1.
Ο χρόνος σαρώνει τα πάντα μα
όλα είναι ήσυχα εδώ
που η βροχή συνάντησε την ματιά μας κάτω
απ’ τα όμορφα δέντρα.
Σεπτέμβριος.
Φύρδην και μίγδην
δυο λεπτά
και μετά
όλα και πλέουν μες τον αποβροχάρικο ήλιο.
Ακονίζει το σουγιαδάκι της η κάθε ψιχάλα
καθώς εισχωρεί στα σπλάχνα της γης.
για την συνάντηση δίκαιη..
2.
Τα βράχια τήκονται όπως τα χτυπάει η βροχή-
φθινόπωρο.
Δημητριακές φουρτούνες πληρώνουν το μάρμαρο της αλήθειας εβδομαδιαία.
Ο εορτασμός των σκιών πάνω στα πεζοδρόμια διογκώνει
την χαρά της ψιχάλας.
Ευθύτητες υγρασίας καιροφυλακτούν γύρω απ’ τα σώματα των περαστικών.
Στον αιθέρα διαφωνούν μαζικοί αντίλαλοι προτού γεννηθεί
καν μια χαρά.
Βραδιάζει- μετά βραδιάζει.
Και η πόλη νυστάζει πίσω από τα φωταγωγημένα μαγαζιά της.
3.
Αν τα μάτια σου αγγίξουν παράδεισο που έχει χαθεί
η μέρα θα ξυπνήσει αποκληρωμένη
απ’ την βαθιά περιουσία του χρόνου- κι εσύ
θα μελαγχολήσεις
πίσω από τα όνειρα,
ακολουθώντας
την ορμή της καρδιάς σου
θα στραφείς
κατά τον ήλιο που πρόβαλε,
ερωτευμένη
με τον άνεμο,
σεμνή
και σκεφτική
όπως στο άκουσμα ενός πουλιού γεννιούνται
περίπαθα λόγια,
Κι η αύρα της θαλάσσης
έρχεται
μέσα στον κήπο
που ήσουν και που ήμουν
και
που χάρισε,
καθένας μας στον άλλον,
γλυκό φιλί..
4.
Πάντα, μες στην εικόνα, τόσες εικόνες, πάντα
τόσοι υποψιασμοί μες το ίδιο συμπέρασμα.
Συγκλίνουν οι αντηχήσεις και γεννιέται άγουρη η φωνή
Που, όμως, δηλώνει συντέλεια.
Όπως θρησκεύεις αγνά και σε βρίσκει η νύχτα
Πάνω απ’ τα χαρτιά σου σκυμμένο να διανοίγεις
Μυστικά τούνελ όσο να βρεις την Αστραπή
Η το κύμα που αγγέλλεται αγνότητες του μοιραίου.
5.
Τα μάτια σου λυγίζουν σαν περισπωμένη που την κρατά ο αιώνας,
Τα μάτια σου καθαίρουν την ψυχή των ανόμων,
Φυσούν την ευφράδεια των πνευμάτων- τα μάτια σου
Κυνηγούν τον άνεμο έως εκείνος να φυλακιστεί
στα πυκνωμένα κλωνάρια των δέντρων.
Μια η μορφή σου και μια η σκιά
Που κοσκινίζει την ευθεία ως να γίνει τεθλασμένη
Μια της μελαγχολίας οι ομιλίες, κοντά
Στον ταρσανά των φτωχών- του ποιήματος κι η άλλη σημασία
Όπως την δείχνουνε αυτοί που δεν μιλούν ανθρώπινα και με θεούς των άστρων τους παρομοιάζουν…
Νυσταγμένο φεγγάρι, καταμεσίς του μικρού λιμανιού
Σκίρτησε πάνω στα νερά και ασημώθη’
Το διάβασες, το άκουσες, το είπες,
Στα ρηχά των νερών όλα κοιμήθηκαν κι είναι η απαγγελία σου ωραία!
6.
Ω παιδούλα, ω οδαλίσκη
Ακουμπισμένη πάνω στου τοίχου την ώχρα, ω
Ερωτευμένη με την λαμπερή εικόνα σου, ω
Πάθος
Αράγιστο,
που εμπλουτίζει
Την μελωδία της εικόνας σου, ω
Αμαρτύρητο κορμί, εξυψωμένο
Κι απ’ την σκλαβιά του,
Οξύμωρο,
Μοιραίο, ω
Που λατρευτικά βρίσκει λόγια- και του έρωτα ζει
Τις λεπίδες, ω
Που σε είπα και σε λέω εντεταλμένος..
7.
Βιολί ακούγεται η καρδιά σου πάνω απ’ τα περιβόλια·
Ένας αποβροχάρης ήλιος κεντά λουλουδιών ευαρέσκειες στον τάπητα του φθινοπώρου·
Είσαι λιανή και μιλάς με φωνή νεράιδας στα πουλιά,
Είσαι μια σκάλα που ανεβάζει τις νότες ψηλότερα·
Κοίλες σκέψεις χωρούν το πάθος σου όταν ο έρωτας μαίνεται σαν πυρκαγιά αδικαίωτη·
Εφευρίσκω πικρά σημάδια λύπης για να στραφώ στην αγκαλιά σου ιαματικό καταφύγιο
Που μέσα του βοά ο βοριάς..
8.
Καλή γειτονία καρδίας με φεγγάρι
Οκνηρά άστρα χαμηλώνουν όσο να φαντάζει προσιτός ο ιδεατός ουρανός
Είμαστε ανέστιοι, η σιωπή μας είναι ένα κλειδί
Που αφήνει να υπόσχεται λιακάδες το αύριο.
9.
Ψαύω το σκοτεινό κιβούρι του θανάτου
Αλλά δεν κλαίω με τις ματαιοδοξίες μου
Μια αντήχηση από φλάουτο που κλαίει δονεί τον παράδεισο
Σε βρίσκω όπου σε άφησα: στα λευκά πλατύσκαλα του καλοκαιριού
Χαρίζεσαι σε μια ατμοσφαιρική διαφάνεια
Ο χρόνος ξεσφραγίζει τα ηφαίστειά του
Μέσα του κάνουμε τάματα, κονταίνουμε και ψηλώνουμε με την ψυχή
Στον ουρανό στίγματα πόνου και λύπης ανθρώπινης
Στοιχειοθετούν αισθήματα που πετούν και σε βρίσκουν..
10.
Μαδά η κλονισμένη ελευθερία των ρόδων
Φίλτρο του ανέμου η καρδιά σου
Βάλει μες το φως
Στο κεφαλόβρυσο των οραμάτων
Η συνδιαλλαγή σου εκστατική ομιλία
Κάτω από την σκέπη της έμπνευσης
Ραγίζονται οι μνήμες- δεν υπάρχω πια
Μπαλωθιές ιδεών εγκολπώνονται ευτυχία ανείπωτη
Στην χλόη αφέθηκε η κοσμοθεωρία
Ήπιαμε την αιθρία μέχρι κόκαλο
Χυμοί πεισμάτων στόλισαν το αίμα μας
Δεν υπήρξαμε;
Στον καθρέφτη έσβησαν οι σκιές – κι απ’ τα μάτια σου
Ένας αέρας σε πήρε, αποδεκάτισε
Τα φουσάτα της θλίψης η μέρα
Ό,τι βρήκα το βρήκα απ’ τον καλόγνωμο ήλιο.
11.
Εύπλαστη γαλήνη εύπλαστη αρετή-
Ένας βράχος ποτίζει με το φαρμάκι του την θάλασσα
Ένα πουλί ζητά ορίζοντα ν’ απλώσει τα ανοιγμένα φτερά του·
Το εύγευστο ρήμα ακουμπά τον ουρανίσκο όπως ενός βερίκοκου το μέλι,
Το κορίτσι που ζει η Ελλάδα στα μάτια του, εκθέτει όμορφα τον ουρανό,
Η αξία πιο αξία και γίνεται
Όταν την καταθέτουν πρίγκιπες και οι νεράιδες που δεν μας εγκαταλείπουν-
Ενός ποιήματος όλα τα μέγιστα
Κι ες αύριον
τα πιο καλά
και
Τα πιο σπουδαία..
12.
Γλυπτές ελιές
Σαν να μιλούνε την αιωνιότητα
Ακουμπούν στον αέρα
Ακλόνητες
Όπως οι σπίθες μιας φωτιάς..
artworks : Miroslav Hak
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου