Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ...ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ...ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

«Σολωμού συντριβή και δέος»




Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το
μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού
τις πλάκες 
Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός 
Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί το
στέρνο σου 
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την
αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει
καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις
αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται.
Παρόμοια 
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να
διασώσω αλλ’
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη
από καιρό
ουρανός Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη, κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα
όπου
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 (Από τη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. Ίκαρος, 1991. Συγκεντρωτική έκδοση «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2008)





Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Το μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη









Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,

μόνος,στόν Παράδεισο







Ι

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές 
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος 
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός 


Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας 
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα 
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου. 


ΙΙ. 

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται 
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν 
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά 
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά 
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" 
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική 

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας 
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο 
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες 
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί 
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες 
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού 
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από 
τούς καταρράχτες 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ 
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό 
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά 
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά 

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό 
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο 
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. 


ΙΙΙ. 

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω 
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος 
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια 
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη 
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω 
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές 
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα 
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς 
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" 
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο 
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά 

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο 
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά 
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά 
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες 
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει 
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει 
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ 
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ 
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: 

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο 
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά 
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική 
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα 
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή 

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο 
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα 
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου 
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι 
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο 
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς 
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου 

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. 

ΙV. 

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς 
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς 
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς 
Μαχαίρι 
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς 
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς 
Είμ’εγώ,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,μ’ακούς 
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ 
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς 
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς 

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς 

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες 
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς 
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι 
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς 
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς 
Τών ανθρώπων 
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει 

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς 
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς 
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς 
Όπου κάποτε οί φιγούρες 
Τών Αγίων 
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς 
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς 
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω 
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς 
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους 
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς 

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς 
Τής αγάπης 
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε 
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς 
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς 
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας 
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς 

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς 
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς 
Μές στή μέση τής θάλασσας 
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς 
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς 
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς 
Άκου,άκου 
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; 
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς. 

V. 

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

https://dimitriosgogas.blogspot.gr/p/blog-page_7063.html

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

Άνεμος της Παναγίας



«Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!»

(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί)
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/


 Jan Porcellis - Σκάφη σε δυνατό άνεμο, 1630

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Ρήμα το Σκοτεινόν


Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα
Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Mέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις
Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης
Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν·
"αιώνιο" δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου
θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι
Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ' άλλες. Aλλ'
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
Ελύτης Oδυσσέας
William Blake , Clarity Shines

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ




ΩΡΙΩΝ

α'


Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.

β'

Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί
Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;


γ΄

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

δ'

Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία
Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία
Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται
Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άϋλο περίβλημα.

ε΄

Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας
Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ξαναγεννάει αισθήματα.

ς'

Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!

ζ'

Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ

                   
Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου -που ακόμη φώταγε- το μαρμαράκι
                                                    Α κει μονάχα να 'ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού
        τις πλάκες

Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί
        το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
        την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
        αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινομένη από
        καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα

               μ'αποτελείωνε.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ

                   
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα
        λεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;
Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες στη δρόσο του πρωινού
                                                   σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη
        επάνω του
Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας που το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα

Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ (1982)




Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ

1. Ίσως

αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές
να 'μαι ο τελευταίος παίκτης
που ασκεί τα δικαιώματά του
οίηση
τι πάει να πει
κέρδος δεν καταλαβαίνω
ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο

ρεύμα
τι νερό
κυανό με σπίθες
πέρ' απ' το φράγμα του ήχου των Σειρήνων
να μου κάνει νόημα
πηδώντας

έλα
κάπου

συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι

                                    ο Vivaldi ο Mozart
                                    ενώτια παμφανόωντα

την ώρα που τ' αντανακλά η στροφή της κεφαλής

η πραγματικότητα
                   δεν ενδιαφέρεται
ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό
και ποιος το άλλο

τα βέλη προς τα κάτω και τα βέλη προς τα επάνω
δε συναντήθηκαν ποτέ

ο κήπος βλέπει

ακούει τους ήχους απ' τα χρώματα
τους ιριδισμούς που ένα χάδι
αφήνει
πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα
που το τραβούν μυριάδες νήματα
ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
          τι να το κάνεις
          δε νογά κανείς

μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
                  απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
                  να βρούνε δέκτη
                  δέσμες ήχων μουσικής
                                  ηλεκτρονικής
που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ' άλλους διάττοντες
βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις

                                    η καμπύλη της γης διακρίνεται.

2.                  Τι θα γίνει λοιπόν όταν
    κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις
    αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν

                      κενό

           που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)
           όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό

                      θάμβος

                      οι άλλοι εμείς
θ' αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος
ουσιαστικά και μεταφορικά μιλώντας

όπως θέλω να πω ζωγράφιζεν ο Piero
della Francesca ή κατουρούσε o Arthrur Rimbaud
πάντοτε με τη συγκατάθεση των ηλιοτροπίων
                  (να μωρέ Ποίηση)
αλλά τότε ακόμα υπήρχανε
τριανταφυλλιές με σημασία θρησκευτική
                       αλληλούια

                       η Κυρία των Αγγέλων
με χρυσό αλεξίπτωτο
         κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου
                      Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου
η απέραντη πεδιάδα
        φυσημένες δεξιά οι τουλίπες όλες
αριστερά ο αέρας
        χρωμοθέτης αλάνθαστος

                        ο κήπος βλέπει
ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα
Tout la mer et tout le ciel pour un seul
victoire d' enfance

          μ' αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και
          σημαντικό τόσο που
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει
καταπώς οι σκιές αλλάζουν θέση

                        λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού

                        ίδια σ' άλλους καιρούς οι Όσιοι.

3. Τα πανύψηλα όρη
           ας πούμε οι Άνδεις
                       έχουνε το αντίστοιχό τους
                       μέσα μας (όπως το Σύμπαν
                       υποτίθεται
                       κάποιο άλλο από αντιύλη)
           όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους
           αραιώνει κι εκεί ο αέρας
                        τόσο που λιποθυμάς

τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα

ένας Vermeer κάποτε το κατάφερε αλλ'
                        εστηρίχθηκε στο χρώμα

                        η γραφή σταματά

θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι

                       δύναμη

εάν ποτέ σου ακινητούσε η φλόγα μες στα δάχτυλα
                                     με μια κλίση προς τα επάνω

θα μας πάρει εκείνος που μετακινεί τους πληθυσμούς

                       ο κήπος βλέπει

στα νερά τα πράσινα της Ατλαντίδος
               βουτάν Λίβυες
               αναδύεται Κόρη
               Θηρασία
τεντωμένο το χέρι της δείχνει την απόσταση
που μας χωρίζει από τον τρόπο να 'μαστε όλοι μας
               άγγελοι με φύλο.

4.                                  Εάν είχε δίκιο ή όχι
   ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
               το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
               και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
               μαζί μ' άλλα λουλούδια στα μαλλιά της

                      εκατό μύρια σήματα
                      ζήτα ήτα ωμέγα

               που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη
                       αύριο
                       θα 'ναι χθες για πάντα

                       μιλώ φιλοσοφία

              στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
              που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ' τα κύματα
και τους αντικατοπτρισμούς ως πέρα
                      στα παράλια της Μικρασίας
                      κει που κάποτε ο Ηράκλειτος
                      οιάκισε τον Κεραυνό
                      (δεν πρόκειται για λάθος)

σ' ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι
δίχως να σκοτώνεται κανείς
               αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

                       ο κήπος βλέπει

              
βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση

                        μαρασμός
                        ακμή
                        ξύπνημα

              ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη
              άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

5.  Έ τι! Απ' αυτούς που σίγουρα μια μέρα
     θα υπερισχύσουν έχω
     δόξα να 'χει ο Θεός απαλλαγεί
                       μη σώσουν
                       και μου απλώσουν χέρι
               θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις
               γενναίοι να βλέπουνε τον κόσμο
               χωρίς σκοπιμότητα

γήρας είναι η Ιστορία
και το φρούτο ανάμεσα στα δόντια νεότης
ένα μόνο χαμόγελο -εάν είναι από πηγή - νικά

                       και ο κήπος βλέπει

δίνει ώθηση άξαφνη
                στα μισά της ψυχής να μας προφτάσει.

6. Α μονάχα να 'ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να την υμνώ χωρίς
                       να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος

                       όπως ακριβώς ο αθώος
                       να μπορούσα να δω
                       πίσω απ' τον Τύραννο τον ουρανό
με αταραξία να συνεχίζεται ως
                       τ' αντίπερα βουνά
                       τις πίσω θάλασσες
μία διαφάνεια
                που να διαπερνά τη γέννησή μου
                μητέρα και πατέρα και βλοσυρούς προγόνους

                        οτοτοτοί
που 'λεγε κι ο γερο-Αισχύλος
                ας τρομάξουμε μήπως και ξυπνήσει
                μέσα μας η γαλήνη κι η ανάγκη της
                απλώσει κάμπο - σχηματίσει επάνω στα νερά
                         νέα γη

ο κήπος βλέπει

τούφες τούφες μαργαρίτες
                εύφλεκτες λευκές ιδέες
                και πουλιά της θάλασσας
                        μία μεγαλόνησος
                        ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση
                        με σειρά τετραπλούς φοίνικες
                αλλά καμία
ταραχή σαν ιστορία όπου τα γεγονότα σβήστηκαν
κι έμεινε στα επίπεδα των βασιλέων

                         μόνη
                         μία
                         Κόρη
                γυαλιστερή σαν όστρακο
να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο
                         σ' ένα πανέρι.

7.                      Ο κήπος βλέπει
   πριν ακόμα γίνουν
   αυτά που αισθάνομαι ν' αφήνουν μιαν ανεπαίσθητη γραμμή

                          όπως τις ώρες
του θανάτου ανάλαφρα τα όρη
απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου

η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του
είναι από μέντα κι από λόγια του Ιωάννου
                η ποίηση
                φυσάει

έτσι το νερό στη φούχτα
πίνετε προχωρείτε
               συναντάτε το άλσος το περίφημο του Κολωνού
               ακολουθείτε τον Οιδίποδα
                           δροσιά
                           γαλήνη
                           αηδόνια
ξάφνου ξημερώματα
               ο πετεινός επάνω στους ανεμοδείχτες
               είσ' εσύ μέσα στην εκκλησία
               το τέμπλο υπέροχο με τις ροδιές

η Κόρη βηματίζοντας στο κύμα
                   ελαφρός πουνέντες
                                      φυσάει

              το χέρι σου αντιγράφει
                            τ' Ασύλληπτα.



ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Τι γίνεται άμα
              στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού
              και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν
              σε χρόνο ανύποπτο

ένα κοριτσάκι τρέχοντας
άκρη άκρη του γιαλού
ν' ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dalí)

              και το άλλο πίσω από το τσέρκι του
              στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)

                             ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ
                             με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)

το αμύγδαλο του κόσμου
              είναι βαθιά κρυμμένο
                             και παραμένει αδάγκωτο

μυριάδες δυνατότητες φρικιούν
γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε
                                    οι ηλίθιοι

δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια
δυο σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μας
                                   παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη

πριν υπάρξει
             το σώμα τούτο που είμαι
                            προηγήθηκε μια θάλασσα
             γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα
             φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα

θα 'λεγες από τότε ακόμη
στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ
             φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη
                             αεί αεί αεί

μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει.

2. Α ναι παρά τη θέληση μου
    έγινε ο κόσμος έτσι που
             γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου

    το αμύγδαλο του κόσμου
                            είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεχτός αν
                κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο

                            μεγεθύνονται το σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της
             παν μοιράζοντας τις άχνες
             δω κι εκεί τ' ουρανού
             οι οπές
             παραπλανούν το θάνατο

τις νύχτες
             που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
             η όψη που θα μου έδινε
             ο Θεός εάν ήξερε
             πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
             σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
                          σε κυπαρίσσια
                          αιωνόβια σαν ποιήματα
             που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.

3. Έλα τώρα
             δεν πα' να μην αρέσεις
                          το παν είναι η ρότα σου
    κόντρα στην κοινωνία τούτη
                          την ανασχετικήν ηλιθιότητα
             σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
             τόμου τα χτενίσεις

                          θαύμα

έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
              να προφέρεις με δέος τα λόγια
              που αρμόζουν στην περίσταση
              και δη τα ωραία και τ' απαγορευμένα
ποίηση
              πού μα πού λοιπόν
              δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
                          κάτι το δίχως άλλο
                          πρέπει με τρόπο να 'χει αφαιρεθεί
                          από την υδρόγειο
για ν' ασθμαίνει τόσο
              να χλωμιάζει
                          και το πένθος ν' απλώνεται

άδικα των αδίκων
              το αμύγδαλο του κόσμου
                          πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
                          από κάποιο τέλειο επίτευγμα
                          ώσπου τέλος μου απομένουν
               δύο ή τρεις ορθές κολόνες
               και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
                σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
                ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
                όπως άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:

                          μία έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ' Αστεροσκοπεία.

4. Όλα να τα 'χεις
                πάντα κάτι λείπει
                          αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο
                          και η Τύχη νιώθει ευτυχής

                τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
                τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
                          μία μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες

                          χρειάζεται
να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ
               από 'να σ' άλλον άνθρωπο
                         η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού
               ντινγκ
               λάμψη
               θρύψαλα

θυμηθείτε τη Maria Alcaforado
και τον Noël Bouton de Chamily
τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist
τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή

                         που να πάρ' η ευχή
               βρέθηκε πάντα να ζητάμε
               ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται

ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
                         σε απόσταση ψυχής ερημικής
                         θάλλει φαίνεται ακόμη

το αμύγδαλο του κόσμου

                         άμε δάκρυ μου άμε
                         πάρε τους δρόμους τ' ουρανού
               για σένα η αγρυπνία ετούτη.


5. (Ακόμα ένα τσιγάρο        
                που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
                          δυο - τρία λεπτά ζωή
                με στιγμές αλήθεια υπέροχες
                αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε

κι εσύ πικρέ που το 'βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
                                  
και σου απόμεινε το χέρι
                          γράφοντας κάτι ποιήματα
                λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου

                           ποιος ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις;
                 υπάρχει ένας προδότης μέσα σου
                 που η ώρα του θα 'ρθει να τιμωρηθεί

                           ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να 'ναι ο Θεός
                           χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
               να ' μαστε άνθρωποι σωστοί
               σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα
                           κοίταξε:
σπαν τ' αστέρια ένα ένα
               και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται
               πάτα το χάμου
                            αντίο.)


6. Θεέ μου
               αν η αλήθεια γίνεται
               κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
               πρέπει να 'μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ' όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
               ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού
               γι' αυτό και ηχεί παράτονα
               μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ'
εφεκτικό στα θαύματα

ίσως και να 'χω λάθος ίσως και να 'ναι που
                           δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
               κρέμομαι
                           από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
               από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
               αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
               που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
               καπότες η στιγμή φτάνει

τα νερά γύρω του γίνονται
                           αγλαά
                           ψυχρά
                           τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
                           είναι που η αντανάκλαση
                           όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιoν προσώρας είχε
                           άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.


7.                        Μπρος λοιπόν
               λησμονήσετέ με αν κοτάτε -

οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες

               τρεις μετά τα μεσάνυχτα
               είναι σαν να 'χω γεννηθεί χρόνους μετά
               που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο
                       εμπόριο

αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι
                           άλλωστε
συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου
θα με συναντήσετε και μετά θάνατον

                           (είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή
εμφανίζεται στα σύννεφα - όπως επάνω στο χαρτάκι
               ουρώντας
                           το σάκχαρο του διαβητικού -
ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός:
                           η ματαιοδοξία
                           και το μέσα της ανέφικτο)
πού; ποιον; πότε;
                           ζητήσετε και ευρήσετε

                           τη μικρή Κυνηγέτιδα
που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου
ψηλά στα όρη και ίπταται
σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν

                           αλήθεια

χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν

η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο

στέκω και θεωρώ τα κύματα
ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς
                           ποτέ του υπήρξε.



AD LIBIDUM
1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση
                           των Άλπεων ή των Πυρηναίων
                           το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ

δεν υπάρχει ούτ' ένας που να μ' εκπροσωπεί
πόλεμος και ειρήνη μ' έφαγαν από τις δύο μεριές
ό,τι απομένει αντέχει ακόμη

                           ως πότε
                           φίλοι

θα σηκώνουμε το αφορεσμένο παρελθόν
γιομάτο βασιλιάδες και υπηκόους

                           προσωπικά
                           νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι

που δεν του 'μεινε καν μια πλάκα τάφου
μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια μάντρες
κι ο απαρηγόρητος βοριάς
χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων

               έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως
               άλλοτε μέσα στην Ιστορία

                           τα
                           Επερχόμενα

χρόνια χυμένα θα 'λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο
που του βάλανε φωτιά

                           βοήθεια

               Rintrah roars and shakes
               his fires in the burden' d air

δύστυχο καταμόναχο ένα μου

                           τι θ' απογίνεις
θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά

                           και πάει τετέλεσται

να τηνε από τώρα κιόλας

               ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει

                          Ad Libitum.


2. Ξέρω
               δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος
               που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος

προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο
                           και περιμένω

σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας
                           του Αούστερλιτς
ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας
                           επιμένει να μυρίζει ρόδο
                           και να σε τιμωρεί
                           την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις

έτοιμος στη σειρά πίσω απ' τους άλλους
για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ' έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο
                           γέρνεις λίγο απ' το 'να μέρος
                           το μέρος της φθοράς

σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι
«αναχώρησις υπ' αριθμ. 330 πτήσις της Panamerican
δια Ριάντ Καράτσι Νέο Δελχί Χογκ-Κογκ»

               αναλογίζεσαι τα όριά σου
               πάντοτε μέσα στο κοπάδι
               που τ' οδηγεί μια συνοδός εδάφους
               αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη

ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά
εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις

               περνάν μπρος απ' τα μάτια σου
               του Κάτω Κόσμου τ' αγροκτήματα
               με τις μαύρες φράουλες και τ' ασύμμετρα ορχεοειδή

                           τους κρωγμούς των ορνέων
                           και την πλήρη απολίθωση

όπου μέλλει να ενταχθείς

                           συ ο μικρός
                           να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα
                           μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη

               (σάμπως θα 'παυε ποτέ της
               ν' αθροίζει φως μια λεύκα
               επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)

συ σι έλασσον
συ σι έλασσον

               ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει
               ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα

                           να δίνει σήμα και να κυματίζει

 Ad Libitum.


3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη
               σαν να μ' αγνόησαν τα γεγονότα
               ή και το αντίστροφο

φαινόμενο φαίνεται στάθηκα
γι' αυτούς που ακούν τη νύχτα
               πως μια πένα γρατσουνίζει
               όμοια γάτος επάνου στην κλειστή
                                πόρτα του Άγνωστου

οι φύλακες
               ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
               personae turpes όπως λεν στα Νομικά
                           και η τέχνη sine re

αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
               φυλασσόμενο ιερό
               πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο

είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ' τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή

               που ελευθερώνεται σαν κόρη ωραία και βάλνεται
               να τρέχει
                           με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
                           ξέπλεκα μαλλιά
                           νερά του Ιορδάνη

χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό

                            Ad Libitum.


4.                        Έτσι συμβαίνει
                           να παραστρατίζω κάποτε
για το καλό μου
               έτυχε κι έχανα το νήμα
               της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος

                           ποιος να συνεχίσει

μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
               εξού στο μέτωπό μας
               το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο

                           εννοείτε κείνο που εννοώ

κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκές όταν το γιασεμί σ' εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
               κάπου
               κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα
                           δίνει ώθηση στα χόρτα
θα 'λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
               μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
               κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
                           η φιλότης το νείκος
                           η φιλότης το νείκος

               η παλιά ευρυθμία

σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ' τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ' άδεια τους ακρόκλωνα
                           σαλεύοντας στον ύπνο μου
                           τον άνεμο τον βόρειο

                Ad Libitum.


5. Είναι γεγονός
    έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο
               διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
               να μη λύσω το αίνιγμα
               που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε

αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
               καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
                           όλονα τον εαυτό σου έχοντας
                           μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ' αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
τι σόι πολιτισμένοι θα 'μασταν
               αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην
               Κιμμερία τη δύσμοιρη
               που κατάντησε στα χρόνια μας
               να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη

όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
                           έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
                           ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ' αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν... αλλ'
                           επί νυξ ολοή
                           τέταται δειλοίσι βροτοίσι

                           το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;

                           μόλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα

όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
                                    αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ' αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ' το πανέρι του
                 άχνα χρυσή εξακολουθεί ν' ανέρχεται

                           η ποίηση ανέρχεται

                          άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
                          να εμπνέεσαι άντε

 Ad Libitum.


6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω

               απ' τα μάτια μου πέρασε μια χώρα
               βράχων μ' αψηλά τεράστια μοναστήρια
               και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ
τακτικά κομίζοντας κλώνους ροδιάς
                           κοριτσιών εσώρουχα διάφανα
κι άλλα της τελετουργίας άχραντα
                           λόγια όπως «βοριάς»
                           ή «θέρος» ή και «αέτωμα»
στον όρθρο
                   επάνου είναι που αναλογίζομαι
                           πόσο ελάχιστα είμαστε
                           πραγματικοί
και η σφαίρα μας
               μία μηχανή όπου καμιά
               βίδα κανείς μοχλός κανένα
               έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του
                           εν τοσούτω
λειτουργεί και οι μυριάδες
βόνασοι κερασφόροι που είμαστε
               κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει

                           να φανεί το ευλογημένο χέρι
                           όπως μες στις χρυσές εικόνες

ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι
               πνοή νιώθω να με παίρνει
               ελαφρά στο νερό
                           υπογράφω και χάνομαι

                Ad Libitum.


7. Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να 'σαι ο αριστοκράτης αλλ'
               από την ανάποδη
               του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
                           που λέει κι ο Μακρυγιάννης
                           ξέροντας
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
               είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
               με τρόπο δόλιο να μ' εξουθενώσουν

                           τι να πει κανείς

εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά

                           είδωλο που ακόμη

ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
                           ανάμεσα στους Σκύθες
               και θα μας επιστραφεί
               σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
               μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι

ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
                    πάνω σε μια σχεδία
                               αιώνες τώρα

φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας

               είναι που πλέον δε νογάει κανένας
               τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
               πως κι από που ακουμπάει τ' ωμέγα στο άλφα
               ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο

                            Ad Libitum.

ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε

               όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω

                     η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.