Σκυμμένοι ἀπὸ τὸ παραθύρι... Καὶ τοῦ προσώπου μας οἱ γύροι ἡ ἴδια μας ἤτανε ψυχή. Ἡ συννεφιά, χλωμὴ σὰ θειάφι, θάμπωνε ἀμπέλι καὶ χωράφι· ὁ ἀγέρας μέσ᾿ ἀπὸ τὰ δέντρα μὲ κρύφια βούιζε ταραχή· ἡ χελιδόνα, μὲ τὰ στήθη, γοργή, στὴ χλόη μπρὸς-πίσω ἐχύθη· κι ἄξαφνα βρόντησε, καὶ λύθη κρουνός, χορεύοντα ἡ βροχή! Ἡ σκόνη πῆρ᾿ ἀνάερο δρόμο... K᾿ ἐμεῖς, στῶν ρουθουνιῶν τὸν τρόμο, στὴ χωματίλα τὴ βαριὰ τὰ χείλα ἀνοίξαμε, σὰ βρύση τὰ σπλάχνα νὰ μπεῖ νὰ ποτίσει (ὅλη εἶχεν ἡ βροχὴ ραντίσει τὴ διψασμένη μας θωριά, σὰν τὴν ἐλιὰ καὶ σὰν τὸ φλόμο). κι ὁ ἕνας στ᾿ ἀλλουνοῦ τὸν ὦμο ρωτάαμε: «T᾿ εἶναι πὄχει σκίσει τὸν ἀέρα μύρο, ὅμοιο μελίσσι; Ἀπ᾿ τὸν πευκιὰ τὸ κουκουνάρι, ὁ βάρσαμος ἢ τὸ θυμάρι, ἡ ἀφάνα ἢ ἡ ἀλυγαριά;» Κι ἄχνισα - τόσα ἦταν τὰ μύρα - ἄχνισα κ᾿ ἔγινα ὅμοια λύρα, ποὺ χάϊδευ᾿ ἡ ἄσωτη πνοή... Μοῦ γιόμισ᾿ ὁ οὐρανίσκος γλύκα· κι ὡς τὴ ματιά σου ξαναβρῆκα, ὅλο μου τὸ αἷμα ἦταν βοή!... K᾿ ἔσκυψ᾿ ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλι ποὺ ἐσειόνταν σύφυλλο, τὸ μέλι καὶ τ᾿ ἄνθι ἀκέριο νὰ τοῦ πιῶ· - βαριὰ τσαμπιὰ καὶ οἱ λογισμοί μου, βάτοι βαθιοὶ οἱ ἀνασασμοί μου - κι ὅπως ἀνάσαινα, ἀπ᾿ τὰ μύρα δὲ μπόρεια νὰ διαλέξω ποιό! Μὰ ὅλα τὰ μάζεψα, τὰ πῆρα, καὶ τά ῾πια, ὡσὰν ἀπὸ τὴ μοίρα λύπη ἀπροσδόκητη ἢ χαρά. Τά ῾πια· κι ὡς σ᾿ ἄγγιξα τὴ ζώνη, τὸ αἷμα μου γίνηκεν ἀηδόνι, κι ὡς τὰ πολύτρεχα νερά! (ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, Β´, Ἴκαρος 1968) |
Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016
Τὸ Πρωτοβρόχι
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου