Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ..,

 ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ (7/9/1935-1/1/2019)

ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ (2015)
ΜΙΚΡΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Άοσμα ψυχρά ρόδα και τριαντάφυλλα του Χειμώνα
δεν έκλεισαν οι πληγές ανατριχιάζουν ακόμη
— αλλάζει ό καιρός ό κόσμος αλλάζει έλεγε
συλλογισμένος μα δεν το πολυπίστευε•
και τα πουλιά συλλογίζονται στο ύψος τ' ουρανού
τελώνια σε λίγο δαιμονισμένα μάγια φυσούν παντού
αλλοπαρμένος πανικός στον δρόμο για τον χαμό
τρελαίνοντας τον οι απουσίες των προηγουμένων
σχεδόν αίνιγμα εγκώμιο χαρμολύπης
εφτασφράγιστο μυστικό το πορτοκάλι
κάτω από τα πέταλα των άλογων (της Επανάστασης).
ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ
Κάτω απ' το προσκέφαλο υπάρχει ό θάνατος (λένε)
μην τα πιστεύεις με τα όνειρα σαλπάρισε εσύ
να θυμάσαι τ' ανθισμένα κλώνια των δέντρων
την οργισμένη βουή του δάσους και τη βροχή
που αστέρια γεννάει φιλώντας το ποτάμι
εσύ
μη λησμονήσεις το πάλλευκο χιόνι στο μέτωπο
του σκοτωμένου τη χαραμάδα πού ονόμασαν ελπίδα
εσύ
ξένος εξόριστος στη χώρα πρόσεχε
τον ανώνυμο βυθό της μνήμης
το συχνό ψέμα της αλήθειας
τις στάχτες πού τραβούν τη φλόγα σβήνοντάς την.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΑΥΜΑ
Την Ποίηση έχουν ανάγκη
και η μέρα και η νύχτα.
Σαλεύουν τα φύλλα στο αεράκι όπως
μικρό γιαβρί ζητάει τρέμοντας
τροφή από τη μάνα·
αλίμονο
πόσον άραγε κρατάει το νήπιο ευτυχία
— Καλότυχος εσύ
που αντάμωσες το θαύμα!
ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Κάθετο σίδερο από τον ουρανό προς τη γη
τρέμει με την ελάχιστη περαστική πνοή•
με τον έρωτα της Ποίησης και τις αγωνίες του
παλεύοντας αμέτρητα χρόνια• απορώντας κυρίως
με το λησμονημένο ήθος και τους πολλαπλούς
άγριους θανάτους έξω από το μάρμαρο της πόρτας
— κάπου μακριά
στην άκρη του τραπεζίου
χαίρεται τούς άλλους φίλους πίνοντας κρασί
(με φωτεινά παράθυρα συνομιλώντας).
ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ (2015)
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ, το δάσος των λέξεων που απλώνουν
κλαδιά στον ουρανό και στο χώμα, που δηλώνουν
πράγματα-ιστορίες-ανθρώπους είναι απέραντο.
Όσο βαθύτερα σκάβεις τόσο ανοίγεται
ο κόσμος πολεμώντας τη μαύρη στάχτη του
θανάτου.
Μέλημά σου τα χνάρια τής Ποίησης να
επιβιώσουν όσο γίνεται μακρύτερα στο μέλλον.
* * *
Η ΛΕΞΗ, χώμα και άμμος και σίδερο και ξύλα
και αμόνι και σχήμα, προσδιορίζει και κυριολεκτεί
στην Ποίηση κυρίως. Μαζί με τον ρυθμό,
τα όνειρα, τα πάθη και τις ουτοπίες.
* * *
ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ είναι πιο δυνατή από τον
Ποιητή. Όσο ταλαντούχος κι αν είναι δεν μπορεί
να υποτάξει πλήρως την Ποίηση. Δεν μπορεί,
τελικά, να την υπερβεί. Κάτι περισσεύει.
Εκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκώς, κρατάει
για τούς μεταγενέστερους την αναμέτρηση.
Την ίδια αναμέτρηση με τούς προηγούμενους
«μαχητές» και με τα ίδια αποτελέσματα. Ωσάν
η Ποίηση να μην έχει απτό χρόνο. Γράφεται, θαρρείς,
για το πριν και για το μετά. 'Άχρονη - και
όμως παρούσα.
ΣΑΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:
Το Ποίημα η απόλυτη Ελευθερία.
ΤΑ ΛΥΤΡΑ (2012)
ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Γέρος ανίκανος βόλτα στο σούρουπο
παρατηρούσε σιωπηλός τα χαμηλά πουλιά
τα μαραμένα χόρτα πού φάνταζαν
στο νου του πράσινα λιβάδια.
Με δυσκολία βάδιζε αποκαμωμένος
μόνος στον κατήφορο του· μα όχι!
μαζί του και η σιγαλιά καί τά τριζόνια
πού ξεμύτιζαν νωρίς και τα μικρά
κορίτσια πού έτρεχαν γελώντας πάνω κάτω.
Στη στράτα λησμονήθηκε πώς να γυρίσει πίσω;
Τρέχει το γέλιο τρέχει το δάκρυ το πένθος σιωπά
κουρέλι στην άκρη που ντύνει η γύμνια
και το κρύο· πώς λαχταρούσε από ’δω να περάσει
η αντίστροφη πορεία και η ανατροπή της!
ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Το καλοκαίρι ακόμα στα Βοδενά περιοχή Καταρρακτών
κάτω από τα πλατάνια τέσσερις νέοι άντρες σχεδόν
(ωραία πλανεμένοι πικραμένοι από νωρίς)
ατενίζουν ανυποψίαστοι την Αθανασία.
Βοηθάει η δροσιά του ποταμού συντρέχει και το ουζάκι
με τον ψιλομεζέ στο τραπέζι κρύβοντας επιμελώς
τις πληγές του καθενός από την προηγούμενη δεκαετία·
είναι ο Σταμάτης ο Χρηστός ο Μάρκος και ο Γιόχαν ο γιος
του νεωκόρου στον Άη Δημήτρη —
λησμόνησε όλα τ’ άλλα!
Ποιος νεκρός λοιπόν ποιος επιζών
ποια λύτρα και ποια τα όβολα της Λίμνης;
ΝΥΧΤΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ
Στο ξέφωτο τούς ρήμαξαν·
πίσω το βλέμμα τα βήματα πίσω
στο μαύρο δάσος τα ζώα που κρύβονται χορεύοντας με τους νεκρούς
— απ’ το βουνό ψηλά κατέβαιναν τη χαράδρα· ήτανε Μάης
πουλιά κι ανθοί και φως τρικύμιζαν στον αέρα· ευωδιά χαρμολύπης
ή προσδοκία αμφίσημη όταν
πέρασαν από ’κει και λίγο πιο κάτω στους λάκκους
τούς πυροβόλησαν στο κεφάλι.
Κρύο ανατριχίλα αεράκι παγωμένο τώρα πρώτη νύχτα στο χώμα
τώρα ο χορός· των νεκρών ο χορός.
ΔΗΘΕΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Μοναδική του ηδονή το σήμερα·
με το φως του ήλιου και θάλασσα βαθιά γαλάζια
χελιδόνια που δίνουν την τροφή στον αέρα
τιτιβίζοντας ευχαριστημένα σήμερα·
με το νέο δάσος και το χορτάρι και τα ζωντανά
μέρα νύχτα και με φεγγερή σελήνη πολεμούν
οι αλλόφρονες ενάντιοι στους άλλους πλανήτες
για το χρήμα το ματαιόδοξο το θανατηφόρο σήμερα·
εφτά του Αυγούστου ημέρα Τρίτη, στον τροχό του Χρόνου
το έτος 2007 μετά Χριστόν — κι εσύ μόριο φευγαλέας
σκόνης· ένα τίποτε.
ΕΛΕΓΕΙΕΣ (2004)
ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ...
Άγρια λαφάκια βιτούλια πουλάρια ποδοβολητό
δέντρα μακρινά και θάμνοι μα πιο κοντά
ένα με τη σιωπή τα φιλιά σου.
Τί πέρασες τί πέτυχες πόσο σε θανάτωσαν οι αρνήσεις
με τα παλιά μου ρούχα θα πεθάνω
είπες·
κι άπραγος σαν ήλιος απογευματινός στον τοίχο.
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Σαν μέρα λαμπρή ακόμη ο ήλιος και
τα σκασμένα ρόδια κατακόκκινα στο πλάι·
γλυκό το απομεσήμερο· στο κενό· μα στο χωριό
πάλιν όλοι· και η Τέτα και η Φανή και η Κωνσταντούλα·
και τα βουνά και τα γελάδια στις κοιλάδες
μακριά πολύ μακριά τα πρόβατα
(όλες οι σκοτωμένες ψυχούλες).
Λευκό
να και το φεγγάρι
ανατέλλει!
ΣΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΗΦΟΡΑΣ
Γύριζε ο καιρός οι μέρες στον δρόμο ασήμαντες τάχα
πλατάνια ανωνύμων αιώνια κρεμασμένα
μουσική των νερών ασίγαστοι χοροί
τάφοι παλιοί και νεκρόδειπνοι ψυχών μα το αεράκι
αναστημένο όταν ο δυόσμος ευτυχούσε στους ήχους
της ανηφοριάς θαρρείς φίλια νεύματα εάν τύχαινε
οι κακόμοιροι θνητοί κάποιο άλλο κορμί αγαπημένο
ν’ ανταμώσουν· κοντά ήσαν τα βουνά στις πλάτες πάλι
και οι αλήθειες κάτω από τη γλώσσα — στιγμοΰλες
ψέλλιζαν λίγο, μετά
μαύρες
στη λησμοσύνη.
ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ
Αμ δεν χρειάζεται να ξεύρω πράγματα πολλά·
προτιμώ να αισθάνομαι τον αέρα το νερό
το χώμα τα χρόνια τις Εποχές — ψυχή μου!
(Ψυχή μου πίσω σέ πήρα από τον θάνατο.)
Έστω
καρτάλι κουρασμένο με την οσμή στο ράμφος
το στασίδι του αναζητώντας
λίγο πριν σκοτεινιάσει.




Δεν υπάρχουν σχόλια: