Στο Παρίσι κλονιζόμενος ο πύργος του Αγίου Ιακώβου
Όμοιος με ηλιοτρόπιον
Χτυπά καμιά φορά με το μέτωπό του τον Σηκουάνα και η σκιά του
γλιστρά ανεπαίσθητα ανάμεσα στα ρυμουλκά
Την στιγμήν εκείνην ακροποδητί μέσα στον ύπνο μου
Κατευθύνομαι προς την κάμαρα όπου είμαι ξαπλωμένος
Και βάζω φωτιά
Δια να μη μείνει τίποτε από την συγκατάθεσι που μου απέσπασαν
Τα έπιπλα τότε κάνουν τόπο σε ζώα ίσου μεγέθους που με
κοιτάζουν αδελφικά
Λεοντάρια που στις χαίτες τους αποκαίονται οι καρέκλες
Σέλαχοι των οποίων η άσπρη κοιλιά συγχωνεύει το τελευταίο
ρίγος των σεντονιών
Την ώρα του έρωτος και των κυανών βλεφάρων
Βλέπω να καίγουμαι κι εγώ με τη σειρά μου βλέπω αυτήν την
κατανυκτική κρυψώνα των τιποτένιων πραγμάτων
Που υπήρξε το κορμί μου
Και που την ψάξαν υπομονετικά ράμφη πύρινων ίβιδων
Όταν όλα τελειώνουν μπαίνω αόρατος μέσα στην αψίδα
Χωρίς να προσέχω τους περαστικούς της ζωής που κάνουν
ν’ αντηχούν πολύ μακριά τα σερνάμενά τους βήματα
Βλέπω τα ψαροκόκαλα του ήλιου
Ανάμεσα από την λευκάκανθα της βροχής
Ακούω να ξεσχίζεται τ’ ανθρώπινο πανί σαν ένα μεγάλο φύλλο
Κάτω από το νύχι της απουσίας και της παρουσίας που είναι
συνένοχες
Όλοι οι ιστοί μαραίνονται δεν μένει παρά μια μυρωμένη δαντέλα
Ένα κογχύλι από δαντέλα που έχει τέλειο σχήμα ενός μαστού
Δεν αγγίζω πια παρά την καρδιά των πραγμάτων κρατώ
το νήμα
Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος.
Από το βιβλίο: Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ανθολογία γαλλικής ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 195-196.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου