Ξυπνούν τα βράχια και με λίγο μάραθο στην κορυφή τους
Νίβουν οι άνεμοι.Πρωί μιας από πριν χλωμής
χαλκογραφίας
Τα δάπεδα κοιτούν κατάματα μέσ΄από της θαλάσσης
τις ψηφίδες
Λείο και στρογγυλό τ΄Αβάθυστο τα βότσαλα του
Βαγιανού
Και με τη μόνη εκκλησούλα η Σύρνα
Τινάζεται στον ύπνο της η γη κι ανώνυμα σκορπά μικρά
Ζωάκια να βοσκήσουν.Μίλια μετρούνε πλοηγοί κι εσύ
Βουτάς τα πόδια σου στο αχανές γαλάζιο της ανάσσης
το χτένι πάρε το
Τρεις όρμους που έσμιξε και τρεις χρησμούς
Τον μαύρο τον τραχύ τον αργοπορεμένο.Που εδώ
ονομάζουνε Γυαλί
Και κλέινουνε τα βλέφαρα εργάτες νέοι ενώ ακόμη πελεκάνε
Φως σ' ένα λευκό διάτρητο γύρω παντού ορυχείο.Ηχώ
Από τέσσερα κοφτά καράβια που΄τανε νησιά
Και τώρα μες στο μέλλον μεταφέρουν κοβάλτια μπλε
Μπλε των παιδιών βαθύ της νύχτας μπλε
μπλε του Οδυσσέα.
********
Ξέρει του πόντου ο νους μου λες και γαλουχεί τα πλοία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου