Ξημέρωνε
μια μέρα που
σκιές παγωνιών πηγαινοέρχονταν στο
πνεύμα αργά, καθώς το
φέγγος ηλιόλουστου νερού
στον τοίχο
Απομεινάρια
παραδείσου πες, μπολιάζοντας με
το ρυθμό μιάς
ήμερης θάλασσας το
βλέμμα που δεν
ξόδεψε τον ουρανό
καταπώς του έπρεπε
Τώρα
που τα βράχια
φαγώθηκαν απ’ το άρρωστο
νερό και δεν
έχει σημασία το
ξημέρωμα ή ο
ύπνος μήτε το
δόρυ που δε
βρήκε στόχο κι
ένιωσε τη μοναξιά
μακριά απ’ το αίμα.
Ύφανες
με το γέλιο
σου ένα μαντήλι
και τύλιξες τη
μέρα∙
κολυμπώντας μ’ άθεες προσευχές
στο καταπράσινο φύλλωμα
προς τα παρθένα
νερά του ήλιου.
Ορκίσου
στη λάμψη των
κίτρων! Ορκίσου στη λάμψη
των
σωμάτων που αλέθονται
και φάε αυτόν
τον μοναχικό κιμά
γελώντας που σου
πέφτουνε κομμάτια απ’ το
στόμα.
Δε σου ζήτησα
εγώ να ξεριζώνεις
κορμούς απ’ το πνεύμα
σου,
δεν σου ζήτησα
να πάρεις χώμα
με τα δυό
σου χέρια και
να σβήσεις τον
ουρανό
Ορίστε
η ανταμοιβή σου, η
φωτιά. Ορίστε το βάσανο
σου
Άγιε Κριτή. Όχι, όχι εμένα, εκείνον βοήθα
Στεφανωμένη, τον
Άγιο Κριτή, εγώ σώζω
κειμήλια μες στη
θύελλα και φτιάχνω
καινούργια όταν ο
καιρός ημερεύει.
Απάντησέ μου, είν’ αυτή
η μουσική σου ; Το
περιστέρι που
ψυχορραγεί μέσα στις
στάχτες παρακαλώντας για
το φως τα
χέρια που τραβήχτηκαν
αργά απ’ το νερό, φωνάζοντας
ονόματα, απάντησέ μου! Το γέλιο
που απλώνεται πάνω απ’
το
κλάμα είναι
η μουσική ;
Ναι, είσαι
λίγος· κι ο ουρανός
σε λιγοστεύει περισσότερο.
1 σχόλιο:
Αντέχει όλες τις Απαντήσεις
στις Ερωτήσεις του
ο Ποιητής?......
Δημοσίευση σχολίου