Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Pablo Neruda. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Pablo Neruda. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

ΓΕΝΝΗΣΗ

 PABLO NERUDA


Γεννήθηκε ἕνας ἄντρας,
ἕνας μέσα στοὺς πολλοὺς
ποὺ γεννηθήκανε.
Ἔζησε μεταξὺ ἀνδρῶν πολλῶν
ποὺ ὁμοίως ἔζησαν,
πράγμα ποὺ δὲν γράφει ἱστορία,
ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο χῶμα,
τὸ χῶμα αὐτὸ στὸ κέντρο τῆς Χιλῆς, ὅπου
τ᾽ ἀμπέλια κατσαρώνουν τὰ πράσινα μαλλιά τους,
τὰ σταφύλια τρέφονται ἀπ᾽ τὸ φῶς
καὶ τὸ κρασὶ γεννιέται ἀπὸ τοῦ λαοῦ τὰ πόδια.
Παρρὰλ ὁ τόπος λέγεται
ποὺ γεννήθηκα
κάποιον χειμώνα ἐγώ.
Οὔτε τὸ σπίτι ὑπάρχει πιὰ
οὔτε ὁ δρόμος•
ξαμόλησε ἡ κορδιγιέρα
τ᾽ ἄλογά της,
θημώνιασε γερὰ
ὅλη τὴ θαμμένη της στὰ βάθη
δύναμη,
ἀναπήδησαν τὰ ὄρη της
κι ἔπεσε κάτω ὁ λαὸς
μὲ τὸν σεισμὸ ποὺ ἔγινε
φασκιωμένος.
Κι ἔτσι τότε τοῖχοι πλινθόκτιστοι,
πορτρέτα στοὺς τοίχους,
ἔπιπλα σαραβαλιασμένα
στὰ σκοτεινὰ δωμάτια μέσα,
σιωπὴ μὲ σημεῖα στίξεώς της μύγες —
τὰ πάντα ἐγύρισαν ἀνάποδα
καὶ γίνηκαν σκόνη•
κάτι λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε κρατήσει
σχῆμα καὶ αἷμα ἀκόμα,
μόνο ἐμεῖς οἱ λίγοι — καὶ τὸ κρασί.
Τὸ κρασὶ συνέχισε τὴ ζωή του
σκαρφαλώνοντας στὶς ρῶγες
ποὺ ἐσκόρπισε παντοῦ
τὸ περιπλανώμενο
φθινόπωρο,
κατέβηκε σὲ κουφοὺς ληνοὺς
καὶ σὲ βαρέλια
ποὺ βάφτηκαν μὲ τὸ γλυκό του αἷμα,
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, τρέμοντας,
ἐπειδὴ ἡ γῆς ἡ τρομερὴ ἐσειόταν,
ἔφυγε μετὰ γυμνό, μὰ ζώντας.
Δὲν θυμᾶμαι
οὔτε τὸν τόπο οὔτε τὸν χρόνο,
οὔτε πρόσωπα οὔτε σχήματα,
μόνο μι᾽ ἀνεπαίσθητη σκόνη,
τὴν οὔγια τοῦ καλοκαιριοῦ
καὶ τὸ νεκροταφεῖο, ὅπου
μὲ κουβάλησαν
νὰ δῶ ἀνάμεσα στοὺς τάφους
τῆς μάνας μου τὸν ὕπνο.
Κι ἀφοῦ ποτὲ δὲν εἶχα δεῖ
τὴν ὄψη της ἐγώ,
τὴ φώναξα μπροστὰ στοὺς πεθαμένους νὰ τὴ δῶ,
ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἐκεῖ θαμμένοι,
ποιός ξέρει, δὲν μ᾽ ἄκουσε, καὶ δὲν μοῦ εἶπε τίποτα,
κι ἔμεινε μόνη της στὸν τάφο, χωρίς τὸν γιό της,
μόνη, μονόχνωτη, φευγάτη,
ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἴσκιους ἴσκιος.
Ἀπὸ ἐκεῖ εἶμαι ἐγώ, ἀπὸ κεῖνο
τὸ Παρρὰλ μὲ τὴ δονούμενή του γῆ,
μιὰ γῆ γεμάτη μὲ σταφύλια.
Ἐγὼ ἐκεῖ ἐβγῆκα στὴ ζωὴ
μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴ νεκρή μου μάνα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

M’ αρέσεις όταν σωπαίνεις




Μ’ αρέσεις όταν σωπαίνεις, γιατί είσαι σαν ν’ απουσιάζεις,
Και μ’ ακούς από μακρυά, η φωνή μου δεν σ’ αγγίζει.
Μοιάζει σαν τα μάτια σου να έχουν πετάξει
Και μοιάζει σαν ένα φιλί να σου κλείνει το στόμα.
Όπως όλα τα πράγματα είναι γεμάτα απ’ την ψυχή μου
Αναδύεσαι απ’ τα πράγματα γεμάτη από την ψυχή μου.

mermaid
Πεταλούδα του ονείρου μοιάζεις με τη λέξη μελαγχολία.
Μ’ αρέσεις όταν σωπαίνεις σαν να ‘σαι αλαργινή
Σαν να παραπονιέσαι, πεταλούδα που τιτιβίζει.
Και μ’ ακούς από μακρυά, κι η φωνή μου δεν σε φτάνει.
Άφησε με να σωπαίνω με την δική σου σιωπή.
Άφησέ με ακόμα να σου μιλώ με την σιωπή σου
Φωτεινός σαν μια λάμπα, απλός σαν κρίκος.

Είσαι σαν την νύχτα, σιωπηλή κι έναστρη.
Η σιωπή σου είναι αστέρινη, τόσο μακρινή κι απλή.
Μ’ αρέσεις όταν σωπαίνεις γιατί είναι σαν ν’ απουσιάζεις.
Μακρινή κι αξιολύπητη σαν να είχες πεθάνει.
Μια λέξη τότε ένα χαμόγελο φτάνουν.

Και είμαι χαρούμενος που δεν είναι έτσι.



Μετάφραση: ΑΝΝΑ ΒΑΛΒΗ

http://anthologion.gr/2016/11/06/pablo-neruda-m-%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%82/

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Ο ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗΣ



Το κορμί σου ολόκληρο είναι
κούπα ή και ηδονή αποκλειστικά για μένα.
Σα σηκώσω το χέρι μου,
θα βρω παντού ένα περιστέρι
να ψάχνει να με βρει, σάμπως
να σ’ έχουνε από πηλό πλασμένη, αγάπη μου,
για τα δικά μου χέρια
που είναι χέρια αγγειοπλάστη.
Τα γόνατά σου, το στήθος σου,
η μέση σου – μού λείπουνε όλα
σαν τη γούβα στο διψασμένο χώμα
απ’ όπου έλαβαν
μορφή,
και είμαστε τώρα πια εμείς οι δυό μαζί
σαν κοινό ποτάμι,
σαν κόκκοι μες στην ίδιαν άμμο.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ



Σού ’δωσα όνομα – σε είπα βασίλισσα.
Υπάρχουν άλλες ψηλότερες, ψηλότερές σου.
Υπάρχουν άλλες αθωότερες, αθωότερές σου.
Υπάρχουν άλλες ομορφότερες, ομορφότερές σου.
Η βασίλισσα όμως είσαι εσύ.


Στο δρόμο όταν βγαίνεις,
κανείς δεν σε γνωρίζει.
Κανείς δεν βλέπει το κρυστάλλινό σου στέμμα,
κανείς δεν κοιτά το χρυσοπόρφυρο χαλί
που πατάς σαν περνάς –
χαλί που δεν υπάρχει.


Κι όταν γυρίζεις
κελαρύζουν όλα τα ποτάμια
μέσα στο σώμα μου, ξεσηκώνουν
τους ουρανούς οι καμπάνες,
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.


Και μόνο εσύ κι εγώ,
μόνο εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
εμείς οι δύο μόνο τον ακούμε.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.







https://alonakitispoiisis.blogspot.gr/

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΤΟΥΤΗ Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ



Ετούτη η σπασμένη καμπάνα
θέλει, μολονότι σπασμένη, να χτυπάει:
το μέταλλό της είναι πράσινο τώρα,
χρώμα της σέλβας έχει η καμπάνα,
χρώμα του νερού μιας λιμνούλας στο δάσος,
χρώμα της μέρας που φόρεσε φύλλα.
Μπρούντζος πράσινος σπασμένος
είναι τώρα πια η καμπάνα,
και όπως σε λήθαργο έχει πέσει,
περιπλοκάδες την περιπλέκουν
και το παχύ χρυσαφί του μπρούντζου
πήρε πλέον χρώμα βατραχί:
τα χέρια των νερών
και των γιαλών η υγρασία
δώσανε στο μέταλλό της το άπαν του πράσινου,
στην ίδια την καμπάνα εχάρισαν τη χάρη.
Ετούτη η σπασμένη καμπάνα
που τη λιμάρουν συνέχεια οι απότομοι θάμνοι
του ακατάστατου κήπου μου,
καμπάνα πράσινη, τραυματισμένη,
έχει κρύψει τις πληγές της στα χόρτα:
κανέναν δεν φωνάζει πιά και δεν καλεί κανέναν
νά ’ρθει στο πράσινό της κύπελλο
να πιεί τους ήχους της·
μόνο μιά πεταλούδα πετάει μιά στιγμή
πάνω απ’ τον πεταμένο της μπρούντζο
κι έπειτα φεύγει ανοίγοντας μακριά
τα κίτρινα φτερά τους.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

''Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.


''Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Να γράψω, ας πούμε:" 'Εχει μι'αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη".
Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια .
Την αγαπούσα εγώ, και κάπου - κάπου μ'αγάπαγε κι εκείνη.
Χιλιάδες βράδυα , όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.
Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου - κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πως να μην τ'αγαπήσεις τα μεγάλα , τα ήμερα μάτια της.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νοιώθω ότι την έχω χάσει.
Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.
[..]Την αναζητάει η καρδιά μου, τη γυρεύει παντού.
Την αναζητάει η καρδιά μου , μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ'απαράλλαχτα δένδρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.
Τώρα πια δεν την αγαπάω , σίγουρα....
Πόσο όμως Θέ μου,την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θα της άγγιζε το αφτί...''
Pablo Neruda ,
''Απόψε μου πάει''
(Μτφ: Γιώργος Κεντρωτής)
''Tonight I can write the saddest lines.
Write, for example,'The night is shattered
and the blue stars shiver in the distance.'
The night wind revolves in the sky and sings.
Tonight I can write the saddest lines.
I loved her, and sometimes she loved me too.
Through nights like this one I held her in my arms
I kissed her again and again under the endless sky.
She loved me sometimes, and I loved her too.
How could one not have loved her great still eyes.
Tonight I can write the saddest lines.
To think that I do not have her. To feel that I have lost her.
To hear the immense night, still more immense without her.
And the verse falls to the soul like dew to the pasture.
[..]My sight searches for her as though to go to her.
My heart looks for her, and she is not with me.
The same night whitening the same trees.
We, of that time, are no longer the same.
I no longer love her, that's certain, but how I loved her.
My voice tried to find the wind to touch her hearing.''
_
Pablo Neruda,
photo by Sergio Larrain, (1957)

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Ποθώ το στόμα σου


Ποθώ το στόμα σου , τη φωνή , τα μαλλιά σου ,
Σιωπηλή πεινασμένη ενεδρεύω στους δρόμους ,
Το ψωμί δεν με τρέφει , η αυγή με ταράζει ,
Αναζητώ τον υγρό ήχο των βημάτων σου όλη μέρα ..
Ορέγομαι το λαμπερό σου χαμόγελο ,
Τα χέρια σου το χρώμα του άγριου σιταριού ,
Ορέγομαι τα χλωμά πετράδια των νυχιών σου ,
θέλω να καταφάω το δέρμα σου
σαν ολόκληρο αμύγδαλο .
Θέλω να καταφάω την ηλιαχτίδα
που τρεμοπαίζει στην ομορφιά σου ,
Τη μύτη , άρχοντα του αλαζονικού σου προσώπου ,
θέλω να καταφάω την φευγαλέα σκιά
απ τα ματόκλαδα σου .
Και περπατώ πεινασμένη
οσφραινόμενη το λυκόφως ,
Ψάχνοντας για εσένα , και τη ζεστή σου καρδιά ,
όπως το πούμα στη χέρσα ερημιά.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΠΝΙΓΜΕΝΗ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ



Πεταλούδα ψυχαρπαγμένη στο υφάδι, στεγνή εσάρπα
που αρπίζει απλωμένη στο δέντρο, έντρομη κόρη
στο ουράνιο μπουγάζι να πνίγεται, ψυχή καταβάσα
με βροχές μαζί και με σπιλιάδες,
μόνη, κατάμονη και γενικώς συμπαγής,
με τα ράκη των ρούχων της, με κόμη γινωμένη κομμάτια
και με κέντρα που αέρηδες τά ΄φαγαν. Ασάλευτη·
αντίσταση καμμιά στις βραχνές του χειμώνα σακοράφες,
στο ποτάμι με τ’ άγρια νερά που καρτέρι σού στήνουν.
Ουράνια σκιά, περιστερόκλαδο φίνο
που νύχτα ετσακίστη ανάμεσα στα ψόφια λουλούδια. -
Εδώ! Εγώ εδώ σταματάω, γιατί πονώ, όταν
σαν ήχος αργόσυρτος γιομάτος παγωνιές, γιομάτος μπούζια
αφήνεις ανοιχτή από παντού την κόκκινη λάμψη σου
να δέρνεται, να κοπανιέται απ’ όλα τα νερά της θαλάσσης.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Η ΠΟΙΗΣΗ









Κάποτε με πλησίασε
η ποίηση. Δεν ξέρω, δεν ξέρω,
αγνοώ από πού ’ρθε,
απ’ τον χειμώνα αν κατέβηκε
ή τάχα απ’ τα ποτάμια.
Δεν ξέρω από πού αλλά ούτε και πότε,
όχι, δεν ακούστηκαν φωνές, ούτε
λόγος υπήρξε ούτε σιωπή·
κι όμως μ’ έκραξε κάτω απ’ το δρόμο,
απ’ το σύγκλαδο πάνω της νύχτας –
μ’ έκραξε εμένα, ξαφνικά
και όλως εξ απροόπτου,
ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς,
ανάμεσα από φλόγες σφοδρότατες·
μα μ’ έκραξε και μόνον μου
κατά την επιστροφή μου,
εκεί όπου ήταν να πάω·
την είδα που δεν είχε όψη·
πήγα κοντά και μ’ ακούμπησε.

Δεν ήξερα τί λένε
σ’ αυτές τις περιστάσεις,
το στόμα μου
ούτε γρυ δεν έβγαλε,
τα μάτια μου μέναν τυφλά,
και κάτι χτύπαγε σφοδρά μέσα στο στήθος μου,
πυρετός ή πλανημένη αιώρηση·
κι έτσι συνήθισα νά ’μαι μόνος
αφ’ ότου ανέλυσα
εκείνο το έγκαυμα,
κι έπιασα κι έγραψα
τους πρώτους μπερδεμένους μου στίχους,
άτσαλους, άμορφους, ένα τέλειο
τίποτα,
η πεντακάθαρη σοφία
ενός που δεν καταλαβαίνει τίποτα·
πλην ξάφνου είδα
ν’ ανοίγουν
και ν’ αποκαλύπτονται
οι ουρανοί,
οι πλανήτες,
γλώσσες φυτών να κυματίζουν,
το σκότος διάτρητο,
το σουρωτήρι,
κι από μέσα του να στραγγίζουνε
βέλη, φωτιές, λουλούδια,
η νύχτα που όλα τα κατέχει και τα κατελεί,
το σύμπαν εν όλω, ακέραιο.

Κι εγώ, ένα όν
ανθρώπινο μικρό,
μεθυσμένο ανθρωπάκι στο κενό
με το μέγα έναστρο διάστημα,
είδωλο ο ίδιος του κενού,
ομοίωμα του μυστικού του κώδικα,
ένιωσα πολλοστημόριο νά ’μαι
της αβύσσου,
και κουτρουβαλώντας με όλα τ' αστέρια αντάμα
βρήκα την καρδιά μου εν τω άμα
νά ’ναι κυριολεκτικώς στο έλεος του ανέμου.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
http://alonakitispoiisis.blogspot.gr/

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Η εις το άπειρον τείνουσα





Τα βλέπεις τούτα τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γης, έχουν ξεχερσώσει, ξεχωρίσει έχουν
τα ορυκτά, τα δημητριακά της, τον πόλεμο
έχουν ζυμώσει και την ειρήνη,
έχουνε καταργήσει τις αποστάσεις
όλων των ποταμιών και των θαλάσσιων δρόμων,
μόνο όμως που,
όταν τρέχουν πάνω σου, μικρό μου
απάνω σου, σπυράκι του σταριού, χελιδονάκι μου,
δεν φτάνουν τα φτωχά να σε χωρέσουνε
και μέχρι εξαντλήσεως πλήρους
αγκαλιάζουνε τις δίδυμες περιστερές
που φωλιάζουν ή πετάνε στο στήθος σου,
ταξιδεύουν όλο το μάκρος των ποδιών σου
και τυλίγονται στο φως της μέσης σου.
Για μένα εσύ είσαι ο θησαυρός ο αληθώς αμύθητος,
ο από την θάλασσα και τα κοράλλια της όλα πλουσιότερος,
έτσι όπως είσαι άσπρη και γαλάζια και απέραντη
σαν τη γη την ώρα του θέρου.
Σ αυτή την χώρα,
από τα πόδια έως το μέτωπό σου
θέλω να πηγαίνω, όλο να πηγαίνω,
εκεί θέλω συνεχώς να πηγαίνω,
ώσπου να μου στερέψει τελείως ο βίος.



(μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής)
http://www.sodeia.net/2014/05/pablo-neruda.html#more


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Η Θάλασσα



Χρειάζομαι τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μαθαίνω μουσική ή συνείδηση:
Δεν ξέρω αν είναι μόνο κύμα ή ύπαρξη βαθιά
ή απλά βραχνή φωνή ή εκθαμβωτική εικασία
από ψάρια και καράβια.
Γεγονός είναι ότι ακόμα κι όταν κοιμάμαι
με κάποιο τρόπο μαγνητικό κυκλοφορώ
στο πανεπιστήμιο της φουσκοθαλασσιάς.
Δεν είναι μόνο τα θρυμματισμένα κοχύλια,
λες και κάποιος τρεμάμενος πλανήτης
να συμμετείχε σε αργό θάνατο,
όχι, από το θραύσμα ξαναχτίζω τη μέρα,
από μια ριπή αλατιού τον σταλακτίτη,
και από μια κουταλιά τον πελώριο Θεό.

Αυτό που κάποτε μου δίδαξε το φυλάω! Είναι ο αέρας,
ο αδιάκοπος άνεμος, το νερό και η άμμος.

Φαίνεται λίγο για τον νέο άνθρωπο
που ήρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
και χωρίς αμφιβολία ο παλμός που ανέβαινε
και κατέβαινε στην άβυσσο του,
το κρύο του γαλάζιου που έτριζε,
η κατάρρευση του άστρου,
το τρυφερό ξεδίπλωμα του κύματος
κατασπαταλώντας χιόνι με τον αφρό,
η ήρεμη δύναμη, εκεί, αποφασιστική
σαν ένας θρόνος από πέτρα στο βυθό,
αντικατέστησε τον περίβολο στον οποίο μεγάλωναν
η επίμονη θλίψη, συσσωρεύοντας λήθη,
και άλλαξε με τράνταγμα την ύπαρξή μου:
έδωσα την έγκρισή μου στην αγνή εξέγερση.


Μετ. Μαριάννα Τζανάκη

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ


Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα
στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν
και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου
κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα
σ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.

 «Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΗ…





Γυμνή είσαι τόσο απλή σαν τό ’να από τα χέρια σου –
λεία, χθόνια, κυκλική, ελάχιστη και διάφανη·
γραμμές σελήνης έχεις, μονοπάτια μήλινα:
γυμνή είσαι αδυνατούλα σαν το στάρι το γυμνό.

Γυμνή είσαι γαλανή, όμοια με τη νύχτα στην Κούβα –
περιπλοκάδες κι άστρα στεφανώνουν τα μαλλιά σου·
γυμνή είσαι απέραντη, θεόρατη και κίτρινη
σαν καλοκαίρι δίπλα σ’ εκκλησιά χρυσαφωμένη.

Γυμνή είσαι τοσηδά, σαν το μικρό νυχάκι σου·
καμπύλη, ρόδινη, απαλή σαν πώς γεννιέται η μέρα,
σαν πας και χώνεσαι στα καταχθόνια του ντουνιά

λες κι είναι σήραγγα μακριά, όλο δώματα αόμματα:
η διαύγειά σου ντύνεται, φυλλορροεί και σβήνει
και, πάλι, πιο μετά, δικό σου χέρι γίνεται.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Από το αλωνάκι της ποίησης..

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ..




Ανεβαίνοντας τις ρυτιδωμένες πέτρες
Μέσα σε καφτό Ιούνη:
Ο ορίζοντας ελιά και αλουμίνιο
Οι λόφοι
Να μοιαζουν σκληρά τζιτζίκια:
Ας αφήσουμε το βασιλιά πίσω μας
Την ψευτοβασίλισσα
Ας αφήσουμε
Το απειλητικό κύμα:
Τα θωρηκτά:
Βοές του Ιλλινόις
Οι κροκόδειλοι της γιάβας
Τα πρωινά της Λουιζιάνας
Ας αφήσουμε
Το γκρίζο γούστο
Τη γευση του αιμοσταγούς σίδερου
Τον πεισματώδη
Και μικρό πύργο.
Ας ανέβουμε στη λάμψη
Στο οικοδόμημα
Στο καθαριο παραλληλόγραμμο
Που επιζεί
Υποστηριγμνένο αναμφίβολα
Από τις μέλισσες.

Πρύτανη του κόσμου
Κανόνα του φωτός
Γαλάζιε πρόγονε
Της γεωμετρίας

Τώρα οι κολώνες σου
Ραβδωμένες από τα νύχια
Των χαμένων θεών
Δεν στηρίζουν πια την περαστική στέγη
Μα όλο το γαλάζιο
Τ’ αδιάφορο γαλάζιο:
Έτσι ονομνάζεται
Η αιωνιότητα:

Γαλάζιο, αυτό είναι τ’ όνομά σου
Γαλάζιο που τρέχουν γκρίζα πετάγματα
Σύντομα σύννεφα
Ακατοίκητο γαλάζιο.

Έτσι κατάφερε ο άνθρωπος
Να υπολογίσει να αισθανθεί να παραταθεί
Άρχισε να ‘ναι άνθρωπος.

Η θάλασσα άπλωνε εκεί το μυστικό της.
Ο Παρθενώνας στάθηκε το πρώτο πλοιο
Πλοίο του φωτός με πλώρη καθάρια
Και θαλασσοπόρησε το ναυτικό παραλληλόγραμμο
Διαδίδοντας μύθο και μέλι.
Το σύμπαν δέχτηκε την λευκάδα του.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

ΑΓΑΠΗ




Τόσες μέρες, άι, τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;

Η αιμόχαρη άνοιξη
στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ’ τις σπηλιές τους,
τα ερπετά πίνουν δροσιά,
κι εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα,
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
πρέπει να την πληρώσω, πώς και πότε.

Απ’ όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν’ αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ’ αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.

Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
μ’ αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Πού να ‘ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα μάτια σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ’ τις βερικοκιές.

Γι’ αυτό αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράγματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να ‘ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
σημαιοστόλιστος και πενθηφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια
και χωρίς μέτρο – όριο, σαν το φιλί..


Μτφ: Δανάη Στρατηγοπούλου

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Στις μέρες της βροχής

Στη Mari Carmen

Σε θυμάμαι όπως ήσουν το τελευταίο φθινόπωρο.
Ήσουν γκρίζος μπερές και καρδιά σε γαλήνη.
Στα μάτια σου τσακώνονταν του δειλινού οι φλόγες.
Και τα φύλλα έπεφταν στο νερό της ψυχής σου.
Κολλημένη στα μπράτσα μου σαν αναρριχητικό,
τα φύλλα μάζευαν την αργή και ήρεμη φωνή σου.
Φωτιά της έκπληξης όπου η δίψα μου καίγεται.
Γλυκός γαλάζιος υάκινθος πλεγμένος στην ψυχή μου.
Νιώθω να ταξιδεύω στα μάτια σου σ' απόμακρο φθινόπωρο:
γκρίζος μπερές, φωνή πουλιού και καρδιά σπιτική
όπου μετανάστευαν οι πιο βαθιές λαχτάρες μου
κι έπεφταν τα φιλιά μου ζωηρά σαν κάρβουνα.
Από καράβι ουρανός, από τον κάμπο λόφοι.
Η θύμησή σου είν' από φως, από καπνό, από λιμνούλα σε γαλήνη!
Πιο πέρα από τα μάτια σου φλεγόντουσαν τα δειλινά.
Φύλλα ξερά φθινοπωρινά στροβιλιζόνταν στην ψυχή σου.

Pablo Neruda, 1924
Μετ. Μαριάννα Τζανάκη

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Αγαπώ πολύ τις λέξεις




Αγαπώ πολύ τις λέξεις
λαμποκοπούν σαν πολύτιμες χρωματιστές πέτρες,
είναι αφρός, νήμα, μέταλλο δροσιά.
Τις πιάνω όταν έρχονται βουίζοντας,
τις ξεπλέκω,
τις σερβίρω στο πιάτο μου
μ’ ένα σωρό καρυκεύματα.
Άλλες πάλι, τις αφήνω σα σταλακτίτες,
σαν κομματάκια μελαχρινό ξύλο
που άφησε η θύελλα,
σαν κάρβουνο που έσβησε η φωτιά,
σα συντρίμμια απ’ ένα ναυάγιο
που μας κάνει δώρο η τρικυμία της ζωής

Θα θυμηθείς

Θα θυμηθείς εκείνο το παράξενο φαράγγι
όπου τα παλλόμενα αρώματα αναρριχήθηκαν,
πότε-πότε ένα πουλί ντυμένο
με νερό και βραδύτητα: φορεσιά του χειμώνα.

Θα θυμηθείς της γης τα δώρα:
άγριο άρωμα, χρυσαφένια λάσπη,
χορτάρια θαμνώδη, ρίζες τρελλές,
αγκάθια μαγικά σαν σπαθιά.

Θα θυμηθείς τα άνθη που έφερες,
άνθη σκοτεινά και νερό σιωπηλό,
άνθη σαν μια πέτρα αφρώδη.

Και εκείνη η φορά υπήρξε όπως ποτέ και πάντα:
πηγαίνουμε εκεί όπου δεν υπάρχει ελπίδα
και βρίσκουμε αυτό που μας προσμένει.

Pablo Neruda
De Cien sonetos de amor

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Στη νύχτα θα μπούμε

Στη νύχτα θα μπούμε
για να κλέψουμε
ένα κλαδί ανθισμένο.


Θα περάσουμε τον τοίχο,
στον ερεβώδη ξένο κήπο,
δυο σκιές μες στο σκοτάδι.


Ακόμα δεν έφυγε ο χειμώνας,
και ξαφνικά η μηλιά
μοιάζει να έγινε
καταρράκτης αστεριών ευωδιαστών.


Στη νύχτα θα μπούμε
ως το τρεμουλιαστό της στερέωμα,
και τα μικρά σου χέρια και τα δικά μου
θα κλέψουν τ' αστέρια.


Και σιωπηλά,
στο σπίτι μας,
στη νύχτα και στο σκοτάδι,
με τα βήματά σου θα μπει
το άηχο βήμα της ευωδιάς
και με τα πόδια μ' άστρα γεμάτα
το διάφανο σώμα της άνοιξης.
Pablo Neruda
Απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Σε θυμάμαι όπως ήσουν το τελευταίο φθινόπωρο.

Σε θυμάμαι όπως ήσουν το τελευταίο φθινόπωρο.
Ήσουν γκρίζος μπερές και καρδιά σε γαλήνη.
Στα μάτια σου τσακώνονταν του δειλινού οι φλόγες.
Και τα φύλλα έπεφταν στο νερό της ψυχής σου.

Κολλημένη στα μπράτσα μου σαν αναρριχητικό,
τα φύλλα μάζευαν την αργή και ήρεμη φωνή σου.
Φωτιά της έκπληξης όπου η δίψα μου καίγεται.
Γλυκός γαλάζιος υάκινθος πλεγμένος στην ψυχή μου.

Νιώθω να ταξιδεύω στα μάτια σου σ' απόμακρο φθινόπωρο:
γκρίζος μπερές, φωνή πουλιού και καρδιά σπιτική όπου μετανάστευαν
οι πιο βαθιές λαχτάρες μου κι έπεφταν τα φιλιά μου ζωηρά σαν κάρβουνα.

Από καράβι ουρανός, από τον κάμπο λόφοι.
Η θύμησή σου είν' από φως, από καπνό, από λιμνούλα σε γαλήνη!
Πιο πέρα από τα μάτια σου φλεγόντουσαν τα δειλινά.
Φύλλα ξερά φθινοπωρινά στροβιλιζόνταν στην ψυχή σου.

Pablo Neruda, 1924 Μετ. Μαριάννα Τζανάκη