Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Xuan Bello. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Xuan Bello. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 7 Μαΐου 2012
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Είμαι το απόγεμα εκείνο ανάμεσα σε πολλά απογέματα,
εκείνο που κρύβει από την παιδική ηλικία
ένα λαβύρινθο από βροχή και ήλιο.
Είμαι η σιωπή μιας κάμαρης,
εδώ και χρόνια, όπου γράφω ανώφελα.
Είμαι όλες οι μέρες που πέρασα προσμένοντας
μακριά, πολύ μακριά απ’ τη θάλασσα.
Είμαι το ξερό φύλλο που εγώ ο ίδιος μάζεψα,
εκείνο που μετά λησμόνησα,
ανάμεσα στις σελίδες ενός άγραφου βιβλίου.
Είμαι κάποιοι στίχοι του Ζεράρ ντε Νερβάλ,
δικαιολογία σήμερα για τη ζωή μου.
Είμαι το ρόδο που μούσκεψε η βροχή,
μυστικό κι εφήμερο, απόμακρο.
Είμαι η φωνή του ποταμού, κρυμμένη
πίσω από τις φλαμουριές της παιδικής ηλικίας.
Είμαι η ματιά, τρομερή και ξένη,
του Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Είμαι τα πράγματα που φεύγουν,
αυτά που δε μένουν.
Είμαι, φευγαλέα, οι στίχοι ετούτοι.
Κι είμαι και εσύ κι εκείνος ο τρίτος
που θα διορθώνει αύριο τούτους τους στίχους.
Είμαι το συμβολικό και θλιμμένο αυτό απόγεμα,
αυτό που για πάντα φυλάει
τη νύχτα στο σπίτι.
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Κυριακή 6 Μαΐου 2012
ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Εγώ, που δεν πιστεύω πια σε ό,τι γράφω,
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Ο Ζουάν Μπέγιο γεννήθηκε στο Πανιθέιρος (Τινέο, Αστούριας) το 1965. Διέμεινε μεγάλο χρονικό διάστημα της παιδικής του ηλικίας στην Τουδέλα Βεγίν ενώ, έφηβος πλέον, έφυγε πηγαίνοντας να ζήσει στο Οβιέδο στου οποίου το πανεπιστήμιο παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Το 1982 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα, με τον τίτλο Nel cuartu mariellu, το οποίο είχε συγγράψει σε ηλικία 16 ετών. Από τότε δεν έπαψε να δημιουργεί ένα πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο στο χώρο της ποίησης, του δοκιμίου, της πεζογραφίας και της δημοσιογραφίας. Υπήρξε συνιδρυτής κάποιων αστουριανικών λογοτεχνικών περιοδικών, όπως το Andréi και το Zimbru, καθώς και συνεργάτης του Lletres asturianes και του Clarín. Ανήκει στη λεγόμενη «δεύτερη γενιά του Surdimientu» (δηλ. της δεύτερης «βουβής» μεταπολεμικής -λόγω φρανκισμού- γενιάς, στμ.) και υπήρξε ενεργό μέλος της λογοτεχνικής ομάδας Óliver. Είναι συντάκτης του εβδομαδιαίου φύλλου Les noticies, στο οποίο τακτικά δημοσιεύει άρθρα. Ο Ζουάν Μπέγιο είναι, χωρίς αμφιβολία, από τους πλέον σημαίνοντες συγγραφείς στην αστουριανή γλώσσα, καθώς και ο συγγραφέας που έχει επιτύχει την περισσότερη προβολή σε ολόκληρη την Ισπανία, με αξιοσημείωτες επιτυχίες, στο κοινό και την κριτική, με βιβλία όπως το Historia universal de Paniceiros και το Los cuarteles de la memoria, τα οποία έχει ο ίδος μεταφράσει στα καστιλιάνικα και συγκεντρώσει στην έκδοση με τον τίτλο Paniceiros (2004).
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Εγώ, που δεν πιστεύω πια σε ό,τι γράφω,
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Είμαι το απόγεμα εκείνο ανάμεσα σε πολλά απογέματα,
εκείνο που κρύβει από την παιδική ηλικία
ένα λαβύρινθο από βροχή και ήλιο.
Είμαι η σιωπή μιας κάμαρης,
εδώ και χρόνια, όπου γράφω ανώφελα.
Είμαι όλες οι μέρες που πέρασα προσμένοντας
μακριά, πολύ μακριά απ’ τη θάλασσα.
Είμαι το ξερό φύλλο που εγώ ο ίδιος μάζεψα,
εκείνο που μετά λησμόνησα,
ανάμεσα στις σελίδες ενός άγραφου βιβλίου.
Είμαι κάποιοι στίχοι του Ζεράρ ντε Νερβάλ,
δικαιολογία σήμερα για τη ζωή μου.
Είμαι το ρόδο που μούσκεψε η βροχή,
μυστικό κι εφήμερο, απόμακρο.
Είμαι η φωνή του ποταμού, κρυμμένη
πίσω από τις φλαμουριές της παιδικής ηλικίας.
Είμαι η ματιά, τρομερή και ξένη,
του Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Είμαι τα πράγματα που φεύγουν,
αυτά που δε μένουν.
Είμαι, φευγαλέα, οι στίχοι ετούτοι.
Κι είμαι και εσύ κι εκείνος ο τρίτος
που θα διορθώνει αύριο τούτους τους στίχους.
Είμαι το συμβολικό και θλιμμένο αυτό απόγεμα,
αυτό που για πάντα φυλάει
τη νύχτα στο σπίτι.
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Είμαι το απόγεμα εκείνο ανάμεσα σε πολλά απογέματα,
εκείνο που κρύβει από την παιδική ηλικία
ένα λαβύρινθο από βροχή και ήλιο.
Είμαι η σιωπή μιας κάμαρης,
εδώ και χρόνια, όπου γράφω ανώφελα.
Είμαι όλες οι μέρες που πέρασα προσμένοντας
μακριά, πολύ μακριά απ’ τη θάλασσα.
Είμαι το ξερό φύλλο που εγώ ο ίδιος μάζεψα,
εκείνο που μετά λησμόνησα,
ανάμεσα στις σελίδες ενός άγραφου βιβλίου.
Είμαι κάποιοι στίχοι του Ζεράρ ντε Νερβάλ,
δικαιολογία σήμερα για τη ζωή μου.
Είμαι το ρόδο που μούσκεψε η βροχή,
μυστικό κι εφήμερο, απόμακρο.
Είμαι η φωνή του ποταμού, κρυμμένη
πίσω από τις φλαμουριές της παιδικής ηλικίας.
Είμαι η ματιά, τρομερή και ξένη,
του Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Είμαι τα πράγματα που φεύγουν,
αυτά που δε μένουν.
Είμαι, φευγαλέα, οι στίχοι ετούτοι.
Κι είμαι και εσύ κι εκείνος ο τρίτος
που θα διορθώνει αύριο τούτους τους στίχους.
Είμαι το συμβολικό και θλιμμένο αυτό απόγεμα,
αυτό που για πάντα φυλάει
τη νύχτα στο σπίτι.
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010
ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Εγώ, που δεν πιστεύω πια σε ό,τι γράφω,
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Εγώ, που δεν πιστεύω πια σε ό,τι γράφω,
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009
Σημειώσεις σε μια χαρτοπετσέτα στο Charbon
Σημειώσεις σε μια χαρτοπετσέτα στο Charbon
Υπάρχει ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού που τον διασχίζουν γαλάζια όνειρα
Oπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ δεν ξέρω ποιος ονειρεύεται ούτε και το μυστικό του
Μονάχα κάποιες σημειώσεις στην πίσω όψη μιας παρατημένης χαρτοπετσέτας
Και αυτό το τόσο τραχύ κρασί που πίνω στα τραπεζάκια έξω στο Charbon
(έχουν περάσει τόσα χρόνια που μοιάζει με όνειρο ή μ' ένα ξεστράτισμα της μνήμης
η ματιά σου να διασταυρώνεται με τη δικιά μου: λευκή ομίχλη πάνω από μαύρο ποταμό)
Υπάρχει και τον διασχίζουν άυπνοι πεζοί ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού
που τον λένε Rue Ménil Montant πολύ κοντά πια στην πόλη των νεκρών
Οριοθετημένη από Αραβες που σπαταλούν τη ζωή τους σε κοινότοπες συζητήσεις
ενώ πίνουν έναν καφέ. Eγώ λέω στον σερβιτόρο: «Αυτό το κρασί είναι πολύ καλό»
Αυτός αποκρίνεται: «Βοσνιακό. Τι περιμένατε;», και στέκει να κοιτά
τον δρόμο που ανηφορίζει αργά και τη σελήνη τόσο διακριτική τέτοιαν ώρα και λέω:
Η πόλη είναι γαλάζια όπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ
Γαλάζια σαν τη σελήνη στον πάτο του ποτηριού της νύχτας
ή σ' ένα πεζό του Βιγιέ ντε λ'Ιλ Αντάμ
Γαλάζιο συμβατικά γαλάζιο όπως τα βάτα στο χωράφι της αποθυμιάς
που με σέρνει ακόλαστο πίσω από τα γοργά και προσεχτικά βήματά σου
ω Παναγιά μου του Θανάτου
Υπάρχει ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού που τον διασχίζουν γαλάζια όνειρα
Oπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ δεν ξέρω ποιος ονειρεύεται ούτε και το μυστικό του
Μονάχα κάποιες σημειώσεις στην πίσω όψη μιας παρατημένης χαρτοπετσέτας
Και αυτό το τόσο τραχύ κρασί που πίνω στα τραπεζάκια έξω στο Charbon
(έχουν περάσει τόσα χρόνια που μοιάζει με όνειρο ή μ' ένα ξεστράτισμα της μνήμης
η ματιά σου να διασταυρώνεται με τη δικιά μου: λευκή ομίχλη πάνω από μαύρο ποταμό)
Υπάρχει και τον διασχίζουν άυπνοι πεζοί ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού
που τον λένε Rue Ménil Montant πολύ κοντά πια στην πόλη των νεκρών
Οριοθετημένη από Αραβες που σπαταλούν τη ζωή τους σε κοινότοπες συζητήσεις
ενώ πίνουν έναν καφέ. Eγώ λέω στον σερβιτόρο: «Αυτό το κρασί είναι πολύ καλό»
Αυτός αποκρίνεται: «Βοσνιακό. Τι περιμένατε;», και στέκει να κοιτά
τον δρόμο που ανηφορίζει αργά και τη σελήνη τόσο διακριτική τέτοιαν ώρα και λέω:
Η πόλη είναι γαλάζια όπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ
Γαλάζια σαν τη σελήνη στον πάτο του ποτηριού της νύχτας
ή σ' ένα πεζό του Βιγιέ ντε λ'Ιλ Αντάμ
Γαλάζιο συμβατικά γαλάζιο όπως τα βάτα στο χωράφι της αποθυμιάς
που με σέρνει ακόλαστο πίσω από τα γοργά και προσεχτικά βήματά σου
ω Παναγιά μου του Θανάτου
Υπάρχει ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού που τον διασχίζουν γαλάζια όνειρα
Oπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ δεν ξέρω ποιος ονειρεύεται ούτε και το μυστικό του
Μονάχα κάποιες σημειώσεις στην πίσω όψη μιας παρατημένης χαρτοπετσέτας
Και αυτό το τόσο τραχύ κρασί που πίνω στα τραπεζάκια έξω στο Charbon
(έχουν περάσει τόσα χρόνια που μοιάζει με όνειρο ή μ' ένα ξεστράτισμα της μνήμης
η ματιά σου να διασταυρώνεται με τη δικιά μου: λευκή ομίχλη πάνω από μαύρο ποταμό)
Υπάρχει και τον διασχίζουν άυπνοι πεζοί ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού
που τον λένε Rue Ménil Montant πολύ κοντά πια στην πόλη των νεκρών
Οριοθετημένη από Αραβες που σπαταλούν τη ζωή τους σε κοινότοπες συζητήσεις
ενώ πίνουν έναν καφέ. Eγώ λέω στον σερβιτόρο: «Αυτό το κρασί είναι πολύ καλό»
Αυτός αποκρίνεται: «Βοσνιακό. Τι περιμένατε;», και στέκει να κοιτά
τον δρόμο που ανηφορίζει αργά και τη σελήνη τόσο διακριτική τέτοιαν ώρα και λέω:
Η πόλη είναι γαλάζια όπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ
Γαλάζια σαν τη σελήνη στον πάτο του ποτηριού της νύχτας
ή σ' ένα πεζό του Βιγιέ ντε λ'Ιλ Αντάμ
Γαλάζιο συμβατικά γαλάζιο όπως τα βάτα στο χωράφι της αποθυμιάς
που με σέρνει ακόλαστο πίσω από τα γοργά και προσεχτικά βήματά σου
ω Παναγιά μου του Θανάτου
Υπάρχει ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού που τον διασχίζουν γαλάζια όνειρα
Oπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ δεν ξέρω ποιος ονειρεύεται ούτε και το μυστικό του
Μονάχα κάποιες σημειώσεις στην πίσω όψη μιας παρατημένης χαρτοπετσέτας
Και αυτό το τόσο τραχύ κρασί που πίνω στα τραπεζάκια έξω στο Charbon
(έχουν περάσει τόσα χρόνια που μοιάζει με όνειρο ή μ' ένα ξεστράτισμα της μνήμης
η ματιά σου να διασταυρώνεται με τη δικιά μου: λευκή ομίχλη πάνω από μαύρο ποταμό)
Υπάρχει και τον διασχίζουν άυπνοι πεζοί ένας δρόμος στην καρδιά του Παρισιού
που τον λένε Rue Ménil Montant πολύ κοντά πια στην πόλη των νεκρών
Οριοθετημένη από Αραβες που σπαταλούν τη ζωή τους σε κοινότοπες συζητήσεις
ενώ πίνουν έναν καφέ. Eγώ λέω στον σερβιτόρο: «Αυτό το κρασί είναι πολύ καλό»
Αυτός αποκρίνεται: «Βοσνιακό. Τι περιμένατε;», και στέκει να κοιτά
τον δρόμο που ανηφορίζει αργά και τη σελήνη τόσο διακριτική τέτοιαν ώρα και λέω:
Η πόλη είναι γαλάζια όπως σ' ένα ποίημα του Απολλιναίρ
Γαλάζια σαν τη σελήνη στον πάτο του ποτηριού της νύχτας
ή σ' ένα πεζό του Βιγιέ ντε λ'Ιλ Αντάμ
Γαλάζιο συμβατικά γαλάζιο όπως τα βάτα στο χωράφι της αποθυμιάς
που με σέρνει ακόλαστο πίσω από τα γοργά και προσεχτικά βήματά σου
ω Παναγιά μου του Θανάτου
Τα νέα ρόδα
Τα νέα ρόδα
Ενώ πίνεις έναν καφέ
στο Saint-Martin-in-the fields
νιώθεις την απέραντη θλίψη
της γης.
Είναι πια απόγεμα
κι είναι Αύγουστος και το σούρουπο αργεί να πέσει
στη ζωή της Trafalgar Square.
Κι ακόμα νιώθεις
τον γλυκό ρυθμικό κυματισμό κάποιων χειλιών
που προσκαλούν στον γλυκό θάνατο
του νέου κρασιού.
Παράξενα λόγια
σε παράξενη γλώσσα
(δεν την ξέρεις καλά ακόμη).
Συζητάς για κοινότοπα πράγματα.
Λένε πως από δω πέρασε ο Λόρδος Βύρων.
Εσύ απαντάς:
Ο ίσκιος αυτός που κοιμάται στην κρύπτη αυτή
να φυλάει άραγε το όνειρο των χρόνων που περνούν,
τη δύσκολη μνήμη των παιδιών;
Και προσθέτεις:
Πιο πολύ θα ταίριαζε να παραθέσει κανείς Πάουντ.
Δεν θα νιώσουν την απουσία μας
τα νέα ρόδα.
Ενώ πίνεις έναν καφέ
στο Saint-Martin-in-the fields
νιώθεις την απέραντη θλίψη
της γης.
Είναι πια απόγεμα
κι είναι Αύγουστος και το σούρουπο αργεί να πέσει
στη ζωή της Trafalgar Square.
Κι ακόμα νιώθεις
τον γλυκό ρυθμικό κυματισμό κάποιων χειλιών
που προσκαλούν στον γλυκό θάνατο
του νέου κρασιού.
Παράξενα λόγια
σε παράξενη γλώσσα
(δεν την ξέρεις καλά ακόμη).
Συζητάς για κοινότοπα πράγματα.
Λένε πως από δω πέρασε ο Λόρδος Βύρων.
Εσύ απαντάς:
Ο ίσκιος αυτός που κοιμάται στην κρύπτη αυτή
να φυλάει άραγε το όνειρο των χρόνων που περνούν,
τη δύσκολη μνήμη των παιδιών;
Και προσθέτεις:
Πιο πολύ θα ταίριαζε να παραθέσει κανείς Πάουντ.
Δεν θα νιώσουν την απουσία μας
τα νέα ρόδα.
Η νύχτα στο σπίτι
Η νύχτα στο σπίτι
Είμαι το απόγεμα εκείνο ανάμεσα σε πολλά απογέματα,
εκείνο που κρύβει από την παιδική ηλικία
έναν λαβύρινθο από βροχή και ήλιο.
Είμαι η σιωπή μιας κάμαρης,
εδώ και χρόνια, όπου γράφω ανώφελα.
Είμαι όλες οι μέρες που πέρασα προσμένοντας
μακριά, πολύ μακριά απ' τη θάλασσα.
Είμαι το ξερό φύλλο που εγώ ο ίδιος μάζεψα,
εκείνο που μετά λησμόνησα,
ανάμεσα στις σελίδες ενός άγραφου βιβλίου.
Είμαι κάποιοι στίχοι του Ζεράρ ντε Νερβάλ,
δικαιολογία σήμερα για τη ζωή μου.
Είμαι το ρόδο που μούσκεψε η βροχή,
μυστικό κι εφήμερο, απόμακρο.
Είμαι η φωνή του ποταμού, κρυμμένη
πίσω από τις φλαμουριές της παιδικής ηλικίας.
Είμαι η ματιά, τρομερή και ξένη,
του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Είμαι τα πράγματα που φεύγουν,
αυτά που δεν μένουν.
Είμαι, φευγαλέα, οι στίχοι ετούτοι.
Κι είμαι και εσύ κι εκείνος ο τρίτος
που θα διορθώνει αύριο ετούτους τους στίχους.
Είμαι το συμβολικό και θλιμμένο αυτό απόγεμα,
αυτό που για πάντα φυλάει
τη νύχτα στο σπίτι.
Είμαι το απόγεμα εκείνο ανάμεσα σε πολλά απογέματα,
εκείνο που κρύβει από την παιδική ηλικία
έναν λαβύρινθο από βροχή και ήλιο.
Είμαι η σιωπή μιας κάμαρης,
εδώ και χρόνια, όπου γράφω ανώφελα.
Είμαι όλες οι μέρες που πέρασα προσμένοντας
μακριά, πολύ μακριά απ' τη θάλασσα.
Είμαι το ξερό φύλλο που εγώ ο ίδιος μάζεψα,
εκείνο που μετά λησμόνησα,
ανάμεσα στις σελίδες ενός άγραφου βιβλίου.
Είμαι κάποιοι στίχοι του Ζεράρ ντε Νερβάλ,
δικαιολογία σήμερα για τη ζωή μου.
Είμαι το ρόδο που μούσκεψε η βροχή,
μυστικό κι εφήμερο, απόμακρο.
Είμαι η φωνή του ποταμού, κρυμμένη
πίσω από τις φλαμουριές της παιδικής ηλικίας.
Είμαι η ματιά, τρομερή και ξένη,
του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Είμαι τα πράγματα που φεύγουν,
αυτά που δεν μένουν.
Είμαι, φευγαλέα, οι στίχοι ετούτοι.
Κι είμαι και εσύ κι εκείνος ο τρίτος
που θα διορθώνει αύριο ετούτους τους στίχους.
Είμαι το συμβολικό και θλιμμένο αυτό απόγεμα,
αυτό που για πάντα φυλάει
τη νύχτα στο σπίτι.
Μάγια
Μάγια
Οδηγημένα από το κρυφό χέρι του ανέμου
πορεύονται στον δρόμο, αργά,
τα βόδια του ήλιου.
Είναι καλοκαίρι
και νυχτώνει.
Από την πυκνή τη σιγαλιά
αναδύονται νεανικές και σχολικές φωνές.
Αυτός ο τέλειος τόνος της δίψας
(δεν ακούς το ποτάμι που κυλάει μακριά;)
συνοδεύει σήμερα τα λόγια μου.
Τίποτα πια δεν διαταράσσει τις ώρες που περνούν,
τον χρόνο που σιγοκαίει γλυκά
χρυσά άχυρα και ξεραμένο χώμα.
Στο μεταξύ περνάς,
κρατώντας το ποδήλατο,
γελάς και χαιρετάς με χαρά.
Ξανακλείνω
τα δεκαπέντε χρόνια μου και συ τα δεκατρία.
Οδηγημένα από το κρυφό χέρι του ανέμου
πορεύονται στον δρόμο, αργά,
τα βόδια του ήλιου.
Είναι καλοκαίρι
και νυχτώνει.
Από την πυκνή τη σιγαλιά
αναδύονται νεανικές και σχολικές φωνές.
Αυτός ο τέλειος τόνος της δίψας
(δεν ακούς το ποτάμι που κυλάει μακριά;)
συνοδεύει σήμερα τα λόγια μου.
Τίποτα πια δεν διαταράσσει τις ώρες που περνούν,
τον χρόνο που σιγοκαίει γλυκά
χρυσά άχυρα και ξεραμένο χώμα.
Στο μεταξύ περνάς,
κρατώντας το ποδήλατο,
γελάς και χαιρετάς με χαρά.
Ξανακλείνω
τα δεκαπέντε χρόνια μου και συ τα δεκατρία.
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009
ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Εγώ, που δεν πιστεύω πια σε ό,τι γράφω,
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Εγώ, που δεν πιστεύω πια σε ό,τι γράφω,
που λέω ψέματα όταν μιλώ για την απόχρωση
αυτών που έχουν σημασία, εγώ, στα εικοσικαιβάλε
χρόνια της ζωής μου, στο Οβιέδο, δηλώνω
πως δίκιο έχουν τα πράγματα που ξεφεύγουν,
ο καπνός του τσιγάρου, ο αέρας που αναπνέω,
η ζωή που μου φεύγει μέσα απ’ τα χέρια
σα νερό σε πανέρι.
Εγώ, που κρυώνω απόψε
και μαντεύω εκεί μακριά, απομονωμένο,
το φως σ’ ένα παράθυρο κάποιας που δεν με περιμένει,
εγώ, που έκανα όλα όσα ήθελα,
και έκανα όλα όσα δεν ήθελα,
εγώ έχω για προορισμό μου το άγνωστο
και για παρελθόν τη νοσταλγία
όσων δεν έζησα.
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου στη σιωπή.
Την επίφοβη και σκεφτική σιωπή, αμείλικτη
όταν κάποιος περιμένει μια λέξη από μένα
(εγώ δε σκέφτομαι τίποτα, κοιτώ το ταβάνι, αποκοιμιέμαι
και ονειρεύομαι τις απίθανες ζωές που διαισθάνομαι).
Σιωπηλά έφερα τη σκέψη μου σε σένα και στη ζωή μου
σε σένα, γιατί σε χάνω και τραγουδώ
εκείνο που πρόσμενα να έχω και δεν έχω.
Το ξέρω εγώ το φως σε ένα παράθυρο, τη νύχτα,
και το πλάσμα που βρίσκει απάγκιο στο φως αυτό, γλυκό
και ξανθό σαν το φως του ήλιου στο σιτάρι.
Την ξέρω εγώ τη δειλία που φέρνουν τα χρόνια
και το πόδι που σκοντάφτει στα χαλιά
και το ον που άστοχα, άκαιρα, μπαίνει εντός μου
και δε θέλει πια να βγει ποτέ. Εγώ, ο Ζουάν Μπέγιο,
που έχω περάσει τη ζωή μου διαβάζοντας βιβλία
που θέλησα να ζήσω απ’ αυτή την πλευρά του καθρέφτη
(εδώ πια ζωή δεν υπήρχε),
εγώ, που γνωρίζω τη θάλασσα απ’ αυτά που γράφω,
και το φως της ημέρας απ’ αυτά που έχουν γράψει άλλοι,
εγώ υπήρξα ευτυχής και υπήρξα δυστυχής, με αγάπησαν και
αγάπησα
και έναν έρωτα που πλέκει μεταξύ τους ματιές με έννοιες.
Περπατώ στο δρόμο και κοιτώ τα πρόσωπα του κόσμου.
Τα πρωινά, στα μικρομάγαζα του Pumarín
(όπου μπορείς να αλλάξεις δυο κουβέντες για ένα σκόντο
πέντε τοις εκατό)
μίλησα όλο ευγένεια, καλούς τρόπους, ζήτησα να μην είναι
επώδυνη η ζωή.
Όμως το σούρουπο μπήκε καλπάζοντας στη ζωή μου
σα γέρικο άλογο που τρέχει για να μη σταματήσει,
το σούρουπο μπήκε με γκρίζα φώτα και δίχως ψιχάλα.
Το σούρουπο έφερε μοναξιά, παλιούς ξαναδιαβασμένους
στίχους
με πάθος πια προσποιητό. Μουχλιασμένους στίχους παλιούς
που επαναλαμβάνω εδώ
προσποιούμενος πάθος, προσποιούμενος έρωτα,
προσποιούμενος πως είμαι
τα λόγια που λέω.
Υπήρξαν πλοία που είδα στο λιμάνι χωρίς ποτέ να
επιβιβαστώ.
Υπήρξαν έρημοι που διέσχισα, στους χάρτες, με το δάχτυλο.
Υπήρξαν γυναίκες που αγάπησα, με έναν έρωτα βουβό,
και που συνέχισαν να τραβούν το δρόμο τους,
δίχως να με δουν
Xuan Bello
Μετ. Νίκος Πρατσίνης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)