Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Dylan Thomas. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Dylan Thomas. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Όταν ξύπνησα

 – Μετάφραση: Μαρία Ανδρεαδέλλη

Όταν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια και καμπαναριά
Δειπνούσαν πλάι στο συσπειρωμένο πλήθος,
Τα άσωτα ερπετά σε πυρά,
Οι φθοροποιοί και διώκτες του ύπνου,
Η πλαϊνή θάλασσα διασκόρπιζε
Βατράχια και σατανάδες και γυναικεία χαϊμαλιά,
Ενώ εκεί έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι ,
Λουσμένος στο αίμα του,
Πετσόκοβε το πρωί,
Ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
Με τη μακριά γενειάδα από κάποιο βιβλίο,
Ξέσκισε το τελευταίο φίδι
Σαν να ήταν βέργα ή κλωνάρι,
Με τη γλώσσα του βγαλμένη σαν φύλλο τυλιγμένο.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός στο κρεβάτι, καλό και κακό,
Μετά από μια διαδρομή νερού στο πρόσωπο,
Την επιθανάτια-τρεκλίζουσα σκόρπια-ανάσα
Μαμούθ και σπουργίτια
Στη γη των πάντων.
Εκεί που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα και οι βάρκες σαν πάπιες
Άκουσα, αυτό το πρωινό, ξυπνώντας,
Παρά τους θορύβους της πόλης
Μια φωνή στον σηκωμένο αγέρα
Δίχως να είναι προφητεία προγόνων,
Να φωνάζει ότι η θαλάσσια πόλη μου καταστρεφόταν.
Δεν υπάρχει Χρόνος, έλεγαν τα ρολόγια, κανένας Θεός, χτυπούσαν οι καμπάνες,
Τράβηξα το άσπρο σεντόνι πάνω από τα νησιά
Και τα νομίσματα στα βλέφαρά μου ήχησαν σαν κοχύλια.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

ΙΔΙΩΣ ΟΤΑΝ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ Ο ΑΝΕΜΟΣ









Ιδίως όταν του Οκτώβρη ο άνεμος
Με ξυλιασμένα δάχτυλα μού τιμωρεί στην κεφαλή την κόμη,
Εγώ, απ’ τις δαγκάνες πιασμένος του ήλιου και περπατώντας καμένος,
Ίσκιους ρίχνω καβουριού στων χωραφιών τη ράχη,
Στο γιαλό από δίπλα, κι ενώ στριγκλιές ακούω των πουλιών·
Κι ακούγοντας του κόρακα το βήχα στα χειμωνιάτικα κλαριά,
Η ταλαίπωρη καρδιά μου, που ριγεί όταν μιλάει,
Των συλλαβών το αίμα χύνει πάντοτε, άμα στύβει λέξεις.


Έγκλειστος, επίσης, σ’ έναν πύργο λέξεων διακρίνω
Στον ορίζοντα να περπατούν σα δέντρα
Τα λεκτικά των γυναικών τα σχήματα, και οι σειρές
Των μικρών παιδιών στο πάρκο με χειρονομίες άστρων.
Κάποιοι μ’ αφήνουν να σε φτιάξω με φωνήεσσες οξιές·
Κάποιοι άλλοι με φωνές βελανιδένιες· κι από τις ρίζες
Πολλών άλλων βγαίνει μια κομητεία αγκαθερή και σού υπαγορεύει νότες,
Όσο κάποιοι άλλοι μ’ αφήνουν να σε φτιάξω με λόγια υδάτινα.


Το εκκρεμές πίσω από ’να βάζο με φτέρες
Μου λέει της ώρας τη λέξη, των δε νεύρων το νόημα
Πετάει προς τον αχτιδοφόρο δίσκο, το πρωί για ν’ αναγγείλει
Λέγοντας τους ανέμους του καιρού στης ανεμοδούρας τον κόκορα.
Κάποιοι μ’ αφήνουν να σε φτιάξω μέσ’ απ’ των λειμώνων τα σκόρπια σημεία·
Η σημαίνουσα χλόη, που μου διηγείται ό,τι ξέρω και δεν ξέρω,
Διασχίζοντας το μάτι μου ξεκόβει απ’ το σκουλήκι.
Και κάποιοι μ’ αφήνουν να σου πω του κορακιού τις αμαρτίες.


Ιδίως όταν του Οκτώβρη ο άνεμος
(Κάποιοι μ’ αφήνουν να σε φτιάξω με συλλαβές φθινοπωριάτικες,
Ο αραχνόγλωσσος και ηχερός της Ουαλίας λόφος)
Με γροθιές σα γογγύλια τιμωρεί τα χωράφια,
Κάποιοι μ’ αφήνουν από σένα να φτιάξω τις άκαρδες λέξεις.
Η καρδιά μου, στυμμένη, στεγνή, και πάνω στο φευγιό συλλαβίζοντας
Του χημικού αίματος, έχει ήδη ειδοποιηθεί για την επερχόμενη μανία.
Στο γιαλό κάτω γι’ άκου, τα σκοτεινά γι’ άκου των πουλιών τα φωνήεντα.


http://alonakitispoiisis.blogspot.gr
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά


Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, ατενίζοντας το κίτρινο
και τη μουντή θάλασσα, περίγελως εμείς που χλευάζουμε
που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια
εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών,
διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας
μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα
μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα
καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως.
Οι σεληνιακές σιωπές, η σιωπηλή παλίρροια
που γλείφει τα ακίνητα κανάλια, ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας
ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή,
πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό
με μια μονόχρωμη γαλήνη·
η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο
ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται
να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες
της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης
που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς,
ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά
τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο·
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν’ αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος

http://tokoskino.wordpress.com/





Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ θΡΥΑΛΛΙΔΑ ΠΟΥ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ






Η δύναμη μέσα στην πράσινη θρυαλλίδα που σπρώχνει το λουλούδι
Σπρώχνει και τα χλωρά μου χρόνια` που άνατινάζει τις ρίζες τών
δέντρων

Αυτή ο καταλυτής μου.

Και δεν έχω φωνή να πώ στο κυρτωμένο ρόδο

Πως ο ίδιος λυγίζει τη νειότη μου πυρετός του χειμώνα.



Η δύναμη που σπρώχνει το νερό μέσ' απ'τους βράχους
Σπρώχνει το άλικο αίμα μου` που στερεύει τα κεφαλάρια
Μεταμορφώνει τα δικά μου σε κερί.

Και δεν έχω φωνή να ξεστομίσω στις φλέβες μου

Πως το ίδιο στόμα ρουφάει τον χείμαρο του βουνού.



Το χέρι που φτειάχνει τη δίνη του νερού μέσα στη λίμνη
Ταράζει την κινούμενη άμμο` που δένει στο νερόμυλο τον άνεμο
Φουσκώνει το νεκρικό ιστίο μου`

Και δεν έχω φωνή να πώ στον κρεμασμένο

Πως απ ' το χώμα μου βγαίνει του δήμιου ο πηλός.



Τα χείλη του χρόνου κολλάν σα βδέλες στο στόμα της πηγης`

Ο έρωτας στάζει και συνάζεται, μά όταν στή γη κυλήση το αίμα
θα γαληνέψουν οι καϋμοί.

Και δεν έχω φωνή να πω σ' ένα άνεμο περαστικό

Πως ο καιρός έχει φτειάξει μιά θήκη ουρανού γύρω στ ' αστέρια.



Και δεν έχω φωνή να πω στο μνήμα του εραστή

Πως το ίδιο σκουλήκι κουλουριασμένο σέρνεται προς την κλίνη μου.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Η ορμή που μέσα από τον ανθηρό δίαυλο πορεύει το λουλούδι



Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τ’ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απ’ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.

Η ορμή που πορεύει το νερό μεσ’ απ’ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.

Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απ’ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.

Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σ’ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τ’ αστέρια.

Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Πριν χτυπήσω






Πριν χτυπήσω και ανοίξει η σάρκα,
Με χέρια ρευστά στη μήτρα παισμένος,
Εγώ που ήμουν ασχημάτιστος σαν το νερό
Που σχημάτισε τον Ιορδάνη πλάι στο σπίτι μου
Υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά
Κι αδελφή του υιοθετημένου σκουληκιού.

Εγώ που ήμουν αδιάφορος σ’ ανοιξη και Καλοκαίρι,
Που δεν ήξερα τον ήλιο και τη σελήνη με τ’ όνομά τους,
Ενω ήμουν ακόμη μια λιωμένη μορφή,
Τα μολύβδινα αστέρια, το βροχερό σφυρί
Στριφογυρισμένο απ΄τον πατέρα μου στο θόλο του.

Ήξερα το μήνυμα του Χειμώνα,
Το φερμένο χαλάζι, το παιδικό χιόνι
Κι ο άνεμος ήταν μνηστήρας της αδελφής μουֹ
Ανεμος μέσα μου ορθωμένος, η χθόνια δροσιάֹ
Οι φλέβες μου ξεχύθηκαν με τους αγέριδες της ανατολήςֹ
Ανεπίτευκτος ήξερα τη νύχτα και τη μέρα.

Έτσι ανεπίτευκτος ακόμη και υπέφεραֹ
Ο τροχός των ονείρων τα κρινένια κόκκαλά μου
Έστριψε σ’ ένα ζωντανό μηδενικό.
Και σάρκα ψαλιδίστηκε να διασχίσει τις γραμμές
Κρεμάλες στο συκώτι
Και βάτα τα κουλουριασμένα συλλογικά.

Το λαρύγγι μου ήξερε τη δίψα πριν τη δομή
Του δέρματος και των φλεβών γύρω στην πηγή
Που λέξεις και νερό κάνουν ένα μίγμα
Ασφαλές ώσπου το αίμα να τρέξει γεμάτοֹ
Η καρδιά μου ήξερε την αγάπη, η κοιλιά μου την πείναֹ
Μύρισα το σκουλήκι στην κένωσή του.

Κι ο χρόνος έχυσε τη θνητή μου πλάση
Να συμπαρασυρθώ ή να πνιγώ στις θάλασσες
Φιλιωμένος πια με την αρμυρή περιπέτεια
Φουσκονεριών που δεν άγγιξαν ποτέ τις ακτές.
Εγώ που ήμουν πλούσιος φτιάχτηκα ο πλουσιότερος
Ρουφώντας το κρασί των ημερών.

Εγώ γεννημένος απο σάρκα και φάσμα δεν ήμουν
Μήτε φάσμα, μήτε άνθρωπος, μα φάντασμα θνητό.
Και τσακίστηκα απ’ την φτερούγα του θανάτου.
Ήμουν θνητός ως τη στερνή
Μεγάλη ανάσα που έφερε στον πατέρα μου
Το μύνημα του ψυχορραγούντος Χριστού του.

Εσύ που γονατίζεις σε σταυρό και βωμό,
Θυμήσου με και σπλαχνίσου τον,
Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία
Και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα.


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΠΑΥΕΙ ΤΟ ΦΩΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ Ο ΗΛΙΟΣ ΔΕ ΦΩΤΙΖΕΙ





Παύει το φως εκεί που ήλιος δε φωτίζει
Εκεί που θάλασσα δεν κυματίζει,
Παλίρροιες φουσκώνουν πέλαγο την καρδιά
Όσα απ το φως και του φωτός, φαντάσματα έκπτωτα,
Κεφάλια λαμπυρίδες παρελαύνουν προς τη σάρκα,
Όπου η σάρκα κόκαλα δεν καταστρώνει.

Κηροπήγιο στους μηρούς
Ζεσταίνει νιάτα και σπορά, καίει τους σπόρους της φθοράς
Εκεί που ο σπόρος δε σαλεύει,
Καρπός ανθρώπινος μεστώνει μες στ αστέρια,
Σαν σύκο φωτεινός
Εκεί που μήποτε κερί, το κηροπήγιο λύνει τα μαλλιά του.

Παύει η αυγή πίσω απ τα μάτια
Από τον πόλο του κρανίου, στον πόλο του ποδιού,
Αίμα ανεμόδαρτο σαν θάλασσα ορμάει
Αφραχτοι, ξέλυτοι οι κρουνοί των ουρανών
Γεμίζουν άκρη σ άκρη το ραβδίο,
Χαμογελούν προφητικά και να:το λάδι των δακρύων.

Νύχτα γυρίζει μες στις κόγχες των ματιών,
Πίσσα φεγγάρι σκοτεινό, το περιθώριο των σφαιρών
Το κόκαλο η μέρα καταυγάζει
Εκεί που κρύο μήποτε, κατάσαρκα μελτέμια
Ξεκουμπώνουν τους μανδύες του χειμώνα
Κρέμεται από τα βλέφαρα της άνοιξης μεμβράνη.

Παύει το φως στα χαμοτόπια,
Σκουπιδαριό το πνεύμα και οι αλήθειες
Βρωμούν και ζέχνουν στη βροχή όταν πεθαίνει η λογική,
Το μυστικό του χώματος πετιέται από το μάτι,
Αίμα τον ήλιο λούζει τα χωράφια
Χωματερές και πάνω εκεί, κατάπληκτη η αυγή.


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

ΕΓΩ, ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΟΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΥ



Μές στην πολύπλοκη εικόνα μου πατώ σε δυό επίπεδα,
Κατεργασμενο ανθρώπινο ορυκτό, ο ήχηρός ρήτορας

Ντύνει σε μέταλλο το πνεύμα μου,

Οι ζυγαριές του δίδυμου κόσμου ποδοπατούν τον σωσία μου,
Κράτα γερά, σιδερόφραχτο μισό μου πνεύμα στο διάδρομο του
θανάτου,

Κράτα πάνω στον πλάγιο δρόμο που σέρνω τις αλυσίδες μου.
Αρχίζοντας από την κρίση του βολβού, η άνοιξη ξετυλίγει,
Λαμπερή σαν τα ροδάνια της, την κωλική εποχή.

Κλώθοντας ένα σύμπαν ανθοπέταλα.

Ξεπερνάει βελόνες και χυμούς, αίμα και φουσκαλίδες

Χύνει στις ρίζες των πεύκων, εγείροντας τον άνθρωπο σαν βουνό
Μές από τα γυμνά σπλάχνα.

Αρχίζοντας από την κρίση του πνεύματος, και τα θαυμαστά έργα της
άνοιξης,

Εικόνα εικόνων, το μετάλλινο φάντασμά μου

Σπρώχνοντας μες από τις καμπανούλες,

Τον άνθρωπο μου της φυλλωσιάς και την μπρούντζινη ρίζα, θνητός,
κι ' όχι θνητός,

Εγώ, συγκλίνοντας τις κινήσεις, τη ρόδινη και την αρσενική,
Πλάθω τό δίδυμο τούτο θαύμα.
Τέτοια ή μοίρα του ανθρώπου : Ο φυσικός κίνδυνος,

Ενας πύργος ακροβατικός, κιγκλιδωμένος στα κόκκαλά του, ακυβέρνητος,

Δεν γίνεται θάνατος πιό φυσικός.

Ετσι ο ανίσκιωτος άνθρωπος ή το βόδι κι' ο διάβολος ο εικονικός,
Μέσα στα νύχια της σιωπής διαπράττουν το θανάσιμο παράπτωμα :
τον φυσικό παραλληλισμό.

Οι εικόνες μου λαγοπατούν στα δάση και στους υπόγειους πλάγιους
δρόμους του χυμού των δέντρων

Δεν γίνεται πιό επικίνδυνη πορεία, η κλίμακα της βλάστησης και η
σπείρα

Ανεβαίνουν πάνω στα βηματα του άνθρώπου,

Κι' εγώ μαζί με το ξύλινο έντομο στο δέντρο των αγκαθιών
Στη γυάλινη κλιματαριά με σαλιγκάρια και άνθούς.

Ακούω την πτώση του καιρού.
Πολύπλοκος ανδρισμός του τέλους, οι ανάπηροι αντίζηλοι

Να ταξιδεύουν με το δείχτη του ρολογιού έξω από το λιμάνι των
συμβόλων,

Να βρίσκουν το νερό αμετάκλητο,

Στού φθισιατρείου τη βεράντα μαζί να παίρνουν τις ευχές για το
ταξίδι,

Μαζί να κάνουν πανιά, δίδυμη περιπέτεια της αναχώρησης

Για θαλασσοδαρμένο λιμάνι,
Σκαρφαλώνουν στην κορφή της περιοχής,

Συναντούν δώδεκα ανέμους πλάι στις λεύκες στρατιές μες στις
βοσκές,

Περνάν λιβάδια πλαγιασμενα στο λόφο των κοραλιων'
Βλέπουν τον σκίουρο να σκουντουφλάει,

Τ ' όλεθριο σαλιγκάρι να παλαβώνει γύρω στο λουλούδι,
Καιρούς και δέντρα να μαλώνουν μέσα στην σπείρα των ανέμων,
Καθώς βουτούν η σκόνη κατακάθεται,

θανατερό χαλίκι πεφτει πυκνό κι αδιάκοπο,

Στη λεωφόρο των νερών εκεί που η φώκια κι ο κολλιός
Δίνουν στη θάλασσα την απέραντη αρτηρίες

Στρέφοντας στον εχθρό ένα πρόσωπο τυφλό και λαδωμένο,
Αφίνοντας αδέσποτους νεκρούς στους τοίχους της σήραγκας.

(θάνατος ενόργανος,

Ξεσκίζει το αλαργεμένο μάτι και τον ελικωτό κλειδοκράτορα,

Το ανοιχτήρι σου καρφώνεται πένθιμα στο κέντρο του αφαλού και της θηλής,

Ξεσκίζει τον αυχένα του ρουθουνιού,

Κάτω απ' τη μασκα και τον αιθέρα, το αίμα τους βάφει

Τα νυστέρια, την αντισηπτική κηδεία.
Διώχτε το μαύρο απόσπασμα,

Τους τερατώδεις βαθμοφόρους σας κι' όλο το σάπιο στράτευμα,
Τον νεκροθάφτη φρουρό πούχει σκοπιά μές στ' αγκάθια,
Κόκορας κατοικίδιος

Που κρώζει στο Λάζαρο τη ματαιότητα της αυγής,

Η στάχτη ας είναι ο σωτήρας σας κάτω απ ' το ξορκισμένο χώμα.)

Καθώς εκείνοι πνίγονται ταξιδεύουν οι ήχοι,

Γλυκά η καμπάνα του βουτηχτή στην κορφή της στροφάδας
Σημαίνει τη σκάλα της Νεκρής θάλασσας.

Και, χτυπημένοι από νερά τέτοια που σέρνουν τρίτωνες,

Με φύκι φάλαινας ξανθό δεμένοι στη σχεδία του δήμιου,

Ακούν το ξέφρενο θρυψάλισμα του γυαλιου και την νεκρώσιμη
καμπάνα

(Τώρα ας πλαγιάση το θαλασσινό αδράχτι,

Ας παίρνη τις στροφές της η αυλακωμένη περιοχή, ο στύλος της
αστραπής

Ας εκθαμβώνη την επιφάνεια των κραυγών πάνω στο δίσκο που
γυρνάει με τη σελήνη

Κι ' ο δίσκος των κεριών ας μουρμουρίζη

Τη ντροπή και τις υγρές ατιμώσεις, ξύνοντας το λείψανο.

Αυτές μένουν στο αρχείο των ετών σου. Ο κυκλικός κόσμος μένει
ακίνητος.)
Τώρα υπομένουν το ζωντανό νερό, έκεί η χελώνα τσιμπολογάει,
Φτάνουν σε πυργους υποβρύχιους, ξεφλουδίζονται ως τον ιστό,
Η σάρκα αφίνει το κρανίο,

Πέφτει η κυψελωτή δαχτυλήθρα,

Εσείς, οι γυρισμένοι ανάποδα, στέρξτε ν ' αναδυθεί

Ενας άγγελος διπλός μες απ' τις πέτρινες κασέλες σαν δέντρο του
Αραν.

Στέρξτε να σας λογχίσει το ένα πνευμα σας, η μετάλλινη αιχμή,
Χαλκός και ασώματη εικόνα, στην άκρη ενός τρελλού ραβδιού
Κόσμημα άστρων σε γωνία προς τον Ιακώβ,

Λόφος καπνου και κοιλάδα λυκίσκου,

Και ο Αμλέτος πέντε οργιές βαθειά στά κοράλια του πατέρα του,
Εκσφενδονίζοντας το όραμα του κοντορεβιθούλη ψηλά σε μίλια
σίδερου.

Στέρξτε του οράματος τη σπαθιά πλάι στ' αποσπόρια με τα πράσινα
πτερύγια,

Η θάλασσα των καραβιών αφίστε να σας κομματιάσει και να σας
αγκυστρώσει ο άνθρωπος,

Τά στεγνωμένα στη φωτιά κόκκαλα ταξιδεύουν προς τα βάθη
Στο ναυάγιο των μυόνων`

Εραστές παρατείστε το αγκαλιασμα και τ' απαλά θαλασσινά παλαίμα-
τα,

Αγαπήστε σαν την ομίχλη και σαν τη φωτιά που διαπερνάει την κλίνη
των χελιών`

Και στην τσιμπίδα του κύκλου που κοχλάζει,

θάλασσα κι' εργαλείο, αγκυστρωμένο στους βόστρυχους του χρόνου,
Το σίδερο που βγήκε από το δυνατό μου αίμα μονάχο

Στην πόλη που κατακλύζει,

Εγώ, φλεγόμενος άνεμος βγαλμένος από το χλωρό λίκνο του Αδάμ,
Δεν έγινε άνθρωπος πιό μαγικός, ξενύχιασα τον κροκόδιλο.

Ο άνθρωπος ήταν τα λέπια, τα πουλιά του θανάτου πάνω στο σμάλτο,
Η Ουρά, ο Νείλος κι ' η προβοσκίδα, πεταλωτής των σπάρτων,
Ο χρόνος μές στ' άχρονα σπίτια

Ταρακουνώντας το κρανίο μες στ' αμπάρι της θάλασσας,

Και, όσο για λάδια και μύρα πάνω στο ιπτάμενο ιερό ποτήρι,
Οι άνθρωποι πάντες οι κουφαλιασμένοι κλάψανε τη λευκή του στολή.

Ο άνθρωπος ήταν η μασκαράτα του Σκελετού, ο μανδύας που
σκέπαζε,

Κύριος του ανθρώπου με τον άνεμο το σάπιο βάθος,

Το πνεύμα μου μες στον μετάλλινο ποσειδώνα του
Κατεργασμένο ορυκτό του ανθρώπου.

Αυτό ήταν ο αρχικός θεός μες στην πολύπλοκη ρουφήχτρα,
Και οι εικόνες μου με βρυχηθμούς ανάτειλαν στο λόφο τ' ουρανού.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Ο ήρωας μου γυμνώνει τα νεύρα του



Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα νεύρα του
Που κυβερνούν απο καρπό σε ώμο
Ξεσκεπάζει το κεφάλι που σαν κοιμισμένο στοιχειό
Στηρίζει το θνητό μου κυβερνήτη
Την πε΄ρηφανη ράχη που ξεπετιέται
Όλο στροφές και συστροφές.

Κι αυτά τα δύστυχα νεύρα
Κουβάρι ν’ ανεβαίνουν στο κρανίο
Πόνος στο ερωτοστέρητο χαρτί
Πραδίδω στην αγάπη με τις άναρχες καλικατζούρες μου
Που αρθρώνουν όλη την πείνα του έρωτα
Και μιλούν για την αρρώστια του κενού στη σελίδα.

Ο ήρωάς μου γυμνώνει τα πλεύρα μου
Και βλέπει την καρδιά του
Να πατά γυμνή σαν Αφροδίτη
Της σάρκας την ακτή
Και να πνέει την αιματόχρωμη πτυχή της
Μανδύας τη νεφρική μου υπόσχεση
Υπόσχεται μια θέρμη μυστική.

Κρατά το νήμα του νευρικού κιβωτίου του
Επαινώντας την πλάνη τη θνητή
Γέννησης και θανάτου απάτες αναίσχυντων κλεφτών
Και τον άνακτα της πείνας
Τραβά την αλυσίδα κινείται η δεξαμενή.
Αυτός ο άρτος που κόβω

Αυτός ο άρτος που κόβω ήταν κάποτε στάρι,
Αυτός ο οίνος σε φυτό ξενικό
Βουτηγμένος στον καρπό τουֹ
Είτε άνθρωπος τη μέρα ή αγέρας της νυκτός
Ποδοπάτησαν τα στάχυα
Και τσάκισαν του καρπού την ηδονή.

Σ’ αυτόν τον οίνο κάποτε το αίμα του καλοκαιριού
Στη σάρκα ξεχυνότανε που έντυνε τ’ αμπέλι,
Σ’ αυτόν τον άρτο κάποτε
Το στάρι φχαριστιόταν τον αγέραֹ
Τον ήλιο άνθρωπος τσάκισε και τον αγέρα έχει μπατάρει.

Η σάρκα αυτή που κόβεις, το αίμα αυτό που χύνεις,
Σπέρνουν στη φλέβα την ερμιά,
Ήσαν κάποτε καρπός και στάρι
Βλαστάρια ρίζας και χυμού σαρκίου ζωντανού.
Τον οίνο μου πίνεις, τον άρτο μου δαγκώνεις.




Ντύλαν Τόμας

Ο Ντύλαν Μάρλες Τόμας γεννήθηκε στα 1914 στη πόλη Σουόνσι της Δυτικής Ουαλίας. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής της αγγλικής και η μητέρα του νοικοκυρά, με τον Τόμας να μεγαλώνει ευχάριστα, γεμάτος αγάπη, τρυφερότητα, ελευθερία και διασκέδαση. Όντας ακόμη στο γυμνάσιο, ο Τόμας δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό του σχολείου, στο οποίο αργότερα γίνεται εκδότης. Σε ηλικιά 16 ετών ξεκινά να γράφει τα περίφημα σημειωματάριά του, τα οποία θα αποτελέσουν πηγή έμπνευσης της μετέπειτας ποιητικής πορείας του. Μάλιστα δημοσιεύονται μετά θάνατον, με το τίτλο "The Notebook Poems" και συγκεκριμένα στα 1989.

Στα 1931 παρατά το σχολείο και στα τέλη του 1932 προσλαμβάνεται ως ανταποκριτής της εφημερίδας "South Wales Daily Post", ζώντας παράλληλα μια ολοκληρωτικά μποέμικη ζωή. Για πρώτη φορά δημοσιεύεται ποιήμα τους σε περιοδικό, και συγκεκριμένα στο λονδρέζικο "New English Weekly" στα 1933, και δεν είναι άλλο από το "And Death Shall Have No Dominion(Κι Ο Θάνατος Δεν Θα 'Χει Εξουσία)". Στα 1934 κερδίζει το β' βραβείο του περιοδικού "Poet's Corner" και την ίδια χρονιά εκδίδει τη πρώτη ποιητική συλλογή του, το "18 Poems", σε ηλικία μόλις 20 χρονών και γίνεται αμέσως γνωστός. Δυο χρόνια αργότερα, κι όντας εγκατεστειμένος στο Λονδίνο, εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, το "25 Poems".

Ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Kάθλιν Μακνάμαρα, με την οποία αποκτά στη συνέχεια τρία παιδιά. Η σχέση τους θα θεωρηθεί από τις πιο άγριες και οξυδερκείς. Στα 1938 εγκαθίσταται στη παραλιακή πόλη Λόκερν, ενώ ένα χρόνο αργότερα με τη γέννηση του πρώτου του γιου, εκδίδει και τη συλλογή ποιημάτων και διηγημάτων "The Map of Love. Την ίδια χρονιά στις Η.Π.Α. γίνεται γνωστός όταν εκδίδεται μια επιλογή ποιημάτων και διηγημάτων του με τίτλο "The World I Breath". Στα 1940 επανέρχεται στο Λονδινο, ξεκινά η συνεργασία του με το ραδιόφωνο του B.B.C. και εκδίσει τη συλλογή διηγημάτων του "Portrait Of The Artist As A Young Dog".

Στα 1941 συνεργάζεται με τη κινηματογραφική εταιρεία "Strand Film Co.", για την οποία γράφει σενάρια, ενώ στα επόμενα δύο χρόνια που θα πηγαινοέρχεται Λονδίνο-Ουαλία, θα γράψει και θα σκηνοθετήσει(με τη βοήθεια του Άλαν Όσμπιστον) τη ταινία μικρού μήκους "These Are The Men"(1943). Tην ίδια χρονιά εκδίδεται στις Η.Π.Α. το δεύτερο βιβλίο του, ο τόμος "New Poems", γεννιέται η κόρη του και μονιμοποιεί τη συνεργασία του με το B.B.C.. Στα 1945 κερδίζει το βραβείο Levinson του περιοδικού "Poetry Magazine". Ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται η τέταρτη ποιητική συλλογή του, το "Death And Entrances", ενώ στις Η.Π.Α. εκδίδεται ο τόμος "Selected Writings".

Στα επόμενα χρόνια μέχρι τον θάνατό του αναλώνεται σε ταξίδια, άσωτη ζωή και διάφορα σχέδια. Το 1947 πηγαίνει στην Ιταλία, το 1948 γράφει σενάριο για την εταιρεία "Gains Borough"(γίνονται οι ταινίες "No Room At The Inn" και "The Three Weird Sisters" αμφότερες του Ντάνιελ Μπερτ), το 1949 πηγαίνει στην Πράγα, γεννιέται ο δεύτερος γιος του και εγκαθίσταται μόνιμα στο Λόκερν. Στα 1950 πραγματοποιεί τη πρώτη περιοδεία του στις Η.Π.Α., οι εκεί λογοτεχνικοί κύκλοι ολοκληρωτικά μαγεύονται ενώ εκδίδεται ένας ακόμη τόμος επιλογών, το "26 Poems". Στα 1951 ταξιδεύει στη Περσία με σκοπό να γράψει διαφημιστικό σενάριο για την "Anglo-Iranian Oil Co.

Στα 1952, πραγματοποιεί τη δεύτερη περιοδεία του στις Η.Π.Α., εκεί ηχογραφεί ποιήματά του για την "Caedmon Records", δίνει διαλέξεις, απαγγέλει ποιήματα του, γίνεται μύθος και εκδίδεται η πέμπτη ποιητική συλλογή του "In Country Sleep" καθώς και ο τόμος "Collected Poemsm, 1934-1952". O πατέρας του πεθαίνει από καρκίνο. Τέλος, στα 1953, επισκέπτεται για τρίτη και τελευταία φορά τις Η.Π.Α., καθώς βρίσκει τραγικό θάνατο στη Νέα Υόρκη από υπερκατανάλωση αλκοόλ σε ηλικία μόλις 39 χρόνων. Είχε προλάβει να εκδώσει εκείνη τη χρονιά το θεατρικό "Under Milk Wood", το κινηματογραφικό σενάριο "The Doctor And The Devils, τον τόμο "Collected Poems, 1934-1953".

Μετά θάνατον εκδόθηκαν : συλλογή κειμένων από το ραδιόφωνο "Quite Early One Morning"(1954), ημιτελές αυτοβιογραφικό αφήγημα "Adventures In The Scin Trade"(1955), συλλογή διηγημάτων "A Prospect Of The Sea"(1955), αφήγημα "A Childs Christmas In Wales"(1955), oι ποιητικές επιστολές του Τόμας στον φίλο του ποιητή Βέρνον Γουότκινς(1957), το κινηματογραφικό σενάριο "The Beach Of Falesa"(1964), συλλογή σεναρίων στα 1944 "Twenty Years A-Growing"(1964), τόμος πεζογραφημάτων "Early Prose Writings"(1971), νεανικά σημειωματάρια "The Notebook Poems"(1989).* Ν.Ι.Π.





Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή

Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,
Το γέρασμα, με το κλείσιμο της μέραςֹ
πρέπει να καίει και να μουγκρίζει
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Κι αν άνθρωποι σοφοί, του σκότους το σωστό,
Κοντά στο τέλος τους, το ξέρουνε αυτοί
Αφού απʼ τα λόγια τους δεν είδαν
Αστραπή να ψαλιδίζει,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.

Άνθρωποι καλοί, στου κύματος δίπλα τη στερνή,
Το κλάμα τους πώς λαμπυρίζει
Των πράξεών τους φύση, λεπτή, καχεκτική,
σε κόλπο καταπράσινο ίσως αυτές
μπορούσαν να χορεύουν,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Άνθρωποι τρομεροί, πάνω στη φλογερή του ορμή
Τον Ήλιο αδράξαν και τον τραγουδήσαν,
Όμως καθώς αυτός τον ουρανό διασχίζει
Μάθαν, αργά πολύ, πώς θλίψη τον γιομίσαν,
Αβροί δεν παν στην νύχτα την καλή.

Άνθρωποι σκοτεινοί, κοντά στο μνήμα,
Με θαμπωμένη όραση βλέπουν και αυτοί
Μάτια θαμπά που θα μπορούσαν να είναι
όλο χαρά, μετεωρίτες φλογεροί,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Κʼ εσύ πατέρα, απʼ το θλιμμένο ύψος, απο κεί,
Δώσʼ μου κατάρα και ευχή
με των δακρύων σου την ορμή.
Αβρός μην πας στην νύχτα την καλή,
Οργή, οργή για του φωτός την εκπνοή.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Πριν χτυπήσω

Πριν χτυπήσω

Πριν χτυπήσω και ανοίξει η σάρκα,
Με χέρια ρευστά στη μήτρα παισμένος,
Εγώ που ήμουν ασχημάτιστος σαν το νερό
Που σχημάτισε τον Ιορδάνη πλάι στο σπίτι μου
Υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά
Κι αδελφή του υιοθετημένου σκουληκιού.

Εγώ που ήμουν αδιάφορος σʼ Άνοιξη και Καλοκαίρι,
Που δεν ήξερα τον ήλιο και τη σελήνη με τʼ όνομά τους,
Ενω ήμουν ακόμη μια λιωμένη μορφή,
Τα μολύβδινα αστέρια, το βροχερό σφυρί
Στριφογυρισμένο απ΄τον πατέρα μου στο θόλο του.

Ήξερα το μήνυμα του Χειμώνα,
Το φερμένο χαλάζι, το παιδικό χιόνι
Κι ο άνεμος ήταν μνηστήρας της αδελφής μουֹ
Άνεμος μέσα μου ορθωμένος, η χθόνια δροσιάֹ
Οι φλέβες μου ξεχύθηκαν με τους αγέριδες της ανατολήςֹ
Ανεπίτευκτος ήξερα τη νύχτα και τη μέρα.

Έτσι ανεπίτευκτος ακόμη και υπέφεραֹ
Ο τροχός των ονείρων τα κρινένια κόκκαλά μου
Έστριψε σʼ ένα ζωντανό μηδενικό.
Και σάρκα ψαλιδίστηκε να διασχίσει τις γραμμές
Κρεμάλες στο συκώτι
Και βάτα τα κουλουριασμένα συλλογικά.

Το λαρύγγι μου ήξερε τη δίψα πριν τη δομή
Του δέρματος και των φλεβών γύρω στην πηγή
Που λέξεις και νερό κάνουν ένα μίγμα
Ασφαλές ώσπου το αίμα να τρέξει γεμάτοֹ
Η καρδιά μου ήξερε την αγάπη, η κοιλιά μου την πείναֹ
Μύρισα το σκουλήκι στην κένωσή του.

Κι ο χρόνος έχυσε τη θνητή μου πλάση
Να συμπαρασυρθώ ή να πνιγώ στις θάλασσες
Φιλιωμένος πια με την αρμυρή περιπέτεια
Φουσκονεριών που δεν άγγιξαν ποτέ τις ακτές.
Εγώ που ήμουν πλούσιος φτιάχτηκα ο πλουσιότερος
Ρουφώντας το κρασί των ημερών.

Εγώ γεννημένος απο σάρκα και φάσμα δεν ήμουν
Μήτε φάσμα, μήτε άνθρωπος, μα φάντασμα θνητό.
Και τσακίστηκα απʼ την φτερούγα του θανάτου.
Ήμουν θνητός ως τη στερνή
Μεγάλη ανάσα που έφερε στον πατέρα μου
Το μύνημα του ψυχορραγούντος Χριστού του.

Εσύ που γονατίζεις σε σταυρό και βωμό,
Θυμήσου με και σπλαχνίσου τον,
Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία
Και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς

Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς

Μια πορεία στον καιρό της καρδιάς
Την υγρασία σε ξηρασία μεταλλάσειֹ η χρυσή βολή
Λυσσομανά στον παγωμένο τάφο.
Μια πορεία στην εποχή των φλεβών
Τη νύχτα σε μέρα μεταλλάσειֹ αίμα στους ήλιους τους
Φωτίζει το ζωντανό σκουλήκι.

Μια πορεία στο μάτι προειδοποιεί
Τα κόκκαλα της τύφλωσης κι η μήτρα
Οδηγεί στο θάνατο καθώς η γη διαρρέει.

‘Ενα σκοτάδι στον καιρό του ματιού
Είναι το μισό του φωςֹ η βυθομετρημένη θάλασσα
Σκάζει σε λεία γη.
Ο σπόρος που πλάθει ένα δάσος νεφρών
Καρφώνει το μισό καρπό τουֹ και μισό στάζει
Αργά σ’ έναν άνεμο υπνωμένο.

Ένας καιρός σε κόκκαλα και σάρκα
Είναι υγρασία και ξηρασίαֹ ο ζωντανός κι ο νεκρός
Κινούνται σαν δυο φαντάσματα μπροστά στο μάτι.

Μια πορεία στον καιρό του κόσμου
Το στοιχειό σε στοιχειό μεταλλάσειֹ κάθε μητέρας παιδί
Κάθεται στη διπλή σκιά του.
Μια πορεία συνεπαίρνει το φεγγάρι προς τον ήλιο,
Κατεβάζει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του δέρματος
Κι η καρδιά εγκαταλείπει τους νεκρούς της.