Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ANNE SEXTON... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ANNE SEXTON... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Ξυπόλητη



Το να μ άγαπάς όταν δεν φορώ παπούτσια
σημαίνει πώς αγαπάς τίς μακριές καφέ μου γάμπες,
γλυκές αγαπημένες,ελκυστικές σαν κουτάλια
και τα πόδια μου ,αυτά τα δυό παιδιά 
αμολήθηκαν να παίξουν γυμνά.Μπερδεμένοι κόμποι
τα δάχτυλα των ποδιών μου.Οχι πιά δεμένα
Κι ακόμη πιό πολύ,δές νύχια ποδιών και
αρπαχτικές κλειδώσεις επί κλειδώσεων και 
όλα τα δέκα σημεία απο τη ρίζα.
Ολα πνευματώδη κι άγρια,αυτό το μικρό
γουρουνάκι βγήκε στο παζάρι κι αυτό το μικρό γουρουνάκι
έμεινε.Μακριές καφέ γάμπες και μακριά καφέ δάχτυλα ποδιών.
Πιό πάνω ,λατρεία μου,η γυναίκα
φωνάζει τα μυστικά της ,μικρά σπίτια
μικρές γλώσσες μαρτυριάρες.

Δέν υπάρχει άλλος κανείς απο μάς
σε αυτό το σπίτι,στην αμμώδη ξηρά επάνω.
Η θάλασσα φοράει ένα κουδούνι στόν αφαλό της
Κι ειμαι η ξυπόλητη γκομενά σου για μιά
ολόκληρη βδομάδα.Σε ενδιαφέρει το σαλάμι;
Οχι.Δεν θα προτιμούσες ένα σκοτσέζικο ουίσκι;
Οχι.Εδώ που τα λέμε ,δεν πίνεις.Πίνεις όμως
εμένα.Οι γλάροι σκοτώνουν ψάρια,
κλαψουρίζοντας σαν τρίχρονα.
Οι ήχοι του κύματος είναι ναρκωτικό,φωνάζουν
υπάρχω,υπάρχω,υπάρχω
όλη νύχτα.Ξυπόλητη,
παίζω ταμπούρλο πάνω-κάτω στην πλάτη σου.
το πρωί τρέχω απο πόρτα σε πόρτα
στην καμπίνα παίζοντας κυνηγητό.
Τώρα με αρπάζεις από τούς αστραγάλους.
Τώρα να αναρριχηθείς πασχίζεις απ΄τις γάμπες
κι έρχεσαι να με τρυπήσεις στο σημείο όπου πεινώ.

Αnne Sexton
Ερωτικά ποιήματα
μετ.Ευτυχία Παναγιώτου

εκδ.Μελάνι

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Εθισμένη



Υπνοκάπηλη
Θανατοκάπηλη
με χάπια στις παλάμες κάθε νύχτα,
οκτώ κάθε φορά, από γλυκά μπουκαλάκια
κανονίζω ένα ταξίδι στο σχήμα του ποτηριού.
Είμαι η βασίλισσα της κατάστασης.
Είμαι ειδική σ’ αυτήν την εκδρομή
και τώρα λένε πως είμαι εθισμένη.
Τώρα ρωτούν γιατί.
Γιατί!

Δεν ξέρουν
πως υποσχέθηκα να πεθάνω!
Απλώς εξασκούμαι.
Απλώς διατηρώ τη φόρμα μου.
Τα χάπια είναι μητέρα, όμως πολύ πιο τρυφερή,
πολύχρωμα, νόστιμα σαν ξινές καραμέλλες.
Κάνω δίαιτα – από το θάνατο.

Ναι, το παραδέχομαι
έφτασε να γίνει κάτι σαν συνήθεια –
ζητάει οχτώ τη φορά, με σκεπασμένα μάτια,
σέρνεται από τις ροζ, τις πορτοκαλλιές
τις πράσινες και τις λευκές καληνύχτες.
Γίνομαι ένα είδος χημικού μίγματος.
Αυτό είναι!

Το απόθεμά μου
από ταμπλέτες
πρέπει να κρατήσει χρόνια και χρόνια.
Μου αρέσουν περισσότερο απ’ όσο ο εαυτός μου.
Πεισματάρες σαν την κόλαση, δεν με αποχωρίζονται.
Είναι μια μορφή γάμου
μια μορφή πολέμου:
φυτεύω βόμβες
μέσα μου.

Ναι
Προσπαθώ
να σκοτωθώ με μικρές δόσεις
- μια ακίνδυνη ενασχόληση.
Αλήθεια, πάνω της κρέμομαι.
Όμως, μην ξεχνάτε, δεν κάνω και τόσο θόρυβο.
Και ειλικρινά, κανείς δεν χρειάζεται να με σύρει διά της βίας
ούτε στέκομαι σαν ξύλο τυλιγμένη στο σεντόνι μου.
Είμαι μια μικρή νεραγκούλα στο κίτρινο νυχτικούλι μου
τρώγοντας τα οκτώ τσουρεκάκια μου το ένα μετά το άλλο
και με ορισμένη σειρά, όπως
στην εκκλησία, την ώρα της χειροθεσίας
ή της μαύρης θείας κοινωνίας.

Είναι μια τελετουργία
αλλά όπως κάθε άθλημα
έχει τους κανόνες της.
Είναι σαν μουσικός αγώνας τέννις, όπου
το στόμα μου ανοίγει για να πιάσει το μπαλάκι.
Ύστερα, ξαπλώνω στο βωμό μου
Μεταρσιωμένη από τα οκτώ χημικά φιλιά.

Τι εγκατάλειψη κι αυτή!
με δυο ροζ, δυο πορτοκαλλιές
δύο πράσινες, δύο λευκές καληνύχτες.
Φη-φι-φο-φουμ.
Τώρα είμαι ξένη.
Τώρα είμαι λυώμα.

Πρώτη Φεβρουαρίου 1966
(από τη συλλογή Live or Die [1966])

μτφ: Κατερίνα Σχινά

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Εδώ που ζω σ’ ετούτο το αξιότιμο σπίτι της δάφνης


Ζω μέσα στα ξύλινα πόδια μου και ω!
στα καταπράσινα χέρια μου.
Είναι πολύ αργά να ευχηθώ
να μην είχα τρέξει μακριά σου, Απόλλωνα.
Το αίμα ακόμα ρέει στις φλέβες μου που ζώνει ο φλοιός.
Εγώ, που νύμφη έτρεξα, με πόδια ρίζες να γλιτώσω
έχω μονάχα αυτήν την τελευταία επιθυμία,
να οπλίσω αυτά τα δέντρα μέσα στα οποία βρίσκομαι.
Αυτό το μέτρο που έχασα, μετάξι ντύνει τους παλμούς μου. 
Κάθε αιώνας που περνά, οι πανουργίες της ανάγκης με πονάνε. 
Η παγωνιά χτυπά ελαφρά το δέρμα μου
κι εγώ στέκομαι τιμημένη και στιλπνή
γιατί εξαφανίστηκες εγκαίρως.
Ο αέρας σφυρίζει για σένα, για το πέπλο της ανάσας μου
που διαλύεται  στο φως σου
με αυτήν τη συγκλονιστική ιεροτελεστία. 
Ξέρω μονάχα πώς αυτός ο άκαιρος πόθος
πέταξε για πάντα τη σάρκα στον αέρα
και κύλησε τους φόβους μου
μέχρι την μύχια Ρώμη του μύθου που διασχίσαμε.
Είμαι γροθιά της ταραχής μου
καθώς ξεχύνομαι στα αστέρια στα άδεια χρόνια. 
Χτίζω τον αέρα με το στέμμα της τιμής, σύμβολο
για την άκαιρη και άτυχη όρεξή μου.
Να με τιμήσεις βιάστηκες, Απόλλωνα.
Δεν έχει μείνει  πια κανείς που να καταλαβαίνει
πώς περιμένω εδώ
μέσα στα ξύλινα πόδια μου και ω!
στα καταπράσινα χέρια μου.


WHERE I LIVE IN THIS HONORABLE HOUSE OF THE LAUREL TREE
I live in my wooden legs and O
my green green hands.
Too late
to wish I had no run from you, Apollo,
blood moves still in my bark bound veins.
I, who ran nymph foot ito root in flight,
have only this late desire to arm the trees
I lie within. The measure that I have lost
silks my pulse. Each century the trickeries
of need pain me everywhere.
Frost taps my skinn and I stay glossed
in honor for you are gone in time. The air
rings for you, for that astonishing rite
of my breathing tent undone within your light.
I only know how this untimely lust has tossed
flesh at the wind forever and moved my fears
toward the intimate Rome of the myth we crossed.
I am a fist of my unease
as i spill toward the stars in the empty years.
I build the air with the crown of honor; it keys
my out of time and luckless appetite.
You gave me honor too soon, Apollo.
There is no one left who understands
how I wait
here in my wooden legs and O
my green green hands.



Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Στο σπίτι στην παραλία




Οι πόρτες ανοίγουν
και η κάψα χαλαρώνει,
όλοι χαλαρώνουν,
όλοι περπατούν γυμνοί.
Δύο από αυτούς περπατούν επάνω στο τραπέζι.
Δεν φοβούνται την δυσαρέσκεια του Θεού.
Δεν θα 'χουν πάρε-δώσε με τον άγγελο
που τους φωνάζει απ' τη μπουρού
και ρίχνει τον ωκεανό έξω στα βράχια.
Ένας απ' αυτούς ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Ένας απ' αυτούς τυλίγεται στην κολώνα του κρεβατιού
και οι δυο τους σφυροκοπούν το πάτωμα.

Το μικρό μου κρεβατάκι τους ακούει
όλη τη νύχτα -
ακόμα κι όταν ο ωκεανός φουσκώνει,
ακόμα και με κάθε πόρτα σφραγισμένη,
τους επιτρέπεται να ανυψώνουν το αντικείμενο,
τους επιτρέπεται να ανεβαίνουνε στην κούνια.
Στη φυλακή μου από πευκόξυλο και ελατήρια,
πάνω απ' το περβάζι μου, κάτω από το πόμολο,
είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκονται
σε δέσιμο βασιλικό.

Δείξε έλεος, μαξιλάρι μου,
μείνε βουβό και αδιάφορο,
και μην ακούς καμιά λέξη καταστροφής!
Μείνε κοντά μου, μικρά μου ξινισμένα πούπουλα,
μικρέ μου σύντροφε όλο αλάτι.
Οι αγάπες μου λαδώνουν τα οστά τους,
τα παραδίδουν ύστερα με ήχους απερίγραπτους
που τους πηγαίνουν εδώ κι εκεί
ενώ το καλοκαίρι ορμάει μέσα έξω
ξανά και ξανά
στο δωμάτιό τους.




IN THE BEACH HOUSE


The doors open
and the heat undoes itself,
everyone undoes himself,
everyone walks naked.
Two of them walk on the table.
They are not afraid of God's displeasure.
They will have no truck with the angel
who hoots from the fog horn
and throws the ocean into the rocks outside.
One of them covers the bedstead.
One of them winds round the bedpost
and both of them beat on the floor.

My little cot listens in
all night long —
even with the ocean turned up high,
even with every door boarded up,
they are allowed the lifting of the object,
the placing themselves upon the swing.
Inside my prison of pine and bedspring,
over my window sill, under my knob,
it is plain that they are at
the royal strapping.

Have mercy, little pillow,
stay mute and uncaring,
hear not one word of disaster!
Stay close, little sour feather,
little fellow full of salt.
My loves are oiling their bones
and then delivering them with unspeakable sounds
that carry them this way and that
while summer is hurrying its way in and out,
over and over,
in their room.



Anne Sexton
Μετάφραση: Σταυρίδου Δήμητρα

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Το φιλί

Το φιλί

Το στόμα μου ανθίζει σαν πληγή από κόψιμο.
Αδικήθηκα τη χρονιά όλη, ανίας
νύχτες, τίποτ' άλλο από τραχείς αγκώνες σ' αυτές
και ντελικάτα κουτιά Κλίνεξ που φώναζαν κλαψιάρα
κλαψιάρα, κορόιδο!
Το σώμα μου ήταν άχρηστο χθες.
Τώρα σκίζεται στις τέσσερις γωνιές του.
Σκίζει τα ρούχα της γερόντισσας Μαρίας, κόμπο-κόμπο
και κοίτα - Τώρα έγινε κοχλίας σε χρήση μ' αυτές τις ηλεκτροβίδες.
Ζινγ! Μια ανάσταση!
Κάποτε ήταν καράβι, τελείως ξύλινο
και χωρίς αποστολή, χωρίς αλατόνερο από κάτω
και χρειαζόταν λίγο βάψιμο. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από ένα σύνολο σανιδιών. Αλλά την ανέβασες, την αρμάτωσες.
Ηταν η εκλεκτή σου.
Τα νεύρα μου διεγείρονται. Τα ακούω να ηχούν σαν
μουσικά όργανα. Οπου υπάρχει σιωπή
τα τύμπανα, οι χορδές παίζουν αθεράπευτα. Εσύ το έκανες αυτό.
Σκέτη ιδιοφυΐα στην πράξη. Λατρεία μου, ο συνθέτης έχει ήδη βηματίσει
στη φωτιά.