Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ (1926–1990),

 

 

Ὁ Σολωμὸς στ᾿ ὄνειρό μου

Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου κλεισμένος
ὁλοῦθε ἀπ᾿ τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου στοὺς οὐρανοὺς
ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος μαυροντυμένος
μ᾿ ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι στὴν παλάμη
ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη πλάι του σ᾿ ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνεια
καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῷα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα
μ᾿ ὅλες τὶς ἀχτίδες τὴν ἀγαπημένη τοῦ πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμό της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες ὡς τὰ κοράσια
ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἔρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα
κ᾿ ἕνας σκύλος ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ
τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἔσφαζε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες

 

Αἰώρηση

τοῦ Θάνου Κωνσταντινίδη

Στὸν οὐρανὸ οἱ δυνατότητες
εἶναι μόνο συναρπαστικές.
Καθὼς κρεμόμουνα στὸν ἀέρα
κρατημένος ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο
σὲ μυθικὴ ὀθόνη τῆς φαντασίας
παρατηροῦσα τὶς τιμὲς
τῶν στοιχείων τοῦ αἵματός μου
κι ἄκουγα μία ἐκθαμβωτικὴ μουσικὴ πράξη
σχεδὸν ἐξωανθρώπινη
πρὸς τ᾿ ἀριστερὰ στὸ γεωγραφικὸ χάρτη
στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται τὸ βουνὸ Τρόμος
τυλιγμένο πάντοτε μ᾿ ἀστραπὲς
καὶ ἔκπαγλες καταιγίδες.
Ἐκεῖ ἀνέβηκα μία φορά.
Ἐκεῖ πρωτάκουσα τὸ τραγούδι
ποὺ ἔλεγε ἀνήκουμε στὰ νερά.
Κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη ἔλαμπε ὁ Ἐκκλησιαστής.
Ἀπὸ καιρὸ γνώριζα πὼς τὸ αἷμα
περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο
ποὺ δίνεται μὲ σημάδια
στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ πλήρη ἀσυνέχεια.
Μήπως ἡ κυκλοφορία; -
διερωτήθηκε ὁ λαμπρὸς Καὶ αἰφνιδίως
ἦρθε στὸ μυαλό μου ὁ Λεονάρντο
ποὺ ἤξερε θεσπέσιες εἰδήσεις ἀπ᾿ τὸ σῶμα.

29 Αὐγούστου 1990


 

Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει

Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.

 



Γυναῖκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας

Εἶσαι μία ἤπειρος τοῦ στήθους ἀπ᾿ τὸ βάθη τῶν φυλῶν
εἴσαοι πλανόδιο σὰν τὸ φεγγάρι
ὁ πόνος εἶναι πλόκαμος κ᾿ ἡ ἀγάπη σου ὑδράργυρος
γυναίκα, πεῖσμα τῆς Ἀσίας.
Ὅταν ἀφήνεις ἕνα βλέμμα στὶς κοιλάδες νὰ ὡριμάζει
καθὼς οἱ ἄνεμοι τὸ ταξιδεύουν ὡς τὰ ὕψη
νέμεσαι κλαδιὰ καὶ χύνεις δηλητήρια μέσ᾿ στὸ φεγγάρι.
Μόνη σὰ φόνος κατοικεῖς τὴ συνείδηση
συνωμοτώντας ἀντίκρυ στὶς θεότητες τῶν πουλιῶν
ἐσὺ μὲ μαῦρα ποταμικὰ μαλλιὰ
ἐσὺ πάλι καὶ πάλι μὲ σκοτεινὰ μάτια.
Λέω στὸν ἥλιο νὰ σταθεῖ χωρὶς τὴν ἀγαθότητα
σχίζοντας τὸ μεγάλο χρῶμα τοῦ ὀνείρου
στὸν ἥλιο νὰ σὲ πολεμήσει μὲ βοερὸ θειάφι
καὶ νὰ γκρεμίσει ὅλη τη θύμηση ποὺ μὲ παιδεύει.
Νὰ οἱ καιροὶ στὰ βήματά σου μ᾿ ἔφεραν
οἱ φυτικοὶ δεινόσαυροι τὰ οὐράνια πλάτη
μιὰ δέσμη χαλαρὴ τοῦ αἵματος ἕτοιμη νὰ σκορπίσει
τότε ποὺ φώναζα δίχως ἀπόκριση: Θέλω νὰ γίνω γαλάζιος.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ θάνατο
μὲ πορφυρὲς ἀνταύγειες ἀπ᾿ τὰ μέλη
ρώτησα μὰ δὲν ἔμαθα ποὺ βρῆκες τὸ σκοτάδι
σὲ μυστικὰ ρυάκια κλειδώνεις τὸν ἦχο σου
μόνη μὲ τὴν ἐκρηκτικὴ φωνὴ τῆς σιωπῆς.
Ἦρθες νὰ μείνεις ὡς τὸ μακρινὸ χάραμα
σώματα πέρασες ἀκόμη ταξιδεύεις.
Ἐγὼ δὲν ἔζησα κ᾿ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Ἀττικῆς εἶν᾿ ὅλο τὸ ταξίδι μου
Σὲ τόσους καημοὺς τραγουδώντας
δὲν ξέρω τ᾿ ὅπλο τῆς λησμονιᾶς.

 

Μαγιακόφσκι

Ὡραῖος ἀπ᾿ τὴ θύελλα τῆς βιομηχανίας
ἀεροπόρος τῶν ἡλιόλουστων ἡμερῶν
μεγάλο δάκρυ
ποὺ κατεβαίνει ὡς τὰ χείλη
γιὰ νὰ καίει τὶς ἀθάνατες Μαρίες
ὁ Βλαντιμίρ.
Ἴσως ἔπρεπε πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἔνδοξη ταφὴ
νὰ φωτίζεται μὲ προβολεῖς ὁ νεκρός του.
Ἴσως ἀξίζει νὰ τὸν βλέπουμε σὰν καταρράκτη
ἀνάμεσα στὴν ὁρμὴ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ στὰ δάση.
Ἴσως ἔπρεπε νὰ διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἐπίασε τὴν παλιὰ Ρωσία ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ
καὶ τὴν ἔστειλε στὸ διάβολο
θρυμματίζοντας μία κιθάρα στὸ κεφάλι της.
Μ᾿ ἀρέσει ποὺ δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ
γιατί δὲν ξεχώρισε τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ποίηση.
Μ᾿ ἀρέσει γιατὶ στάθηκε στὸ ὕψος του
ὁ Βλαντιμίρ.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδινε στὸν Κουτούζωφ
τὴ μυστηριώδη δύναμη.
Αὐτὸς εἶναι ποὺ σκύλιαζε πραγματικὰ
γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸς
ἔλαμπε στὴν κατάλευκη ὁρμὴ τοῦ Οὐλιάνωφ.
Ἀπ᾿ τὴν ἄγνωστη χαραυγή μας, ἀπ᾿ τὰ σπήλαια,
ἔτσι δείχνουν τὰ πράγματα.
Ἡ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ προσχωρήσει μαζί του
ὁλάκερη καθὼς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων.
Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς.
Ἀπ᾿ τὸ βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλὰ στὴ νύχτα
κι ἀπ᾿ τὴ βαθειὰ εἰρήνη τῆς σιωπῆς του
ἔβγαινε ὁ καπνὸς τῆς μέσα μάχης. Ἂς εἶναι λοιπόν…
Ἂς εἶναι κι ὁ Βλαντιμὶρ ἕνα σύμβολο
ἀνοιχτὸ στὴν εὐτυχία.
Δὲν ξέρω, βέβαια, τί εἶναι εὐτυχία.
Γνωρίζω ὅμως τὸν ἀγώνα γιὰ δαύτη.
Δὲν ξέρω τί κρύβει ὁ ἔρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πὼς εἶναι οἱ ἑξήντα τέσσερες ἄνεμοι.
Γνωρίζω πὼς εἶναι ὅλες οἱ ἀνατολὲς τοῦ ἥλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!

(Δημοσιεύτηκε στὴν «Ἐπιθεώρηση Τέχνης», τ. 146, Φεβρ. 1967, σελ. 133)

 

Διάλογος πρῶτος

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

 


Ἡ εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας

Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βράδια νὰ γυρέψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος
κι ὅπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ εὐωδιάζουν τὰ σπλάγχνα κι ἁρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αἴσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ἕνα τίποτα ἕνα χορτάρι φέρνοντας ὅλη τὴν εἰρήνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα ἡ μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπόδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀέρα
ψηλὰ στὸ δέντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιόμενο πέρα στὴ δύση.
Ἂ τί φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τίποτα κι ὁ ἀόρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ κόκορα.

 


Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου

Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες -
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.

Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα - καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου...
Μὲ τὴ χάρη σου ζῶ τὴν πρώτη λύτρωσή μου.

 


Ἡ Ὀρθοδοξία

Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων
ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ
ροῦχα ποὺ τ᾿ ἄδραξεν ἡ γαλήνη καὶ δὲ γνωρίζουν ἄνεμο
βαθιὰ τὸ ἐλέησον ἀπ᾿ τοὺς ἄυλους βράχους
τὰ μάτια σὰν καρποὶ εὐωδᾶτοι.
Κι ὁ ψάλτης ὁλόσωμος ἀνεβαίνει στὸ πλατάνι τῆς φωνῆς
καημένε κόσμε
θυμίαμα ἡ γαλάζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημένιος
κερὶ νὰ στάζῃ ὁλοένα στὰ παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σὰ βγαίνουν - ὢ χαρὰ πρώτη - μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὶς λαμπάδες
κ᾿ ὕστερα ἡ μεγάλη χαρὰ νὰ συντροφεύουν τ᾿ Ἅγια...
Ὁ παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ᾿ ἄσπρο του φελόνι
καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα
χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πὄχει ἡ ὀμορφιά!...

 


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikos_karoyzos_poems.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια: