Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Δάλλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Δάλλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Γιάννης Δάλλας, Τρία ποιήματα





Οι δυο γεφυρες



Από τα ουράνια  τόξα  κάτω  ώς τις αερογέφυρες

είδα  τους φίλους μου  έναν-έναν  να  εκτοξεύονται

προς τις πλωτές  ή κρεμαστές  του διαστήματος

           

Εγώ   κρατώ  τις δυο σημαίνουσες του βίου μου

η μια να τρίζει ώς τον Ευφράτη  και τον Δούναβη

κι η μυσταγωγική της Ελευσίνας, σχίζοντας στα δύο

με τους γεφυρισμούς της τα Ελευσίνια Μυστήρια

         

Μ΄ αυτούς στο στόμα: χωρατά  και μαστιγώματα

            του λόγου  και αντιλόγου

μέσα  από  νέες σκαλωσιές  περνώντας  το κατώφλι

            μπήκα  στο εργαστήρι

κι   έγινα  εκεί   ένας   γεφυροποιός   της ποίησης

           

                       

Ο  ΓΥΡΙΣΜΟΣ   ΤΟΥ   ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ



Αυτός  δεν είναι ο γυρισμός του  μετανάστη

(«Πήγε  λαντζιέρης  και γυρίζει  αμερικάνος...»)

είναι αλλοτρίωση  κι  αναστροφή  πορείας

 

Ο ένας μισός έμεινε εκεί   να  αντιπαλεύει

ένα σκαλί   επάνω-κάτω   από τους άλλους

τους ρέστους  βιοπαλαιστές  ή  εμιγκρέδες

Δεν είχε ιδέα   από  Ηνωμένες Πολιτείες

ούτε  και   ρώτησε  πόσα  δολάρια  κάνει

η χαλκευμένη  της εισόδου  Ελευθερία

         

Ο άλλος  μισός  γύρισε  παίκτης-χαρτοπαίκτης

Τώρα είναι  πιόνι   στη σκακιέρα  της  Ευρώπης

δούλος ή απόβλητος του ευρώ στην Ευρωζώνη







Μη φωνασκεις


Μετά  την    εποχή    των  αγενών  μετάλλων

τη βασιλεία του τροχού  κι   ώς τη  διάσπαση

           του ατόμου

ιδού   που  αναβοσβήνει   και  για  σένα

η  ηλεκτρονική επανάσταση   της  ύλης

          και   αντιύλης

Μη  φωνασκείς  λοιπόν  χέρι   που  γράφεις

μη  θορυβείς  και  πάψε  να  χειρονομείς

         πίσω  απ΄ τις λέξεις

Το   ιμπέριουμ   της φωνής  σου  τέρμα!

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Φυσιολόγος



Θα σε ξανάβρω γη μου…
Θα σε ξανάβρω γη μου ψηλοκρεμαστή καμηλοπάρδαλη
από μια υδάτινη αποβάθρα με γιγάντια σάλτα να γλι-
στράς κάτω απ΄ τα δέντρα
με τη δορά σου κεντημένη από τους κυνηγούς του βάλ-
του με χιλιάδες σκάγια
μ’ όλα τα χρώματα του νότου στο κορμί σου παρδαλό-
στικτη
απ’ το ουρανί της Αμβρακίας μέχρι το βαθύ μαβί του
Ιονίου
κι όταν περνούσε στ’ ανοιχτά πομπή σημαιοστολισμένη
με θυρεούς και βούκινα η ιστορία
να βγάζεις το κεφάλι και να βλέπεις μέσ’ απ’ τα φυλ-
λώματα
λάβαρα –κι έμβολα σπασμένα από ρωμαϊκές γαλέρες
Να σε ξανάβρω να σ’ ανακαλύψω κάτω από τα ερείπια
να μπω στην πρώτη μου φωλιά να ξαναγεννηθώ μαζί σου
Παράβαση πρώτη. Βίος και πολιτεία

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Ἀπό τά Διαβατήρια

Ι
Πόσα χρόνια ἐδῶ κάτω…
Λέω νά κάνω τή βουτιά καί νά φτάσω
ὅπως ὁ δύτης τή μάσκα τοῦ ὀξυγόνου
πού τήν ἔκλεψε ὁ ζηλιάρης βυθός
Νά σέ φτάσω γλυκιά ἀσφυξία μου

2
Βγῆκε ἕνας ἥλιος ραψωδός μές στά χαλάσματα
στάλαζε φῶς στά φυλλοκάρδια τῶν ὀνείρων μου
(φῶς ἐκ φωτός ἀπό τήν πρώτη μου νεότητα)
κι ὕστερα χρίστηκε ἀργυραμοιβός στά ἡμεροστάσια
ἥλιος μέ ἡλίαση – ἔκοβε νομίσματα
κι ἔρραινε τή θλιμμένη τσιμεντούπολη
Κι ἐγώ ἀνέβαινα νά πιάσω στά φυλλώματα τῶν ἄστρων
τούς ὑπερήχους τόσων καί τόσων ἐξαφανισθέντων.

3
Ἄλλη εἶν’ ἡ ὥρα τοῦ σπαρμοῦ καί τῶν ἀνέμων
κι ἄλλη τοῦ καρπωτῆ καί τοῦ ἀχυροσυλλέκτη
ὥρα πού ἔρχονται οἱ καννίβαλοι χορεύοντας
χοροπηδώντας μέ τά τέσσερα στή ζύμη
πάνω στό σῶμα τοῦ ψωμιοῦ
Ἔρχονται οἱ παραζυγιστές κι οἱ χαλκευτές τῆς κρίσης
Γρηγορῆτε!

4
Μέ βρίσκει ἡ νύχτα νά βυθοσκοπῶ τό ποίημα ὡς τή ρίζα του
κι ἔτσι νά βγαίνει τετραγωνισμένη ἡ ἀλήθεια του

5
Νά μοιάζαμε τ’ ἀειθαλῆ καί τά αἰωνόβια
καί κάθε τέτοιαν ἐποχή ν’ ἀλλάζαμε φυλλώματα
μελαχρινοί κορμοί κι οἱ κεφαλές ἀλεύκαντες
τά μέλη μας σέ φλογερή αἰθεροβασία
( ν’ ἄλλαζε δέρμα κι ἡ ψυχή μας πού μαράθηκε)
Καί πάλι ἡ Ἐποχή τροπαιοφόρα μέ τά κόκκινα
ὅπως ἡ μάχη

6
Ἄνοιξε τή γροθιά νά δῶ τί κρύβεις
στῆθος παιδίσκης ἤ χειροβομβίδα;

7
Εἶμ’ ἕνας πίδακας νεροῦ πού ἔγινε στήλη
καί τ’ ὄνομά μου νά τό γράφει ὁ ἄνεμος
ν’ ἀκούγεται ἡ βουή του στό διάστημα
ἀνάμεσα ἀπό τίς κεραῖες τῶν μεγαλουπόλεων
ν’ ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς κωφάλαλους τοῦ μέλλοντος
(Μάνα ἀπό τ’ ἄφεγγα τῆς γῆς εἶδες τί γέννησες;
μιά προτομή βροχῆς κι ἀνέμου γέννησες )
ξόρκι

8
Ἔ! Ἥλιε φύλαρχε αὐτῆς τῆς τσιμεντούπολης
κατέβασε τίς λεοντοκεφαλές ἀπό τήν πύλη
φύγετε φύγετε ἀνθρωπόμορφα
νά ξαναγίνω ἄναρθρος καί δάσος.