Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα RAFAEL ALBERTI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα RAFAEL ALBERTI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΟΡΓΙΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

 RAFAEL ALBERTI


Είναι πύλες αιμάτων,
χιλιετίες μίσους,
βροχές μνησικακιών, θάλασσες.
Τί σού ’κανα, πες μου,
και τους τινάζεις;
Γιατί με την ξινή σου ανάσα
μού πυρπολείς τους αγγέλους μου όλους;
Τσεκούρια και αστραπές
λίγο μου φτουράνε εμένα.
Ένοπλες νύχτες όχι, μήτε άνεμοι
αφοσιωμένοι.
Χιμάς, μου επιτίθεσαι,
με σέρνεις ανδράποδο
στο φως σου, που δεν είναι φως δικό μου,
για να με τορνέψεις.
Στο ξινό σου το φως, το τόσο ξινό,
που δεν δαγκώνει κανέναν.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ ΣΩΜΑ, 3



Τίς ο σείων στο προσκέφαλό μου
βασιλείες χολής και αιμάτων,
ουρανούς θειαφένιους
και όξους πελάγη.
Ποιά φωνή μεταστάσα τα ορίζει τούτα;
Εναντίον μου, κόσμοι ολόκληροι,
εναντίον μου, και ενώ κοιμάμαι,
με τα χέρια μου δεμένα
ανυπεράσπιστος όλως.
Ομίχλες πεζές και έφιππες,
ομίχλες διοικούμενες
από καπνούς αγνώστους μου και εντός μου θαμμένους,
να με σβήσουν προελαύνουν.
Και γκρεμίζονται τείχη,
των πόλεων τα κάστρα εκείνα
που με προστάτευαν.
Και γκρεμίζονται οι πύργοι,
οι ευθυτενείς
φρουροί του ύπνου μου.
Και ο άνεμος,
η Γη,
η νύχτα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ



Δια μέσου των αιώνων
μέσ’ απ’ το τίποτα του κόσμου
άγρυπνος εγώ να σε γυρεύω.
Πίσω μου, αναίσθητος,
χωρίς να μ’ ακουμπάει στον ώμο
ο νεκρός μου ο άγγελος αγρυπνάει.
Ο Παράδεισος κατά πού πέφτει,
πες, ίσκιε εσύ, που έχεις πάει;
Η ερώτηση αναπάντητη μένει.
Πόλεις δίχως απαντήσεις,
ποταμοί χωρίς μιλιά, ακρώρειες
χωρίς αντίλαλο, θάλασσες άλαλες.
Ουδείς γνωρίζει. Άντρες
ακίνητοι, όρθιοι, στην όχθη
την ακύμαντη των τάφων,
με αγνοούν. Πουλιά Θλιμμένα,
άσματα απολιθωμένα,
με τις εκστατικές τους πορείες,
πουλιά τυφλά. Και τίποτα δεν ξέρουν.
Χωρίς ήλιο, άνεμοι αρχαίοι,
Αδρανείς, κι έχουν να κάνουν
Λεύγες κι άλλες λεύγες: όρθιοι,
απανθρακωμένοι, πέφτουν
ανάσκελα, μιλάνε λίγο.
Διαλυμένοι, δίχως μορφή και σχήμα,
η κρυμμένη μέσα τους αλήθεια,
οι ουρανοί μακριά μου φεύγουν.
Και τώρα πια στης Γης την άκρη,
επάνω στην υστάτη κόψη,
με τις ματιές να μού γλιστράνε
και με νεκρή εντός μου ελπίδα,
αυτή την πράσινη αψίδα,
στις ζοφερές αβύσσους ψάχνω μέσα.
Τί ρήγμα όλο με ίσκιους!
Του κόσμου χαλασμός σωστός!
Και τί των αιώνων σύγχυση, κομφούζιο!
Πίσω, πίσω! Τρόμος, ναι, τί τρόμος
μες στα βουβά, τ’ αμίλητα σκοτάδια!
Πόσο χαμένη η ψυχή μου πόσο!
Ξύπνα, νεκρέ άγγελέ μου, ξύπνα.
Πού είσαι; Φώτισέ μου
τον γυρισμό μου με τις αχτίδες σου.
Σιγή. Και άλλη σιγή.
Ακίνητοι οι σφυγμοί
της απέραντης νύχτας.
Παράδεισε απολεσθέντα, ω!,
που εχάθηκες, εγώ να σε γυρεύω
τώρα, χωρίς καν φως, εσαεί, για πάντα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Τρεις μνήμες του ουρανού


Πρόλογος
Πριν έρθει το πλήρωμα του χρόνου
Για το ρόδο και τον αρχάγγελο.
Πριν απ το βέλασμα και το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε ακόμα
Αν η θάλασσα θα γεννιόταν αγόρι ή κοριτσάκι.
Όταν ο άνεμος ονειρευόταν χαίτες να τις χτενίζει
Και η φωτιά γαρούφαλα να πυρπολεί και μάγουλα
Και το νερό χείλη αμάθητα να πίνουν,
Πριν απ το σώμα, τ όνομα και τον καιρό.
Τότε θυμούμαι, μια φορά, στον ουρανό
Πρώτη μνήμη
Περπατούσε με μιαν εγκατάλειψη συλλογισμένου κρίνου,
σχεδόν πουλιού που ξέρει πως πρέπει να γεννήσει,
καθρεφτιζόταν δίχως να βλέπει τον εαυτό της
σε μια σελήνη που την έδειχνε καθρέφτη τ όνειρο.
Σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή φανερωνόταν,
Πριν απ την άρπα, τη βροχή και τα λόγια.
Δε γνώριζε,
Λευκή μαθήτρια του ανέμου,
αναριγούσε μαζί με τ αστέρια, με το λουλούδι και με τα δέντρα,
Ο μίσχος της, η πράσινη κορμοστασιά της.
Μαζί με τα δικά μου αστέρια
που, ανίδεα στο καθετί,
για να σκάψουνε δυο λίμνες μες στα μάτια της
την έπνιγαν μες σε δυο θάλασσες.
Και θυμούμαι
Τίποτ άλλο- πεθαμένη, ν απομακρύνεται.
Δεύτερη μνήμη
θρόισμα φιλιών και φτεροκοπήματα
Ακόμα πριν,
Πολύ πριν επαναστατήσουν οι ίσκιοι,
πριν πέσουν επάνω στον κόσμο αναμμένες φτερούγες
κι ένα πουλί να μπορεί να πεθάνει για έναν κρίνο.
Πριν, πριν να ρωτήσεις
τον αριθμό και τη θέση του κορμιού.
Πολύ πριν απ το σώμα.
Την εποχή της ψυχής.
Όταν ίδρυσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τα ουρανού
Την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ κοιτάζοντας με στην ανυπαρξία,
Ανακάλυψες την πρώτη λέξη.
Τότε, συναντηθήκαμε.
Τρίτη μνήμη
πίσω από το ριπίδι
με τα χρυσά φτερά
Τα βαλς τ ουρανού δεν είχαν ακόμα μνηστευθεί
το γιασεμί και το χιόνι,
ούτε οι αύρες αναλογισθεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου.
Ούτε είχε προστάξει ο βασιλιάς να ενταφιασθεί η βιολέτα
μέσα σ ένα βιβλίο.
Όχι.
Ήταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
δίχως τα αρχικά μας πάνω στο ράμφος του,
που οι καμπανούλες και οι κληματίδες
πέθαιναν δίχως εξώστες για να σκαρφαλώσουν τα αστέρια
Ο καιρός
που δεν υπήρχε λουλούδι να στηρίξει το κεφάλι του
στον ώμο ενός πουλιού.
Τότε πίσω απ το ριπίδι σου, η πρώτη μας σελήνη.
.
.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΤΕΛΑΛΗΣ

ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΤΕΛΑΛΗΣ

Πόσο θε νά ’μουνα καλά σαν στη φωλιά μου
σ’ ένα της θάλασσας περβόλι,
με σένανε μαζί περιβολάρισσά μου!

Σε μια καρότσα που ένας σολομός να σέρνει
και να πουλάω, α τι χαρά μου,
κάτω από τη θάλασσα την αλατισμένη
ναι, την πραμάτεια σου, γλυκιά μου.

- Φρέσκα φύκια θαλασσινά,
φρέσκα φύκια!


Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ...ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

       ... παφλασμός φιλιών και φτερακίσματα...

Πιο πριν ακόμα,
πολύ πιο μπροστά από τον ξεσηκωμό των ίσκιων,
πολύ πριν ακόμα πέσουν στον κόσμο φτερά φλεγόμενα
και το πουλί πνιγεί απ’ τον αγριόκρινο.
Πριν, πριν να με ρωτήσεις
τον αριθμό και την οδό του σώματός μου...
Μάλιστα πολύ πριν από το σώμα.
Στην εποχή της ψυχής.
Τότε που εξεκίναγε με σένα στ’ ουρανού το μέτωπο,
και δη δίχως διάδημα και στέμμα,
η πρώτη δυναστεία του όνειρου.
Τότε που εσύ, κοιτώντας με μέσα στο τίποτα,
επινόησες την ολόπρωτη λέξη.

Τότε δε και η συνάντησις ημών των δύο.


****************


ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ


       ... πίσω απ’ τη βεντάγια με τα χρυσά φτερά...

Τα βαλς τ’ ουρανού δεν είχαν έλθει εισέτι
εις γάμου κοινωνίαν με το γιασεμί και με το χιόνι,
ούτε οι αγέρηδες είχαν διανοηθεί
την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
αλλά ούτε και ο βασιλιάς είχε διατάξει
να θάβονται οι βιολέτες σε βιβλία.
Όχι.
Είταν η εποχή ακόμη οπού το χελιδόνι αποδημούσε
Χωρίς τ’ αρχικά μας κρεμασμένα στο ράμφος του.
Οι καμπανούλες και οι κισσοί
πεθαίναν δίχως ράχες μπαλκονιών ν’ αναρριχώνται
και δίχως πεφτάστερα.
Η εποχή είτανε
οπού δεν εφύτρωνε λουλούδι στον ώμο του πουλιού
να γείρεις το κεφάλι σου.

Τότε, πίσω από τη βεντάγια σου, ανάτειλε,
θυμάμαι,
το πρώτο-πρώτο μας φεγγάρι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ...ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν είχαν γενέθλια
ούτε το Ρόδον το εύοσμον ούτε ο Ραφαήλ αρχάγγελος.
Είταν όλα πριν το βέλασμα και πριν το κλάμα.
Καλά-καλά το φως τότε δεν ήξερε
αν η θάλασσα αγόρι θα γεννηθεί ή κορίτσι.

Ο άνεμος ονειρευόταν πως θα χτενίζει κόμες,
η φωτιά θα πυρώνει γαρούφαλλα και θα φλογίζει μάγουλα
και το νερό ότι θα πίνει χείλη ατρέμητα.
Είταν όλα πριν το σώμα
και πριν το όνομα
και πριν τον χρόνο.
Τότε εγώ θυμάμαι ότι, κάποτε, στον ουρανό...


****************


ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ


       ... ένα τσακισμένο κρίνο...

Πήγαινε με παράστημα στοχαζόμενου κρίνου,
πουλί θά ’λεγες που ξέρει πως θα γεννηθεί οπωσδήποτε.
Κοίταζε το εαυτό της και δεν τον έβλεπε
σε μια σελήνη που το όνειρο την έκαμε καθρέφτη,
σε μια χιόνινη σιγή που της εφτέρωσε τα πόδια.
Είτανε πριν την άρπα,
πριν απ’ τη βροχή
και πριν από τα λόγια.

Ουκ έγνω.
Μαθήτρια λευκή του αέρα,
έτρεμε με τ’ άστρα, με τ’ άνθη, με τα δέντρα.
Ο μίσχος της – ισχύς της και μόσχος της.

Με τα δικά μου τ’ αστέρια εστερεώθηκε
που, εν πλήρει του αγνοία,
επήγαν να σκάψουν δυό λίμνες στα μάτια της
και την έπνιξαν σε δύο θάλασσες μέσα.

Θυμάμαι δε ότι...

Τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι: τη θυμάμαι
νεκρή, να ξεμακραίνει.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΕΘΥΜΗΘΗΚΑ

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΕΘΥΜΗΘΗΚΑ
      
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν είχαν γενέθλια
ούτε το Ρόδον το εύοσμον ούτε ο Ραφαήλ αρχάγγελος.
Είταν όλα πριν το βέλασμα και πριν το κλάμα.
Καλά-καλά το φως τότε δεν ήξερε
αν η θάλασσα αγόρι θα γεννηθεί ή κορίτσι.

Ο άνεμος ονειρευόταν πως θα χτενίζει κόμες,
η φωτιά θα πυρώνει γαρούφαλλα και θα φλογίζει μάγουλα
και το νερό ότι θα πίνει χείλη ατρέμητα.
Είταν όλα πριν το σώμα
και πριν το όνομα
και πριν τον χρόνο.
Τότε εγώ θυμάμαι ότι, κάποτε, στον ουρανό...


****************