Τώρα
που ξανανοσταλγείς την
αρχαία σου σάρκα
Και
ξυπνάς με γερασμένα
χέρια στους καθρέφτες
Έχοντας
ακούσει απ’ το βάθος
του κρέατος το
γέλιο των εραστών
και τους στεναγμούς
Τούτα
τα σώματα που
έχουν μέσα τους
τη λαλιά της
θάλασσας
και δεν το
βλέπουν
Δέξου ν’
απιθώσεις μια χάρτινη
βάρκα στον κόρφο
τους, και θα
σκιρτήσουν νιώθοντας τι πα’
να πει
νερό
Αυτοί, που
’μάθαν την αιωνιότητα
καθώς τους έτρωγαν
ζωντανούς
τα θηρία
Αυτοί
οι πεθαμένοι που
αισθάνονται το κρύο
και τη σιωπή
της
δικιάς σου πέτρας
Εκείνοι, που
το φως των
αγαλμάτων δεν τους
είναι ξένο.
Μ’ ένα
χορό φοιτητριών, κι ανάμεσα
σε λεμονόδεντρα και
γλυπτά,
ψάξε για τον
πρώτο στίχο
Μιάν
ευδία ζωγραφιστή σ’ ένα
πιθάρι, ένα τζιτζίκι ακούγοντας
Μη
μπορώντας όμως να βρεις το
καλοκαίρι
Κρύβοντας
την πρώτη λέξη
στο αμίλητο αίμα.
Τα
κύματα αποκοιμιούνται στην
αγκαλιά σου·
ένα λυχνάρι σε
κάνει να σκέφτεσαι
τα σύννεφα που
φύγανε
Το
ψιλόβροχο που θυμίζει
τους χαμένους φίλους
Και
δεν είναι λίγη
ανταμοιβή το πεύκο
Να
μπορείς να το
διαβάζεις καθώς τα
μάτια που σε
κοιτάν με
προσμονή
Να
μπορείς να σκέφτεσαι
τη μοίρα του
κάθε ανθρώπου ξεχωριστά
Το πως γεράζει
μια όμορφη γυναίκα
με φιλιά σκιές
φοίνικα να
περνάν απ’ το πρόσωπό
της
Τ’ αναποφάσιστα
βήματα τόσων ποδιών, τα
νεύματα χεριών που
έσφιξες και λύγισε
ο ορίζοντας
Και τα ρούχα
για την κάθε περίσταση, διπλωμένα τώρα, χωρίς
φωνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου