Το δόγμα των κρυφών πραγμάτων…

Μουσικός ουρανός και υπεροψία επί πάντων και πάντων.
Διανύω φλογερά πάθη και ανομολόγητη σοφία που εμβολίζει
του νου μου την συστολή.
Σκαμπανεβάζοντας πάνε οι πόθοι μου να αφομοιωθούν
σ’ ένα κορμί που αδέκαστα λάμπει!
Κι η ύλη
μυσταγωγική,
παρεκτρεπόμενη
μες την Αλήθεια
σώζει το αναμάρτητο φορτίο μου
προ ποιημάτων και μετά της έμπνευσης όπου και να φανεί.
Ετούτο το λεχθέν μια φλόγα έχει
συμβαίνουσα και μη συμβαίνουσα, διαζευγμένη
και απελευθερωμένη, ιριδίζουσα
στην άσπρη φαντασία του ξημερώματος.
Αποκόπτομαι με τα προσωπικά μου βάσανα
από όλα: -το λες ‘’μισανθρωπήσας’’- και τα καταφέρνω
να κουβαλώ στο μέγα δύσβατο λιβάδι
το κομπολόι των ανέμων, όπως και αυτό χτυπάει χάντρα ‘πα στην χάντρα
τον καθαρό καημό που βόσκει
σαν γελάδι
μέσα στην σιγή…

Σονέτο ενός λόγου που λαχάνιασε…

Ένα σημείο στίξης που διαλαλεί μια φωτεινή ειρήνη,
Ένα ουσιαστικό που παραληρεί κάτω από το ανθισμένο μεσημέρι,
Κήποι πέρα μακριά κήποι ενός παρηκμασμένου βασιλείου,
Όλα αιχμάλωτα μέσα στον νου μου.

Και οι σκιές που ταλαιπωρούνται μέσα στην λιακάδα
Του Φεβρουαρίου, παγωμένες στον χρόνο τον ατέρμονο,
Σκαρφαλώνοντας στον απολιθωμένο στίχο
Πότε ξαφνικές και πότε αιώνιες.

Στρυμωγμένες στον λακωνικό λόγο, σκιές σαν την ψυχή μου
Ζυγίζονται στην απουσία και στην πλάστιγγα
Μορφές από μιαν άυλη ζωή, λοξοπατούν

Κάτω από την χθόνια ερώτηση εγώ να είμαι ο τελάλης του έρωτα
Προσδιορίζοντας την ειμαρμένη έως και θανάτου, πάλι εδώ
Που του ποιήματος η κόψη είναι τρομερή και απ’ τα μέτρα όλα διαφεύγει…

Σύμπνοια των πουλιών και των στίχων…

Ετούτο το γοερό πρωινό σαν αυτεπάγγελτο βάθρο
Στερεωμένο μέσα στην λιακάδα, τονίζει
κι άλλο τα χρώματα, φλυαρεί
Μες το φως με το προνόμιο να είναι ο μαγνήτης του Ωραίου.
Σπουδάζουμε την αγνότητα προσφέροντας θυσία τον εαυτό μας·
Κανένα ποίημα δεν πετυχαίνει την σκέψη
Πριν γίνει μία αψεγάδιαστη φιλοσοφία· έρχομαι από μέρες γύρης, γονιμοποιώ
Τα αιθέρια όλα· ακατάδεχτος να μπω στο αμαξάκι της συνήθειας· στα λεξιλόγιά μου
Τόλμη και ερημία.
Να ο κεραυνός που διεκδικεί να πλάσει απαρχής τον αόρατο κόσμο,
Να το αρχέγονο πάθος το ιερατικό που πάνω του στηρίζεται η Αρετή,
Νιώθω να μην τελειώνει η ‘’ανάμνηση’’,
Από μιαν άλλη συγκυρία βάφεται και διαρκεί ο ουρανός,
Όλος βακχεύει ο αιώνας-
Α Ελλάδα πληγωμένη και ανθεκτική,
Α δύσμοιρη πατρίδα ακρωτηριασμένη-
Τυφλώνονται στην προδοσία τα παιδιά σου-
Ετούτος είναι ο σπαραχτικός μου λόγος που σιγά σιγά θα ξεθυμάνει ανέλπιδος
Και θα τον τιτιβίσουν πάλι τα πουλιά
Αργότερα
Μες τους αιώνες των αιώνων!

Ταυτοπροσωπία…

Ντύθηκες χαρακτήρα άστρου.
Γδύθηκες την ανάγκη.
Έτσι φλυαρεί ο κόσμος της πραγματικότητας.
Το νιώθω.
Κι η συμπεριφορά σου, ανθισμένο φως της ψυχολογίας.
Ο Βουκεφάλας του αίματος χλιμιντρά μες τα στήθη σου
Και τα στήθη σου γίνονται αιχμηρές εξουσίες που απαλλοτριώνουν τον έρωτα.
Αφήνεις άφωνους τους επικριτές, χαράσσεις άλλον δρόμο
Από ετούτον της φιλαυτίας.
Ποιός να ιδρύσει κράτη στοχασμών μέσα στην κάθε ιλαρή πεποίθηση σου;
Τα έκδηλα τολμώνται και τα τολμηρά βουβαίνονται και εκδηλώνονται
Όπως από φωτιά το κάρβουνο κρατά μία ανάμνηση μεγαλαυχίας.
Βρίσκω το ύψος σου σε κάθε χαμηλό λοφάκι
Της συμπεριφοράς.
Ανήκεις σε ένα πάθος που τον σεβασμό πρεσβεύει.
Γελά μπροστά σου κάθε διαλεκτικό παιχνίδι ερμηνείας.
Στον κούφιο Χρόνο της αντίφασης φλέγεσαι κι όμως είσαι πάντα ίδια εσύ…