Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Θέμελης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Θέμελης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Ερημία



Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ' όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ' τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ' τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιεις νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά-σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.


Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Πάσχα των Ελλήνων

Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα
Πάσχα της αγάπης Πάσχα
Πάσχα των αγγέλων

Ήλιος κι ανατέλλεις
Πάσχα μέγα Πάσχα
ήλιος φωτοδότης
των Ελλήνων Πάσχα

Από το έργο Ηλιοσκόπιο (1973)

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Μαθητεία

Μαθαίνεται η Αγάπη,
Μαθαίνεται από μέσα, αποστηθίζεται.

Όπως η θλίψη, όπως η έκσταση.

Τ' άφωνα ψάρια δεν πηγαίνουν
Σχολείο να μάθουν τη σιωπή,
Την εκθαμβωτική θαλάσσια αγάπη
Μες σε βαθειά κρησφύγετα.

Τα ερωτικά πουλιά δε μελετούν
Μαθήματα αγάπης∙ δε γράφουν
Τις τέσσερες πράξεις της
Στις πλάκες τους οι πεταλούδες.

Ίσως μονάχα οι Άγγελοι να μαθαίνουν
Λέξεις, ονόματα, κομμένες συλλαβές,
Συλλαβίζοντας τον έρωτα μες στην ουράνιαν ερημία.

Ίσως να ξέρουν καλά τη σιωπή της Αγάπης,
Τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων.

Αυτή τη γλώσσα, αυτή τη Μουσική,
Αυτή μαθαίνουν τα δάχτυλά μου.

Τα δάχτυλά μου, τα χείλη μου, τα έκπληχτα μάτια.

Από τη συλλογή Το Δίχτυ των ψυχών (1965)

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

«Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο

«Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δύο
τη μια πλευρά μου τη μια φτερούγα μου
και είμαι μια στάλα αίμα στα χείλη σου
ένας αγέρας στα δάχτυλά σου

Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
Μισό κορμί μισο κομμένο όνειρο

Μ' έκοψαν και μ' άφησαν να ζω
με την πληγή μου με την αγάπη μου
κι είμαι μια πίκρα μέσα στα μάτια σου
ένας αγέρας μες στα μαλλιά σου

Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω
μισό κορμί μισο κομμένο όνειρο

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Γυναικεία ονόματα

Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν' απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κ' η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κ' η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κ' η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ' αηδόνι, και το ψάρι.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Άφησε να κοιτάξω

Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Στην ήρεμη αστροφεγγιά που κοιμούνται οι άνεμοι
Στους βράχους στα νερά στις όχθες που αναπνέουν
Στην ήρεμη αστροφεγγιά περπατεί ένας ήσκιος
Γνώριμος ήσκιος τον βλέπουνε τ' άστρα μονάχα
Και τα όνειρα που δοκίμασαν ομορφιά και τρόμο
Δεν ακούς τα φτερά που διπλώνουν τη λησμονιά τους
Το κύμα πεθαίνει στα πόδια μας μετρώντας
Τους αιώνες της θάλασσας της καρδιάς μας τους χτύπους
Τα πλοία δεν κινούνται κρεμάστηκαν στο βλέμμα σου
Τα μάτια περιμένουν τον ήλιο σου για ν' ανοίξουν
Τα δροσερά τους πέταλα από φως και θλίψη
Κυνηγώ τη σκιά σου ανάμεσα στα σχήματα
Αναζητώ το χέρι σου από άστρο σε άστρο
Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Σαν το φεγγάρι που κοιτάζεται στον ύπνο ενός παιδιού

***

Εγώ κι εσύ - πολύ μακριά μέσα στη νύχτα -
Σκοτεινοί είμαστε σα δυο παράθυρα της πυκνής βροχής
Εικόνες θαμπές από χλωμούς φεγγίτες και σκοτάδι
Σε ποια γωνιά ποια μάτια θα μας φωτίσουν
Πόσα φεγγάρια θα σταθούν και θα μετρήσουν τη νοσταλγία τους
Στην ασημένια σκόνη που πεθαίνοντας θα τινάξουν οι μνήμες
Δε μας μένει παρά η βοή το ποίημα που μας κράζει
Μέσα στον κίνδυνο που σκορπάει η θάλασσα στην καρδιά των βράχων
Κάτω απ' τα χέρια που έσμιξαν τη μακρινή τους λάμψη
Κάτω απ' τα χέρια τα σπαθιά που φυλάγουν το θάνατο

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)