Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΘΕΤΙΚΟ

















GABRIEL CELAYA



ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΘΕΤΙΚΟ



Σήμερα, επί παραδείγματι, είμαι μάλλον ευδιάθετος.

Τους λόγους δεν τους πολυξέρω, αλλά μπορώ να σημειώσω τους εξής:

Το στομάχι μου λειτουργεί,

τα πνευμόνια μου αναπνέουν,

το αίμα μου ορμάει και με ωθεί να φτιάξω ποιήματα.

(Μόνο –τί κρίμα!– δεν ξέρω να μετράω τους στίχους μου.)



Το ίδιο πρόκειται ωστόσο – για παραλήρημα: Περιστρεφόμενο ρόδο

που ανοίγεις μέσα μου έναν απόλυτο χώρο,

νύχτα με δύο κεφάλια

από κρύσταλλο απαστράπτον,

καθαρές ταχύτητες της ίριδας και του χρυσού.

(Μόνο –τί κρίμα! – είμαι λιγάκι τρελός.)



Αλλά είναι πραγματικό, σας λέω, το παρθενικό μου συναίσθημα,

πραγματικά είναι τα παράλογα λόγια που γράφω εδώ,

πραγματικό το γερό μου σώμα,

πραγματικός ο κόκκινος και γεμάτος σφυγμός μου,

πραγματική και η γη που με μεγαλώνει

και πραγματικός ο αέρας μέσα στον οποίο εγώ μεγαλώνω.

(Μόνο –τι κρίμα! – αν ζήσω θα πεθάνω.)



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

Ὁ Δοῦλος

 

Ὁ Δοῦλος ποὺ δραπέτευσε
ἔλεγε προσευχὲς στοὺς φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σὲ λιγδωμένα προσκέφαλα.
Ἐγὼ δὲν ἤλπιζα πὼς μπορεῖ νὰ σωθεῖ.
Οἱ χωροφύλακες ἔχουν γερὴ ὅραση -
δὲ διαλύονται μὲ αὐταπάτες καὶ ψυχοσάββατα.
Τώρα αὐτὸς ποὺ ἐπέμενε νὰ ρωτάει
φαίνεται θἆταν ἀποφασισμένος γιὰ θάνατο
ἢ θἆταν κατάσκοπος ποὺ δὲ φοβᾶται.
Ἐγὼ πάντως
ἐξακολουθῶ νὰ βλέπω τὸν ἐπερχόμενο
μεσαίωνα
μὲ φάλαγγες πιστῶν
μὲ ἀργυρᾶ δισκοπότηρα ἀφρίζοντα αἷμα
μὲ σημαιοστολισμοὺς καὶ παρελάσεις
μὲ ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εἰκόνες ἀπὸ παλιὲς ἐκστρατεῖες
καὶ τυφεκισμοὺς
ἥρωες μὲ αὐστηρὰ βλέμματα
Ἁμὲς δὲ γ᾿ ἐσόμεθα
πληρωμένη ἐκπαίδευση
θεὸς ἀγέρας τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως
κλειδωμένα στὴν ἐποχὴ σὲ χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Ἂν ἄξαφνα σᾶς γεννηθεῖ τὸ ἐρώτημα
πὼς τὰ κατάφερε αὐτὸς ὁ θνητὸς
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύγδουπο διαπασῶν τῶν ὕμνων
νὰ δραπετεύσει μὲ ἀληθινὸ λαμπερὸν ἥλιο
μὲ ἀληθινὲς ἐξαρτήσεις τοῦ βίου -
ἂν δὲ μπορεῖτε νὰ καταλάβετε
τί τὸν ὁδήγησε σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο διάβημα
ποὺ βρῆκε τὴν ἔξοδο ἀφοῦ γύρω ἦταν μπετὸν
ἀφοῦ γύρω τραγουδοῦσε ἡ φοιτήτρια
ἕνα τραγούδι ἱστορικὸ παλιῶν ἡρώων
τότε
δὲ θά ῾χετε δεῖ κάτι κρυφὲς μικρὲς πόρτες
ὅμως ὁλοφάνερες στὰ μάτια τῶν εἰδικῶν
δὲν θἄχετε δεῖ τὸ ραγισμένο τοῖχο
ὅπου βλασταίνουν κάτι φυτὰ
πάνω σ᾿ ἀσβέστη κίτρινο ἀπ᾿ τὴν πολυκαιρία.
Τὸ ζήτημα πιὰ ἔχει τεθεῖ:
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα 1 άτομο
Όλες οι αντιδράσ

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Χρύσα Βελησσαρίου

 



Στον πλανήτη μου βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου,
Σιγά σιγά, μη με πάρουν χαμπάρι οι πνιγμένοι
Δε θέλω να τραβήξω τα βλέμματα και να εκτεθώ
Είμαι δυνητικά ευτυχισμένη
Πάλεψα σκληρά να καλλιεργήσω αυτή τη χαρά
Κάθε μέρα, πετώ πάνω από τις βυθισμένες πόλεις
Των Νέων Λιμνών,
Κοιτώντας το διάφανο νερό και τα φτεροκοπήματα
Των πουλιών στον ανοιχτό ουρανό. Και πώς
Μπορεί κανείς να κλάψει με τόσο έντονο φως;
Παρόλα αυτά αναλογίζομαι τον απέραντο γυάλινο τάφο κάτωθέ μου
Για πόσο μπορεί να θλίβεται όμως ένας Ονειροπαρμένος
Κι εγώ απ' αυτή την Επαρχία του Κόσμου κατάγομαι
Ο εγκέφαλος μου εκ γενετής ρέπει προς την Ουτοπία
Οραματίζομαι μεγάλες θολωτές γέφυρες Νοήμονες να χτίζουν πέτρινα φράγματα στους χείμαρρους των ορέων
Οραματίζομαι τη Φύση ν' αναγεννιέται με ωδίνες απαλού τοκετού
Οραματίζομαι αγόρια στιβαρά και
κορίτσια Αφροδίτες να γεννούν Σωτήρες
Να αναδύονται και να μεταλλάσσουν το μέλλον
Μόνο και μόνο από πάθος και έρωτα
Προς τη γαλάζια ανεμώνα του βυθού που ασφυκτιά με τόσο θάνατο

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Ωδές στον πρίγκιπα

 


Καθώς πια τίποτα δε μου ανήκει μέσα στ’ ανάκτορα
Ούτε καν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα
Και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται πίσω από τα
σφιγμένα κρύσταλλα
Και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου ήλιου
Καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουνε πια την παλιά τους λαλιά
Bλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα
Στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα
Όπου βυθίζομαι για να σ’ αγγίξω μόλις
Επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όλα τα κτίσματα
Και αν δε σε γνώριζα θα ’ταν όλα εφήμερα
Γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη και η πόλη
Aφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς
Πάνω σε φύλλα και δάκρυα
Tίποτα δε μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση
Tα μάγουλά σου στο χιονισμένο αυχένα των βουνών
Καθώς η ματιά μου βυθίζεται στην άπειρη έκταση
Αφήνοντας πια τ’ αυτοκίνητα στα δικά τους τραγούδια
Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου
Και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου
Φιλιόμαστε σε σκοτεινές δισκοθήκες και σου εξηγώ
Kι όταν χαράξει πώς τάχα να πάμε αντίθετα
Θα γυρίζουμε με ρούχα παλιά στα νεόκτιστα
Μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέρμανση στις γωνιές

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ (1926–1990),

 

 

Ὁ Σολωμὸς στ᾿ ὄνειρό μου

Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου κλεισμένος
ὁλοῦθε ἀπ᾿ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου στοὺς οὐρανοὺς
ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος μαυροντυμένος
μ᾿ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι στὴν παλάμη
ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη πλάι του σ᾿ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνεια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῷα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα
μ᾿ ὅλες τὶς ἀχτίδες τὴν ἀγαπημένη τοῦ πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμό της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες ὡς τὰ κοράσια
ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἔρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα
κ᾿ ἕνας σκύλος ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ
τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἔσφαζε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες

 

Αἰώρηση

τοῦ Θάνου Κωνσταντινίδη

Στὸν οὐρανὸ οἱ δυνατότητες
εἶναι μόνο συναρπαστικές.
Καθὼς κρεμόμουνα στὸν ἀέρα
κρατημένος ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο
σὲ μυθικὴ ὀθόνη τῆς φαντασίας
παρατηροῦσα τὶς τιμὲς
τῶν στοιχείων τοῦ αἵματός μου
κι ἄκουγα μία ἐκθαμβωτικὴ μουσικὴ πράξη
σχεδὸν ἐξωανθρώπινη
πρὸς τ᾿ ἀριστερὰ στὸ γεωγραφικὸ χάρτη
στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται τὸ βουνὸ Τρόμος
τυλιγμένο πάντοτε μ᾿ ἀστραπὲς
καὶ ἔκπαγλες καταιγίδες.
Ἐκεῖ ἀνέβηκα μία φορά.
Ἐκεῖ πρωτάκουσα τὸ τραγούδι
ποὺ ἔλεγε ἀνήκουμε στὰ νερά.
Κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη ἔλαμπε ὁ Ἐκκλησιαστής.
Ἀπὸ καιρὸ γνώριζα πὼς τὸ αἷμα
περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο
ποὺ δίνεται μὲ σημάδια
στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ πλήρη ἀσυνέχεια.
Μήπως ἡ κυκλοφορία; -
διερωτήθηκε ὁ λαμπρὸς Καὶ αἰφνιδίως
ἦρθε στὸ μυαλό μου ὁ Λεονάρντο
ποὺ ἤξερε θεσπέσιες εἰδήσεις ἀπ᾿ τὸ σῶμα.

29 Αὐγούστου 1990


 

Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει

Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.

 



Γυναῖκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας

Εἶσαι μία ἤπειρος τοῦ στήθους ἀπ᾿ τὸ βάθη τῶν φυλῶν
εἴσαοι πλανόδιο σὰν τὸ φεγγάρι
ὁ πόνος εἶναι πλόκαμος κ᾿ ἡ ἀγάπη σου ὑδράργυρος
γυναίκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας.
Ὅταν ἀφήνεις ἕνα βλέμμα στὶς κοιλάδες νὰ ὡριμάζει
καθὼς οἱ ἄνεμοι τὸ ταξιδεύουν ὡς τὰ ὕψη
νέμεσαι κλαδιὰ καὶ χύνεις δηλητήρια μέσ᾿ στὸ φεγγάρι.
Μόνη σὰ φόνος κατοικεῖς τὴ συνείδηση
συνωμοτώντας ἀντίκρυ στὶς θεότητες τῶν πουλιῶν
ἐσὺ μὲ μαῦρα ποταμικὰ μαλλιὰ
ἐσὺ πάλι καὶ πάλι μὲ σκοτεινὰ μάτια.
Λέω στὸν ἥλιο νὰ σταθεῖ χωρὶς τὴν ἀγαθότητα
σχίζοντας τὸ μεγάλο χρῶμα τοῦ ὀνείρου
στὸν ἥλιο νὰ σὲ πολεμήσει μὲ βοερὸ θειάφι
καὶ νὰ γκρεμίσει ὅλη τη θύμηση ποὺ μὲ παιδεύει.
Νὰ οἱ καιροὶ στὰ βήματά σου μ᾿ ἔφεραν
οἱ φυτικοὶ δεινόσαυροι τὰ οὐράνια πλάτη
μιὰ δέσμη χαλαρὴ τοῦ αἵματος ἕτοιμη νὰ σκορπίσει
τότε ποὺ φώναζα δίχως ἀπόκριση: Θέλω νὰ γίνω γαλάζιος.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ θάνατο
μὲ πορφυρὲς ἀνταύγειες ἀπ᾿ τὰ μέλη
ρώτησα μὰ δὲν ἔμαθα ποὺ βρῆκες τὸ σκοτάδι
σὲ μυστικὰ ρυάκια κλειδώνεις τὸν ἦχο σου
μόνη μὲ τὴν ἐκρηκτικὴ φωνὴ τῆς σιωπῆς.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ μακρινὸ χάραμα
σώματα πέρασες ἀκόμη ταξιδεύεις.
Ἐγὼ δὲν ἔζησα κ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀττικῆς εἶν᾿ ὅλο τὸ ταξίδι μου
Σὲ τόσους καημοὺς τραγουδώντας
δὲν ξέρω τ᾿ ὅπλο τῆς λησμονιᾶς.

 

Μαγιακόφσκι

Ὡραῖος ἀπ᾿ τὴ θύελλα τῆς βιομηχανίας
ἀεροπόρος τῶν ἡλιόλουστων ἡμερῶν
μεγάλο δάκρυ
ποὺ κατεβαίνει ὡς τὰ χείλη
γιὰ νὰ καίει τὶς ἀθάνατες Μαρίες
ὁ Βλαντιμίρ.
Ἴσως ἔπρεπε πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἔνδοξη ταφὴ
νὰ φωτίζεται μὲ προβολεῖς ὁ νεκρός του.
Ἴσως ἀξίζει νὰ τὸν βλέπουμε σὰν καταρράκτη
ἀνάμεσα στὴν ὁρμὴ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ στὰ δάση.
Ἴσως ἔπρεπε νὰ διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἐπίασε τὴν παλιὰ Ρωσία ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ
καὶ τὴν ἔστειλε στὸ διάβολο
θρυμματίζοντας μία κιθάρα στὸ κεφάλι της.
Μ᾿ ἀρέσει ποὺ δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ
γιατί δὲν ξεχώρισε τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ποίηση.
Μ᾿ ἀρέσει γιατὶ στάθηκε στὸ ὕψος του
ὁ Βλαντιμίρ.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδινε στὸν Κουτούζωφ
τὴ μυστηριώδη δύναμη.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ σκύλιαζε πραγματικὰ
γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸς
ἔλαμπε στὴν κατάλευκη ὁρμὴ τοῦ Οὐλιάνωφ.
Ἀπ᾿ τὴν ἄγνωστη χαραυγή μας, ἀπ᾿ τὰ σπήλαια,
ἔτσι δείχνουν τὰ πράγματα.
Ἡ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ προσχωρήσει μαζί του
ὁλάκερη καθὼς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων.
Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς.
Ἀπ᾿ τὸ βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλὰ στὴ νύχτα
κι ἀπ᾿ τὴ βαθειὰ εἰρήνη τῆς σιωπῆς του
ἔβγαινε ὁ καπνὸς τῆς μέσα μάχης. Ἂς εἶναι λοιπόν…
Ἂς εἶναι κι ὁ Βλαντιμὶρ ἕνα σύμβολο
ἀνοιχτὸ στὴν εὐτυχία.
Δὲν ξέρω, βέβαια, τί εἶναι εὐτυχία.
Γνωρίζω ὅμως τὸν ἀγώνα γιὰ δαύτη.
Δὲν ξέρω τί κρύβει ὁ ἔρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πὼς εἶναι οἱ ἑξήντα τέσσερες ἄνεμοι.
Γνωρίζω πὼς εἶναι ὅλες οἱ ἀνατολὲς τοῦ ἥλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!

(Δημοσιεύτηκε στὴν «Ἐπιθεώρηση Τέχνης», τ. 146, Φεβρ. 1967, σελ. 133)

 

Διάλογος πρῶτος

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

 


Ἡ εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας

Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βράδια νὰ γυρέψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος
κι ὅπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ εὐωδιάζουν τὰ σπλάγχνα κι ἁρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αἴσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ἕνα τίποτα ἕνα χορτάρι φέρνοντας ὅλη τὴν εἰρήνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα ἡ μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπόδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀέρα
ψηλὰ στὸ δέντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιόμενο πέρα στὴ δύση.
Ἂ τί φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τίποτα κι ὁ ἀόρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ κόκορα.

 


Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου

Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες -
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.

Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα - καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου...
Μὲ τὴ χάρη σου ζῶ τὴν πρώτη λύτρωσή μου.

 


Ἡ Ὀρθοδοξία

Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων
ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ
ροῦχα ποὺ τ᾿ ἄδραξεν ἡ γαλήνη καὶ δὲ γνωρίζουν ἄνεμο
βαθιὰ τὸ ἐλέησον ἀπ᾿ τοὺς ἄυλους βράχους
τὰ μάτια σὰν καρποὶ εὐωδᾶτοι.
Κι ὁ ψάλτης ὁλόσωμος ἀνεβαίνει στὸ πλατάνι τῆς φωνῆς
καημένε κόσμε
θυμίαμα ἡ γαλάζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημένιος
κερὶ νὰ στάζῃ ὁλοένα στὰ παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σὰ βγαίνουν - ὢ χαρὰ πρώτη - μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὶς λαμπάδες
κ᾿ ὕστερα ἡ μεγάλη χαρὰ νὰ συντροφεύουν τ᾿ Ἅγια...
Ὁ παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ᾿ ἄσπρο του φελόνι
καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα
χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πὄχει ἡ ὀμορφιά!...

 


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikos_karoyzos_poems.htm

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Tέσσερα ποιήματα

 

Γράφει ο Στρατής Παρέλης //

 

 

 

 

Ποιητικά γεγονότα…

 

Ουδέτερα αναγνώθω πια την ανάγκη

Πληρούνται τα πάντα αντηχούν

Μια σκέψη έχει πάντα αντίκρισμα

Ακούγεται που εκφωνείται απ’ τον ουρανό

Μεγαλειώδης.

 

Το ‘’γεγονός’’ τροφοδοτεί την αγρύπνια μου

Καταφατικά είμαι εκείνος που πεθαίνει

Ραγίζει και αμφισβητεί τους νόμους τούτο το φεγγάρι

Που με δικαίωσε να επιμένω σε θαύματα.

 

Κι όταν η Ποίηση ασφυκτιά

Μέσα σε λέξεις που έχουν χάσει την βαρύτητα

Είναι ο ουρανός μια γεννήτρια

Που τα νοήματα με ρεύμα ανατροφοδοτεί

Για να ξαφνιάσουνε τους πάντες!

 

 

 

Τσακισμένο μανιφέστο μιας Στιγμής..

 

Υπενθυμίζονται οι λέξεις για να μην χαθούνε·

Πολλά σχεδίασα που ‘’δεν μου βγήκανε’’ ποτέ

Τώρα καθεύδω αντιφατικά ο ίδιος που ήμουνα

Κι ας έχω αλλάξει σίγουρα πολύ·

 

Στον πυρετό της έννοιας σκύβω το κεφάλι

Με σημαδεύει ξίφος κι αν αντιμιλώ

Είναι που αναρχεύουν μέσα μου οι στιχομυθίες

Σαν για να φτιάξουν κάτι πιο σαρωτικό·

 

Πώς θα θρησκεύω σε πενήντα χρόνια

Σαν υφιστάμενα αστείος σκελετός-πώς

Θα με ζώνουν φίδια όταν θα μιλώ για άλλη Παρουσία

Και ρήματα θα ξεστομίζω βλάσφημα αισχρά…·

 

Θα μείνω άραγε ο ταπεινός επαίτης

Που με τον λόγο του κάποιον παρακαλεί,

Ή θα ακολουθώ πορεία ενός που μέσα του ξοφλήσαν όλα

Και μένει άστεγος και με φραγμένο τον λαιμό..

 

Α λέξη λέξη έφτιαξα ένα κουκούλι

Μέσα του κλείστηκα και το πληρώνω εδώ

Έφτασα να είναι οι αγωνίες φως μου

και στα σκοτάδια που με φόβισαν μοιράστηκα…

 

Ώσπου να δω πίσω από κείνα που δεν βλέπω

ώσπου να φέρω σ’ ένα ζύγι την Στιγμή

σκεπάσου βεβαιότητες αμφιβολίας καρδιά μου

και έλα να συμπεράνουμε αγάπη μες τον μιαρό καιρό…

 

 

 

Αλαζονεία προ της μαντεψιάς και προ της συντριβής…

 

Ντύνεται λούστρο η Αλήθεια και χυμά

στα χυτήρια των μύθων.

Όλα δακρύβρεχτα τα αγωνιστικά σενάρια – λες

Και δεν αλλάζει τίποτα μες τις αλαζονείες μας.

Χρωματισμένα με μπαρούτι λόγια που υπέπεσαν από τον έρωτα

Και ζούνε μες τον σάλαγο της αστραπής.

Στα κοντέρ οι ταχύτητες είναι αυτές που δεν έπρεπε διόλου να είναι-

Ταυτόχρονα πεθαίνουμε και ταυτόχρονα

Ζούμε:-σαν να κανιβαλίζει πάνω μας και η φθορά και μια υπερφίαλη ατζαμοσύνη.

Όσο το ψάχνω τόσο φεύγω πιο συνένοχος στο μυστικό.

Εξομοιώνομαι με κείνο που δεν μπόρεσα να ενστερνιστώ.

Κι απ’ τα ποιήματα μου μένει

Το κατακάθι όπως του καφέ που είναι έτοιμος να μαρτυρήσει

Ανούσιες μαντείες, που δεν μ’ αφορούν, ειρωνικά…

 

 

 

Κρυφή συνάντηση!..

 

Διαφανές το μέρος μας που δεν ερμηνεύεται-

Και το αναμοχλεύουν

συγκερασμοί ποιητικοί

Λες κι ο Δημιουργός κάπου το παραμέλησε το θαύμα του

Και ‘’ την πατήσαμε’’ –

 

Μια νύχτα περπατούσα έξω απ’ τα κοιμητήρια

Οι νυχτερίδες τσούρμο πάνω απ’ την σκιά μου

Ζάλιζαν το μυαλό μου και το κούραζαν-

 

Τι αμερόληπτος που είναι ο θάνατος! Σκεφτόμουνα·

Τι ισοπεδωτικός! Ενώ μια μελωδία του φεγγαριού

ίσα που ακούγονταν και έμοιαζε

απομεινάρι από ποίημα της Σαπφούς

που κρυφογέλαγε

με το μελαχρινό μουτράκι της

πέρα απ’ τον ελαιώνα!

 

 

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

 ΗΔΟΝΙΚΗ ΝΕΟΤΗΤΑ

Δεν είναι πια το σώμα
ή η μορφή που αγαπήσαμε σ’ εκείνη
την ηδονική νεότητα
Και ούτε οι ονομασίες των δρόμων
ή των σταθμών που ταξιδέψαμε
Με τον άγγελο να μας γνέφει
πίσω απ’ το τζάμι της βροχής.
Είναι ο αγέρας που φυσά μες στις βαθιές
Στις άγριες ραγισματιές
π’ άνοιξε ο χρόνος
Κι είναι η άβυσσος
που βρυχιέται γύρω μας
Όρθια ξέσκεπη άβυσσος
Όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
Να την πατώσω.
Το σώμα μου κρατάει ακέραιη
την ηδονή εκείνη
Μεσ’ σε δωμάτια
Που προεξέχουν μια σπιθαμή
από τη μνήμη
Και με παιδεύουν
με των κεριών τους το ημίφως
Δωμάτια παρατημένα
να τα μετρούν οι καταιγίδες
Ξέρω, ήταν λίγο πριν
απ’ τη μικρή αιωνιότητά μας
Λίγο πριν σημάνει για το τραγούδι
Δεν είχα δει το μνήμα
που ανάβλυζε σκοτεινό μέσα μου
Να αιχμαλωτίσει το χρόνο
Δεν είχα δει το πέρασμα του αγγέλου.
....................
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου γεννήθηκε στη Mύρινα Λήμνου. Ήταν πτυχιούχος της Παντείου και της Σορβόνης, όπου, με υποτροφία της Γαλλικής Kυβέρνησης, σπούδασε θέατρο. Είχε εκδώσει 37 βιβλία - ποίηση, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμιο. Eπίσης,είχε γράψει θέατρο. Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί στην Eλλάδα και στο εξωτερικό. Bιβλία της έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα γαλλικά, σουηδικά και αγγλικά, και διδάσκονται σε Πανεπιστήμια της Eλλάδας και του εξωτερικού.



Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

Μαρμαρωμένε Βασιλιά / Κωνσταντίνος Καρυωτάκης

 



Και ρίχτηκε με τ’ άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.

Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ’ αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ’ αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π’ ακόμα χτες εστόλιζ’ ένα θρόνο,
κι εσφάλισε – οϊμένανε! – για πάντ’ αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν’ ελπίδες μόνο,

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ’ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!


Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Ο Δρόμος των Λωτών

 




(Απόσπασμα από το "Η Ελεγεία του Σελινούντα", αρχαίος ποταμός της Αχαϊας)


((Σχέδιο Υιώτας: ...στα βήματα του φεγγαριού. 15)


Ο Δρόμος των Λωτών 
         
Ο δρόμος του ολόγιομου φεγγαριού, αφώτιστος, αδιάβαστος. Η εποχή των λωτών αργοπορεί. Η υπομονή δίπλωσε τα φτερά. Ανίκανη πλέον να πιστέψει την Ελπίδα.
Το αρχαίο θειάφι προσπάθησε, το νέφος εκεί, αμετατόπιστο. Κι όμως.

Ήταν στιγμές που πίστευες στην λάμψη των ματιών και τραγουδούσες στους χτύπους της καρδιάς, τους χαρμόσυνους. 
Τότε, η μέρα γιόρταζε. Τα παιδιά τιτίβιζαν στις αυλές, τις χωματένιες. Τα χέρια, αμφορείς έπλαθαν. Τα πέλματα, αποστάσεις.

Τότε, το σώμα είχε την δική του διάλεκτο. 
Το όνειρο έπλεκε οράματα. Όλα ακολουθούσαν την τροχιά του ήλιου.
Ήταν τότε, όπου η σιγή τής νύχτας σκάρωνε τα δικά της τραγούδια στις γαστέρες, τις εύκαρπες. 
Τότε, που το κλάμα του μωρού ήταν πρωινό ξελόγιασμα.

Τότε, όπου το σκαρί άντεχε να διασχίσει ωκεανούς και θύελλες, να παλέψει σε χώρους απρόσιτους με θεριά πολυπρόσωπα, ανθεκτικό να διψάσει, να δοκιμάσει την ένδεια, να λυγίσει, να συρθεί, δυνατό να ανορθώσει το μπόι και να ακολουθήσει την ονειρο-σκιά, την εύθικτη.

Τότε, όπου τα δόντια έσπαζαν στο σφίξιμο, τότε, όπου τα νύχια πληγές άνοιγαν στις σφιγμένες παλάμες, τότε, όπου 
το ελάχιστο μοιραζόταν και πολλαπλασιάζονταν.

Τότε, όπου τα πάντα βάδιζαν στον αστερισμό του «δύναμαι».

Δρόμοι ανασφαλείς οδήγησαν τους ναυαγούς της άνοιξης, στις χώρες των λωτών.

Δρόμοι, όπου ο Κερδώος Ερμής ύπουλα έστρωνε με κέρματα λαμπιρίζοντα. 

Η Πανδώρα κάγχαζε, γνωρίζοντας την στυγνή πραγματικότητα. 

Στην άσπιλη αυγή, άγγελοι με δαίμονες ζευγάρωναν, αδιάντροπα.

Οφθαλμοφανές. 
Το δίκιο του δυνατού ζυγίζεται από το βάρος των μυστικών αποθεμάτων. Συχνά, συμβάλλει και η άρρωστη φαντασία των μη εχόντων. 

Πνεύματα συγχυσμένα του παγκόσμιου ωκεανού αναμένουν ναυαγοσώστες της Αλήθειας. 
Της Λευτεριάς.


Η Σελήνη, εύμορφη κυρά, παραστρατημένη στον ουρανό, σήμερα, γεμίζει την ποδιά με φρούδες ονειροπωλήσεις. 
Τις ζεσταίνει, ευγενικά, με χλιαρές ανταύγειες του δύοντος ηλίου.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Ένας απόξενος μνηστήρας

 


Στα όνειρα μου μιλάω με τους νεκρούς μου.
Έρχονται όλοι σε μια σύναξη κάτω από
τους πορτοκαλεώνες και με περιμένουν.
Συμβουλές μου δίνουν και ποτέ δεν παραλείπουν
το φιλί και το θωπευτικό χάδι να δώσουν.
Είναι ωραίοι και πάντα νέοι και ρωμαλέοι
Μου ζητούν νερό, κρασί κι εκείνα τα τρίγωνα
γλυκά της μαμάς τα σιροπιασμένα με το δάκρυ της.

Κουβέντα ξεκινάμε κάτω από τα δέντρα.
Γύρω όλα λάμπουν κι ένας λαμπρός ήλιος
τους ραίνει με χρυσόσκονη απ' το πουγκί του.
Όμορφοι και λαμπεροί βγάζουν τότε κάτι
τεράστια μαντήλια κι αρχίζουν το χορό.
Λυγίζουν με χάρη τα σώματα τους και πάντα
άρχος του χορού είμαι εγώ.
Τους παρακαλώ να μου αλλάξουν θέση
μα ανένδοτοι αυτοί δεν παίρνουν κουβέντα.

Χαμογελούν και χτυπούν παλαμάκια
καθώς εγώ χορεύω, ένας μάλιστα κάνει υπόκλιση
μπροστά μου και μου χαρίζει ένα ολόχρυσο
δαχτυλίδι με πέτρες από καθαρό ρουμπίνι
και με ζητάει θερμά σε γάμο.
Δεν αρνούμαι τουναντίον θαυμάζω το δώρο.
Το περνώ στο μεσαίο δάχτυλο κι αυτός
μια αγκαλιά ζεστή μου ανοίγει, το σώμα
μου ερωτικά ξυπνάει, μεθύσι σωστό.
Έτσι ξεκινούν τα αρραβωνιάσματα και ένα
τρικούβερτο γλέντι με πολλά χάλκινα και έγχορδα
όργανα λαμβάνει χώρο.

Όταν ξυπνάω το πρωί ψαύω τα δάκτυλα και
βρίσκω το δακτυλίδι στην ίδια πάντα θέση.
Δεν είναι παράνοια αλλά μία πραγματικότητα
ισχυρή η δέσμευση μου με τον ωραίο νεκρό.
Έχω ακόμα την ζεστασιά στον ώμο μου από
το τυχαίο μας άγγιγμα.
Ανυπόμονη περιμένω να έρθει η νύχτα για να
τους συναντήσω, αρραβωνιαστικιά να μπω
στο χορό με ελεύθερα τα πέλματα.
Έτσι ζω μια δεύτερη ζωή λαμπερή κι έγχρωμη
γιατί οι νεκροί μου φορούν πάντα
ζωηρόχρωμα ρούχα σχεδιασμένα από διάσημους
μόδιστρους κι έχουν έναν δεύτερο δικό τους ήλιο
που ανάβει φωτιές του Αϊ - Γιαννιού στο πρόσωπο μου.

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Το ξανθό της ποιήσης αγόρι

 


Πως γράφονται τα ποιήματα με είχες ρωτήσει
όταν σε πρωτοσυνάντησα κάτω από τις κληματαριές 
και τα αγιοκλήματα.
Νοέμβρης ήταν και στο πέτρινο αλώνι του χρόνου 
είχε σκοτωθεί ο καλοκαιρινός ήλιος κι οι οργασμικοί 
χτύποι του φωτός είχαν πεθάνει κάτω από την βίτσα 
του θυμού και του πάθους.
Από μια λέξη του καημού γράφονται τα ποιήματα  
σου είχα πει κι εσύ σαν αλιέας χωρίς δίχτυα με αμφιβολία 
με κοίταζες.
Έπινες το ποτό σου κι εγώ κοιλοπονούσα του στίχου
το αρχαϊκό αλφάβητο.

Επέμενα κι εσύ με τα πετραδάκια της έπαρσης με 
πετροβολούσες, ιδίως κάτω από την μέση.
Καημό μεγάλο είχες στην καρδιά και στα χέρια μετρούσες  
με το κεχριμπαρένιο κομπολόγι της μοναξιάς
το δυσθεώρητο μπόι.
Ένοχα σιωπούσες μπροστά στο θάμβος των οραμάτων
και των επικλήσεων.
Ανοιγόσουν στης φαντασίας το λιβυκό πέλαγος χωρίς 
να βρέχεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι.
Σε παρακολουθούσα κι οι πόνοι μου όλο και πιο πολύ 
με έσφιγγαν και με παίδευαν.
Αργούσε ο τοκετός κι η γριά μαμή αναστατωμένη 
δεήσεις έκανε στους αγγέλους για το ανυπεράσπιστο παιδί.

Έβγαινες στη στεριά και ξανά την ίδια ερώτηση 
μου έκανες.
Μάζευα στοιχεία για να σε πείσω κι αλληγορίες 
έφτιαχνε ο νους για να περιγράψει το άφατο.
Ένα δίχρονο ξανθό αγόρι σου είπα που ακόμα δεν 
έχει μιλήσει κάτω από την γλώσσα του κρατά τις 
λέξεις των ποιημάτων.
Αυτό ο φορέας τους, 
αυτό το ουράνιο τόξο της ελπίδας.
Χρόνια πολλά το φροντίζω και χατίρι δεν του χαλνώ.
Γάλα το ποτίζω από το αγκαθάκι Του Χριστού που 
στην αβρή ράχη του Απρίλη φυτρώνει.
Δεν μεγαλώνει.
Δεν περπατά.
Δεν γνωρίζει το κλάμα.
Άγνωρο είναι στο πλήθος κι οι μύστες μόνο προσεχτικά 
το ντύνουν με πυγολαμπίδες έτσι που να χαμογελά και 
λέξεις νέες να εφευρίσκει. 

Σαν μουμιοποιημένο σώμα το κρατώ σφιχτά στην αγκάλη.
Καίγομαι μα δεν διαμαρτύρομαι στιγμή.
Την πυρά αγαπώ και στο αλάτι των αλυκών προσεύχομαι. 
Γελούσες παρατεταμένα κι έσκιζες το ποίημα 
που είχα γράψει με την συνδρομή του δικού μου παιδιού.
Κακοκαρδίστηκα και σε μάλωσα.
Ήταν το καλύτερο ποίημα μου, το πιο σαρκώδες σαν λόγχη
παχιά αλόης έμοιαζε.
Του έρωτα σκοτεινά είχε λόγια κι απ' τις βαθιές μαχαιριές 
του πόθου ήταν πληγωμένο μα δεν θρηνούσε.

Άφηνες τα πελάγη και με τις λεύκες ακατανόητο 
έπιανες διάλογο, δεν με άκουγες, χανόσουν.
Δεν σε καταλάβαινα και με λευκά σεντόνια ντυνόμουν.
Ακόμα και σήμερα πεισματικά το δάφνινο πατάς στεφάνι 
που την κόμη του παιδιού στολίζει και για μπάρκα προς 
το αχανές προετοιμάζεσαι να πας.
Εγώ εδώ να κοιλοπονώ το ξανθό αγόρι , να το
προστατεύω από τις σαϊτιές της λήθης και τα βαθιά πηγάδια.
Το μολύβι του ξύνω.
Τα καταφέρνω με την ανάσα μου κομμένη.
Αναμάρτητη στην κλίνη μου ξαπλώνω και ζεστό χώρο 
σου κρατώ μην με καταδιώκεις, έλα, κρασί διαλεχτό 
έχει ο αμφορέας μου.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Παραπλανημένη σελήνη



Υπάκουα, η σελήνη σέρνεται, πάνω στη τροχιά 
του Ήλιου.
Αυτός, μεγαλοπρεπής. Αλάνθαστος. Εκείνη,
βλέφαρο μισόκλειστο,
αργοπορεί να γεμίσει το μπακιρένιο ταψί της
με όνειρα μάταια.

Αρχαίες οι μνήμες, ασφυκτυούν για την αμόλυντη ανάσα
των επερχόμενων εορτών.
Ανήσυχος ο άνεμος, κακο-ορθογραφεί τα λάθη. Επιδεικτικά σφυρίζει τραγούδια ανείπωτα, διασκεδάζοντας σε ένα χορό πολύχρωμων, ξεσπιτωμένων φύλων...

Οι λευκές μαργαρίτες, της καρδιάς αλκυόνες, 
σκορπούν τα πέταλά τους
καταγράφοντας ευαίσθητες επιθυμίες 
σε ντροπαλές ώρες.

Άπειρο συναίσθημα η ζεστασιά των χειλιών σου.
Προμηνύει φθινοπωρινή ηρεμία 
στα μισά του Νοέμβρη.



Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

ΤΑ Χ Ε Λ Ι Δ Ο Ν Ι Α Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε Φ Ο Υ Ν ...

 



Κυλά ο χρόνος ανεμπόδιστος. Το ρολόι του,

δεν επαναφέρει τα σπασμένα όνειρα. 

Φτεροκοπούν, σαν τρομαγμένα χελιδόνια,

στο βάθος το απύθμενο, στην αγκαλιά 

της νύχτας, της απύθμενης.

Τα χελιδόνια, μόνο στα προσωρινά όνειρα

επιστρέφουν ...



 Γιώτα Στρατή