Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

ΕΡΩΣ ΕΡΩΤΑΣ (1979)



1
Κάτω απ' τις ρίζες
Των φλεβών σου
Θυμωμένος ο άγγελος
Αρπάζεται απ' τα σκοινιά
Και σε μαύρη αλήθεια
Γεννιέσαι
Εγκάθειρκτος
2
Όπως φουσκώνει το στήθος σου
Αρχίζει να καίγεται
Ή θάλασσα
Και πεινούν
Πόλεις και χωριά
Γιατί γυρίζεις αμέριμνα
Πλευρό
Στον ύπνο σου
4
Φύτρωναν μαχαίρια όλη νύχτα
Τα διαλαλούσαν μικροπωλητές
Πιο ψηλά έκαιγε τ' άστρο
Ο σκοτεινός οιωνοσκόπος
Χρησμοδοτούσε
«Ό χρόνος μαραίνεται
Έξω απ' τ' αγάλματα
Στο κρεβάτι θα σπείρετε
Αθέριστα στάχια»
17
Απ' τις μασχάλες με κρατούν
Στο ύψος σου
Ένοπλοι άγγελοι
Τους ξεγελώ
Παίζοντας με τα νερά σου
Υψώνεσαι πίσω απ' τα ψάρια
Πίσω απ' το κρεβάτι
Στο μαύρο χρόνο.
Δεν θέλω να ξαναφτάσω
Έρποντας
Στα πόδια σου
Θα σε φωνάξω και
Θα μείνεις.
21
Ανάλαφρη επέλαση των μελών σου
Πιο βαθιά πιο βαθιά
Τη γαλήνη μου διψώντας
Με το σαλίγκαρο τον εγκεφάλου σου
Να γυροφέρνει σε στασίδια εκκλησιάς
Και σε βυζαντινές τοιχογραφίες
Με τα υδρόβια σπλάχνα σου
Να ξεριζώνουν τους μύθους μου
Ενώ τη μήτρα των ιδεών σου
Τυφλωμένος ρουφώ
23
Αναστατώθηκα η πόλη
Απ’ τις συσπάσεις του σώματός σου
Και ψάχνει επειγόντως για ένα κρεβάτι
Έστω και σε προθάλαμο νοσοκομείου
Να σε στριμώξει
Ας είναι και μπροστά στους άλλους
Δεν ακούς τ’ ασθενοφόρα
Τις πυροσβεστικές αντλίες
Εσένα ψάχνουν κι ας μη το ξέρουν
Ν ’ αδειάσει πάνω σου
Η πόλη τα υγρά της
Ν ’ ανακουφιστεί
Κι ήρεμη να περάσει
Στο βραδινό της θάνατο
Κι, εσύ που κυκλοφορείς ανυποψίαστα
Μέσα της
Με το καθημερινό ρούχο
Τα διατεταγμένα αισθήματα
Πώς δεν ένοιωσες την πόλη
Που σ ’ έχει ερωτευτεί
Και τρέχει σαν τρελή
Πάνω κάτω
28
Εσύ το νερό της βρύσης
Το ποίημα κι η μετάφρασή του
Η γλώσσα και η πλήξη
Το τραίνο και το φίδι
Ο Πόε κι η Βιρτζίνια Γούλφ
Το γράμμα και το σπίτι
Η εύρεση κι η αναμονή
Ο Χριστός κι η Παναγία
Εσύ εμείς
Εσύ αυτός
Εσύ αυτή
Εσύ ο άλλος
Εσύ αυτοί κι εσείς
Εσύ λιπόθυμο μαντήλι
Δείπνος εορταστικός
Μαχαίρι στη θήκη του
Αλυσίδα στα χείλη μου
Θήκη στον αέρα
Τα χείλη μου στο χώμα
Φύλλωμα και
Εσύ εγώ
Εσύ εσύ
32
Όπως η πόλη κοιμάται
Το σώμα σου διαστέλλει τους χτύπους της
Πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα
Πυροβολούν τα δέντρα
Εγώ στο άλλο δωμάτιο
Ετοιμάζω ταξίδια με μαύρα -γάντια
Οι νεκροθάφτες παραμονεύουν
Τη φωνή σου
38
Με λοστούς στα πλευρά
Στη μήτρα σε καρφώνω
Του χρόνου
Έτσι κι αν όλα σε δείχνουν
Κανείς δεν σε βλέπει
Μένει ο υποψήφιος δικτάτορας μόνος
Μ ’ ένα κοντό σκοινί
Να μετρά το ύψος τ’ ουρανού
Το ίδιο όπως τα χέρια σου
Μπερδεύουν τις επιφάνειες
Των σωμάτων
Τα χέρια σου που κάποτε
Θα σ ’ αφανίσουν
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Δεν υπάρχουν σχόλια: