούμενη αληθινό σπλάχνο,
εκείνη, δώστε μου εκείνη εμένα τώρα!

Ένα κομμάτι ψωμί, ούτε κι αυτό για μένα τώρα;
Δε χρειάζεται πια να είμαι αυτό που πάντα μου θα είμαι,
αλλά δώστε μου
μια πέτρα για να κάτσω,
αλλά δώστε μου,
σας παρακαλώ, ένα κομμάτι ψωμί να κάτσω επάνω,
αλλά δώστε μου,
στα ισπανικά,
κάτι, τέλος πάντων, να φάω, να πιώ, να ζήσω, να ξεκουραστώ,
κι ύστερα θα πηγαίνω...
Ανακαλύπτω ένα παράξενο σχήμα, είναι πολύ σκισμένο
και λερωμένο το πουκάμισό μου
και δεν έχω πια τίποτα, αυτό είναι φρικτό.







Το ποίημα ανήκει στην τρίτη συλλογή του Βαλιέχο με τίτλο "Poemas Humanos" (Ανθρώπινα Ποιήματα). Εδώ παρατίθεται όπως μεταφράστηκε από τα ισπανικά από τον Έλληνα ποιητή Ρήγα Καππάτο ("Cesar Vallejo, Ποιητικά Άπαντα" - Gutenberg, 2000).








Καίσαρ Βαλιέχο, ΙΙΙ (Πέδρο Ρόχας)




Συνήθιζε να γράφει με το χοντρό του δάχτυλο στον αέρα:

“Να ζήσουν οι συνδρόφη! Πέδρο Ρόχας”,

από τη Μιράνδα του Έμπρο, πατέρας κι άνθρωπος,

σύζυγος κι άνθρωπος, σιδηροδρομικός κι άνθρωπος,

πατέρας κι ακόμη άνθρωπος, ο Πέδρο με τους δυό του θανάτους.

Χαρτί του ανέμου, τον σκότωσαν: πέρνα!

Πένα από σάρκα, τον σκότωσαν: πέρνα!

“Βγάλ’ το ντελάλι σ’ όλους τους συνδρόφους, τώρα!”

Στύλος που πάνω του κρεμάσαν το μαδέρι του,

τον σκότωσαν·

τον σκότωσαν στη ρίζα του χοντρού του δαχτύλου!

Σκοτώσανε, μια κι έξω, τον Πέδρο, το Ρόχας!

Να ζήσουν οι συντρόφοι

στην κορφή του γραμμένου αγέρα του!

Να ζήσουν μ’ αυτό το ρ του γερακιού στα σπλάχνα

του Πέδρο

και του Ρόχας, του μάρτυρα και του ήρωα!

Ψαχνοντάς τον, νεκρό, ξάφνιασαν

στο σώμα του ένα πελώριο σώμα,

για την ψυχή του κόσμου

και στο σακάκι του ένα κουτάλι νεκρό.

Κι ο Πέδρο συνήθιζε να τρώει

ανάμεσα στις υπάρξεις της σάρκας του, να συγυρίζει, να βάφει

το τραπέζι και να ζει γλυκά,

υπόδειγμα για όλον τον κόσμο.

Και τούτο το κουτάλι πήγε στο σακάκι του,

ξυπνητός ή όταν κοιμόταν, πάντα,

κουτάλι νεκροζώντανο, εκείνο και τα σύμβολά του.

Βγάλ’ το ντελάλι σ’ όλους τους συντρόφους, τώρα!

Να ζήσουν οι συντρόφοι στα πόδια τούτου του κουταλιού για πάντα!

Τον σκότωσαν, τον ανάγκασαν να πεθάνει

τον Πέδρο, το Ρόχας, το δουλευτή, τον άνθρωπο, εκείνον

που γεννήθηκε τόσο μικρούλης, κοιτάζοντας στον ουρανό,

και που ύστερα μέστωσε, πήρε χρώμα

και πάλεψε με τα κυτταρά του, με τα όχι του, τα ακόμα του, τις πείνες του,

τα κομμάτια του.

Τον σκότωσαν γλυκά

ανάμεσα στα μαλλιά της γυναίκας του, της Χουάνας Βάσκεθ,

την ώρα της φωτιάς, τη χρονιά της τουφεκιάς

και την ώρα που σίμωνε κοντά σ’ όλα.

Έτσι ο Πέδρο Ρόχας, μετά το θάνατό του,

σηκώθηκε, ασπάσθηκε το ματωμένο φέρετρο του,

έκλαψε για την Ισπανία

και ξανάγραψε με το δάχτυλο στο αέρα:

“Να ζήσουν οι συνδρόφη! Πέδρο Ρόχας”.

Το πτώμα του ήταν γεμάτο κόσμο.


Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος





Ο Σέζαρ (Καίσαρ) Βαλιέχο γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1892 στο χωριό Σαντιάγο Ντε Τσούκο του Περού και πέθανε, ύστερα από έναν περιπετειώδη, στερημένο βίο, σε μια κλινική του Παρισιού τον Απρίλιο του 1938. Ηταν 46 χρόνων. Ο θάνατός του ήλθε λίγες ημέρες μετά την ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων στην Ισπανία ­ κάτι που αυτόματα μας παραπέμπει στον θάνατο του Πάμπλο Νερούδα, λίγες ημέρες μετά το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα του Πινοσέ στη Χιλή που ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Αγέντε. Οι ομοιότητες όμως των δύο ποιητών της Νότιας Αμερικής δεν σταματούν στο ληξιαρχικό γεγονός της ομοιότητας του θανάτου τους. Ηταν και οι δύο δοσμένοι στον απλό άνθρωπο και η ποίησή τους ήταν ανθρωποκεντρική. Ο Βαλιέχο πρώτα και ο Νερούδα 50 χρόνια αργότερα έφεραν μια αισθητική επανάσταση στην ποίηση της Λατινικής Αμερικής.
Ολη η ζωή του Βαλιέχο υπήρξε ένας πόνος. Νέος πολύ, εργάστηκε σε εργοστάσια και σε ανθρακωρυχεία, επαγγέλματα που τον πολιτικοποίησαν και ατσάλωσαν τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αφού είδε ιδίοις όμμασι τις πιο απάνθρωπες συνθήκες εξαθλίωσης, εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης στον χώρο εργασίας. Μετά σπουδάζει, παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα στα παιδιά ενός μεγαλοκτηματία. Σε ηλικία 28 χρόνων διδάσκει σε ένα κολέγιο αλλά εξαιτίας ενός ερωτικού δεσμού χάνει τη δουλειά του. Επιστρέφοντας στο χωριό του μπλέκει σε έναν καβγά σε μιαν εμποροπανήγυρη, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ένοχος για εμπρησμό και αυτό του στοιχίζει 117 ημέρες φυλακή. Αποφυλακίζεται και φεύγει για τη Λίμα, όπου παίρνει μέρος σε έναν ποιητικό διαγωνισμό τον οποίο κερδίζει και με τα χρήματα του βραβείου τυπώνει την πρώτη του συλλογή, το Τρίλθε. Βρισκόμαστε στο 1922 και είναι η ίδια χρονιά που εκδίδονται η Ερημη Χώρα του Τ.Σ. Ελιοτ και ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις. Το Τρίλθε θεωρείται ορόσημο στην ποίηση της ισπανικής γλώσσας του 20ού αιώνα, ένα βιβλίο δύσκολο για το οποίο ακόμη και σήμερα γράφονται μελέτες και άρθρα.

Το ποιητικό έργο του Βαλιέχο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Οι μαύροι μαντατοφόροι (1919),Τρίλθε (1922), Ανθρώπινα ποιήματα (1923-1938) και Ισπανία, παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο (1937). Στους Μαύρους μαντατοφόρους ο Βαλιέχο μιλάει για το προ-κολομβιανό Περού, για τις ερωτικές του σχέσεις και για τη νοσταλγία των παιδικών χρόνων. Η γλώσσα του ποιητή είναι εκείνη των συμβολιστών και των παρνασσιστών. ΣτοΤρίλθε, που άρχισε να το γράφει στη φυλακή, εγκαταλείπει τους γνωστούς κανόνες της ποιητικής έκφρασης και καταργεί τη γραμματική διάρθρωση της ισπανικής γλώσσας. Τα ποιήματα εδώ διαπνέονται από έναν ανανεωτικό άνεμο, ενώ πολλά φαίνεται να είναι γραμμένα σε κατάσταση παραληρήματος. Τα Ανθρώπινα ποιήματα, γραμμένα στο Παρίσι, είναι σαφώς εμπνευσμένα από τη ζωή του εκεί, μια ζωή φορτωμένη από παντός είδους στερήσεις. Τα Ανθρώπινα ποιήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, τα πιο ώριμα και τα πιο άρτια. Στο ποίημα Καπέλο, παλτό, γάντια ο ποιητής «έχει χείλη από καουτσούκ» και όταν μπαίνει στο καφενείο de la Regence «η ακίνητη σκόνη βρίσκεται κιόλας όρθια».
Τα Ποιητικά άπαντα του Βαλιέχο είναι ένα βιβλίο με τα όλα του: δίγλωσση έκδοση, σημειώσεις, βιβλιογραφία, ευρετήριο τίτλων, φωτογραφίες, άριστη μετάφραση, άψογη τυπογραφική εργασία. Οσον αφορά τον Ρήγα Καππάτο που «δούλεψε» 27 χρόνια στον Βαλιέχο και τον Κυριάκο Αθανασιάδη που είχε την τυπογραφική επιμέλεια του βιβλίου, ένα «εύγε» και ένα «ευχαριστώ» για την τόσο σημαντική προσφορά τους στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ο Βαλιέχο υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε ποίηση αποδομητική προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Υπήρξε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα. Και για τον λόγο αυτόν η προσφορά του στο ποιητικό στερέωμα είναι μοναδική και ανεκτίμητη.
Ντίνος Σιώτης 



Δεν υπάρχουν σχόλια: