Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

[ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΑ ΜΕ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ] (απόσπασμα)








(…) Είναι όμορφα με το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει
τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω
μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας
ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει
ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη
σταγόνα πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας
πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα
απέραντα μακριά, – μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ
διυλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κ’ ευφρόσυνη ματαιότητα –
μια σιωπηλή, βαθειά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα. (…)



Από το έργο: «Περσεφόνη» (1965-1970).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Τέταρτη διάσταση», Κέδρος, Αθήνα 1979 (8ηέκδοση), σσ. 202-203.
https://alonakitispoiisis.blogspot.com/

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ «ΜΟΝΟΧΟΡΔΑ»









28. Ανεβαίνει ψηλά να πιάσει χώμα.

41. Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος.

49. Ένα κομμένο μαρμάρινο χέρι σε κρατάει ψηλά μέσα στο θαύμα.

59. Άνεμε, που με γύμνωσες, μού ’γινες το μοναδικό μου ρούχο.

70. Στο σώμα μου διδάχτηκα τον κόσμο.

71. Φιλήδονο φεγγάρι, μη μου αλλάζεις τα λόγια.

84. Ω, αφίλητο στόμα, για το βαθύ τραγούδι.

97. Τ' άπιαστο ολόκληρο το δίνω. Κανείς δεν το παίρνει.

119. Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους.

143. Πέταλο γιασεμιού, σ’ ένα ποτήρι με νερό, μακριά που με αρμενίζεις.

150. Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μην τό ’χω.

186. Σβήνω τον ίσκιο ολόκληρο με τούτο το χρυσό μολύβι.

188. Η νύχτα πάντα πίσω απ’ τις σελίδες μου. Γι’ αυτό και λάμπουνε τόσο πολύ τα γράμματά μου.

198. Βαθύ νερό του πηγαδιού τ’ αγάλματα ποτίζει.

212. Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον.

278. Άλλα του πήραν· άλλα τά ’δωσε. Απ’ τις απώλειες θησαυρίζει τώρα.

282. Σώμα περιφραγμένο – συστολή του απείρου.

286. Τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος.

336. Να ξέρεις, – τούτα τα μονόχορδα είναι τα κλειδιά μου. Πάρ’ τα.



Από το βιβλίο: «Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Κέδρος, Αθήνα 2000, σελ.401-405.

http://alonakitispoiisis.blogspot.gr

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

ΠΕΡΙΠΟΥ


Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του- μια πέτρα,
Ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα,
Το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο,
Το φύλλο που μπήκε απ' το παράθυρο,
τις στάλες
Που πέφτουν απ' τις ποτισμένες γλάστρες,
τ' άχυρο εκείνο
Που' φερε χθες ο αέρας στα μαλλιά σου, -
τα παίρνει
Κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου
ένα δέντρο.
Σ' αυτό το "περίπου" κάθεται η ποίηση.
Τη βλέπεις;

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Σ Υ Χ Ν Α


Στ’ αλήθεια
δεν είχα τίποτα να πω.
Έτσι
άφησα το παράθυρό μου
ολάνοιχτο.
Οι δυο κουρτίνες
έχουν αναλάβει τις κινήσεις
των ξενιτεμένων,
ενώ εγώ προσπαθώ
να φέξω τη νύχτα
μ’ ένα μοναδικό
πορτοκάλι. 

                          Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΣΙΩΠΗΛΟ ΕΓΚΩΜΙΟ




         (Στα 75χρονα του Αραγκόν)



Αυτός με μιά κόμη από άσπρη φωτιά, με την ακραία κομψότητα

του αρνούμενου,   

με τις πολύτιμες αντανακλάσεις φωταγωγημένων αεροδρομίων

σε κάθε νύχι του χεριού του – Πού πας έτσι μόνος – είπε ο άλλος –

σε τούτη την ατέλειωτη όχθη, κάτω απ’ τους σταυρούς

ξεγυμνωμένων δέντρων,   

πλάι στο μαύρο ποτάμι, προσεχτικός, απρόσεχτος, ταΐζοντας με

μεγάλα διαμάντια   

βιαστικά, ανυποψίαστα ψάρια; – εσύ που έσμιξες όλα τ’ αντίθετα

στον έναν ρυθμό. Πού πας, λοιπόν,   

έτσι μονάχος, παρασημοφορημένος, μες στη θλίψη μακρινών

επευφημιών; Το ξέρω   

μέσα στην τσέπη του καινούργιου βελούδινου σακακιού σου

(γι’ αυτό πιο    λυπημένου)

κρατάς κρυμμένο όχι το μέτρο του αρχαίου Ξυλουργού, αλλά το ένα

ατσάλινο πτυσσόμενο φτερό του. Το δεύτερο δεν κρύβεται· αυτό

σου σκιάζει τα δύο τρίτα του προσώπου σου και το μαβί

πουκάμισό σου   

κάτω απ’ τους προβολείς της αγέρωχης νύχτας. Απ’ τον ίσκιο

αυτού ακριβώς του φτερού σ’ αναγνωρίζουν τ’ αγάλματα, οι

ποιητές, οι φοιτητές, η επανάσταση κι εγώ. Όμως εγώ   

καλύτερα απ’ όλους σε γνωρίζω, απ’ το πρώτο, πτυσσόμενο,

το κρυμμένο φτερό.   


                 Αθήνα, 27.Χ.72




Από την ποιητική συλλογή: «Γραφή τυφλού» (1972).

Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα, 1972-1974», τ. ΙΑ΄, Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 88.
http://alonakitispoiisis.blogspot.gr/

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΣΒΗΣΙΜΟ ΤΗΣ ΛΑΜΠΑΣ



Έρχεται η ώρα της μεγάλης κόπωσης. Θαμβωτική πρωία,

προδοτική· – δείχνει το τέλος κι άλλης νύχτας του, υπερθεματίζει

τη στιλπνή τύψη του καθρέφτη, σκάβοντας μνησίκακα

τις χαρακιές δίπλα στα χείλη και στα μάτια. Τώρα,

δεν ωφελεί η προσήνεια της λάμπας ή το κλείσιμο των

παραπετασμάτων.  

Συνείδηση άκαμπτη του τέλους πάνω στα σεντόνια όπου ψυχραίνει

το θερμό χνώτο θερινής νυκτός, και μένουν μόνον λίγοι κρίκοι

πεσμένοι από νεανικούς βοστρύχους –μιά κομμένη αλυσίδα–

η ίδια εκείνη αλυσίδα – ποιός τη σφυρηλάτησε; Όχι,

δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο,

την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί

της λάμπας  

να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται

ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας

μιά λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το

χνώτο – ο στεναγμός της ύλης.  

Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιό του τα χαράματα.


Από την ποιητική συλλογή: «12 ποιήματα για τον Καβάφη» (1963)
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 181.

http://alonakitispoiisis.blogspot.gr/

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Ὄνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού








Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ' το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους. Κι ήτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.

Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.


Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι᾿ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.

http://bourek13.blogspot.gr/2013/10/blog-post_12.html



Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ


Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες , 
   για σιωπηλά εφόδια,
     για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες
       όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ΄το παράθυρο,
         όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο
            λαθραία υφάσματα,
         όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,
       κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,
     κι η θάλασσα μας πλησιάζει
  όλους ανεξαιρέτως
διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Τ΄ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ



Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες
καταδύσεις τ΄ανέβασες. Με τι 
στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό
λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

ΕΥΓΕΝΕΙΑ







Θα ξανάρθουμε πάλι με άλλα ρούχα, με άλλα μάτια,

με ασπρισμένα μαλλιά. Θα κοιτάξουμε το ήσυχο λιμάνι,

τα σκοινιά, τα κατάρτια, το άστρο των βοσκών. Θα μιλήσουμε

ζητώντας να παρηγορήσουμε κάποιον που λείπει,

κάποιον ολότελα άγνωστό μας βλέποντας το ψάρι

να σπαρταράει μέσα στο δίχτυ. Θα μιλήσουμε

για τις ρόδινες λάμψεις του ψαριού. Θα μιμηθούμε

με τα δυό χέρια τις κινήσεις του – όμορφες κινήσεις –

μιλώντας βιαστικά, αποσιωπώντας, μην κοιτάζοντας διόλου

το σπασμένο κουμπί, μπηγμένο στο ακρογιάλι, ανάμεσα σε κόκαλα

ομηρικών αλόγων και σε σκεβρωμένα γυναικεία παπούτσια.







Από την ποιητική συλλογή «Διάδρομος και σκάλα» (1970).

Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 251.







από το αλωνάκι της ποίησης..

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ορέστης




William-Adolphe Bouguereau
The Remorse of Orestes (1862) Oil on canvas 227 x 278 cm





Άκου, - δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ' αυτή τη νύχτα την ελληνική - τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση - να 'μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ' τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της.

Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ' εμείς, με την ωραία
χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ' τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας - μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ' ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ' τα νύχια μας.

Άκου την, - η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κ' είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ' αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.

Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει η φωνή τής γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου - όχι στους τάφους των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, - εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τι όμορφη νύχτα -
κάτι δικό μας, που μακραίνει, αποσπασμένο από μάς, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε - πότε κάτω απ' τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) - αυτή η μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,

μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ' ετοιμαζόμουνα γι' αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος -
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια - τάδες; - τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκίνησαν απ' τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες τής εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, - δεν τρομάζουν κανένα, - με
μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε - πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα τής νύχτας.

Ανέτοιμος, ναι - δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα - όχι λιγοψυχία, - ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι τής πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο - λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ' εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ' ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ' το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι - ολότελα άγνωστο - και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, -
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν' αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον - όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη - το 'να της μάτι κλειστό και τ' άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντεμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.

Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν' αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κ' η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ' την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος που κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα - ένα μόνο του, σ' ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας - ή μήπως
γι' αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ' τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ' τούς τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω.






(Γιάννης Ρίτσος, από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα Στ' Τόμος, Εκδόσεις Κέδρος, 1972. Στον τόμο περιλαμβάνονται οι συλλογές: Το παράθυρο, Χειμερινή διαύγεια, Χρονικό, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Αγαμέμνων, Ορέστης, Το νεκρό σπίτι, Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού, Χρυσόθεμις, Περσεφόνη, Ισμήνη, Αίας, Φιλοκτήτης, Η Ελένη, Φαίδρα, Όταν έρχεται ο ξένος.)

http://poihsh-pezografia.blogspot.gr/2013/01/blog-post_24.html

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ




Έτσι που σμίξαν τα σπαθιά και τα χαρτιά, δυό στίχοι στο ίδιο
το τραγούδι,  
μετράει κι ο στίχος του λαού το μπόι, όπως μετράει το μπόι
της ομορφιάς κι η σπάθα  
μέσα στο φως ομοιοκαταληκτεί ουρανός και χώμα
σπαθί και πένα παίρνουν βόλια απ’ την ποδιά της λευτεριάς
παίρνουν απ’ την ποδιά της άνοιξης το πράσινο
και γράφουν με ήλιο στο ντουβάρι της νυχτιάς: είμαι άνθρωπος.
Μιά λέξη ανάβοντας το λύχνο πάνου απ’ τον καημό μας
λέξη προσάναμμα καρδιάς καρδιά προσάναμμα της θάλασσας
μιά λέξη ξεκλειδώνοντας το μόχτο μας με το κλειδί του
αποσπερίτη  
μιά λέξη που μαζεύει γύρω της πλατάνια και λιακάδες κι άρματα
όπως μαζεύει η μάννα τα παιδιά της γύρω απ’ το σκαμνί της –
δεν είναι πια μακριά το πρωί που δοξάζει τα δέντρα μας
κι είναι σιμά το στόμα σου που λέει την ίδια ελπίδα σε μιάν
άλλη γλώσσα  
στον ίδιο δρόμο το ίδιο σήμα του ήλιου που γεννάει φωτιά
και χρώμα  
το ίδιο σημάδι ανάμεσα στα φρύδια μας σα χαραμάδα φως
σ’ ένα κλεισμένο σπίτι  
σα μιά σπαθιά ουρανός πάνου στο θάνατο
σαν αυλακιά στη σκληρή γη απ’ τ’ αλέτρι της περφάνιας.
Σ’ ανταμώσαμε από πριν στο ίδιο σφίξιμο των δοντιών
στην ίδια φωτιά στην ίδια σκανδάλη στον ίδιο στόχο
στην ίδια σιδερογραμμή Παρίσι-Αθήνα ανάμεσα στα χαμομήλια
και   στους σκοτωμένους
στο ίδιο θαλασσινό φανάρι που δε συχωρνούσε τη φουρτούνα
στο ίδιο κομμένο χέρι που ποτές δε φώναξε: έλεος.
Όταν ανέβαινες απ’ την πρωτεύουσα της θλίψης στ’ αετοράχια
της δόξας  
μ’ ένα φεγγάρι σαν ξερό παξιμάδι στην τσέπη σου
με το μολύβι σου καρφωμένο στην καρδιά του χάρου
με το φιλί του λαού σου στ’ αψηλό σου κούτελο
ξάγρυπνος πάντα ανάβοντας στου γαλαξία τη φλόγα το
τσιγάρο σου  
σαν το βιγλάτορα πάμω απ’ τους άφωνους στρατιώτες
που κρεμάν στον ώμο τις αρβύλες τους  
και παν ξυστά στον τοίχο μ’ ανοιχτά του ντουφεκιού τους
τα ρουθούνια να μυρίσουν   τον αγέρα
οι λαοί σε ξέραν και σε φώναζαν με τ’ όνομά τους
όπως η αυγή φωνάζει: σ’ αγαπώ, κι όπως το βράδυ
λέει: θυμήσου.  
Σε ξέραμε από πριν δίπλα στη λέξη ζεστασιά δίπλα στη λέξη
εμπιστοσύνη  
μαζί με τους διακόσους μας μαζί με την Ηλέκτρα
ένα καινούργιο αστέρι κρεμασμένο ανάμεσα στα
κυπαρίσσια μας  
σαν του ήρωα το χαμόγελο μεσ’ απ’ τις λόγχες του εκτελεστικού
αποσπάσματος  
ένα ψωμί σταρένιο στο τραπέζι του φτωχού
ένα σπαθί στης λεβεντιάς το χέρι



                    ΑΘΗΝΑ, 22.5.46

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Στοιχεῖα Ταυτότητος

Χρονολογία τῆς γέννησής μου πιθανὸν τὸ 903 π.X. -
ἐξίσου πιθανὸν
τὸ 903 μ.X. Ἐσπούδασα ἱστορία τοῦ παρελθόντος
καὶ τοῦ μέλλοντος
στὴ σύγχρονη Σχολὴ τοῦ Ἀγῶνα. Ἐπάγγελμά μου:
λόγια καὶ λόγια, - τί νά ῾κανα; Ρακοσυλλέκτη μὲ
εἶπαν. Καὶ τᾦντι.
Σύναξα ἕνα σωρὸ φτερὰ στρουθοκαμήλου ἀπ᾿ τὰ κα-
πέλα τῆς ὑπόγειας Κόρης,
κουμπιὰ ἀπὸ χλαῖνες στρατιωτῶν, ἕνα κράνος, δυὸ
φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ἀκόμη δυὸ σπιρτόκουτα καὶ τὴν καπνοσα-
κούλα
τοῦ Μεγάλου Τυφλοῦ. Στὸ Ληξιαρχεῖο, τὰ τελευταῖα
χρόνια, μοῦ ῾δωσαν
τὴν πλέον ἀπίθανη χρονολογία τῆς γέννησής μου: 1909.

Βολεύτηκα μ᾿ αὐτήν, καὶ μένω. Τέλος,
τὸ 3909 κάθισα στὸ σκαμνί μου νὰ καπνίσω ἕνα τσι-
γάρο. Τότε
κατάφτασαν οἱ κόλακες· μὲ προσκυνοῦσαν· μοῦ περ-
νοῦσαν στὰ δάχτυλα
λαμπρὰ δαχτυλίδια. Οἱ ἀνίδεοι δὲν ξέραν
πὼς τά ῾χα φτιάξει ἐγὼ μὲ τ᾿ ἄδεια τους φυσίγγια πού
῾χαν μείνει στοὺς λόφους.

Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, γιὰ τὴν ὡραία τους ἄγνοια, τοὺς
ἀντάμειψα πλούσια
μὲ ἀληθινὰ πετράδια καὶ διπλάσιες κολακεῖες. Πάντως
τὸ μόνο σίγουρο: τόπος τῆς γέννησής μου: ἡ Ἄκρα
Mινώα.

Επιτάφιος

Απόσπασμα απο το ποίημα..

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

I

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.

III

Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,

Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

ΙV

Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνὸ – πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ – πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιὰ – μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.



ΙΧ

Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.

Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:

Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.

Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Διάρκεια

Ἡ νύχτα μᾶς κοιτάζει μεσ’ ἀπ’ τὰ φυλλώματα τῶν ἄστρων.
Ὄμορφη νύχτα, σιωπηλὴ. Θὰ ’ρθει μιὰ νύχτα
κι ἐμεῖς θὰ λείπουμε. Καὶ τότε πάλι
θὰ τραγουδᾶνε οἱ ἀραποσιτιὲς τ’ ἀρχαῖα τραγούδια τους,
οἱ θερίστριες θὰ ἐρωτεύονται πλάι στὰ δεμάτια,
κι ἀνάμεσα ἀπ’ τοὺς ξεχασμένους στίχους μας
ὅπως ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ κίτρινα στάχυα
ἕνα πρόσωπο νεανικό, φωτισμένο ἀπ’ τὸ φεγγάρι,
θὰ κοιτάζει, ὅπως ἐμεῖς ἀπόψε,
ἐκεῖνο τὸ μικρὸ ἀσημένιο σύννεφο
ποὺ γέρνει κι ἀκουμπάει τὸ μέτωπό του στὸν ὦμο τοῦ λόφου.

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ἀναλογίες

Θολὰ τ’ ἀστέρια μὲς στὴ στέρνα,
ἡ στέρνα μὲς στὴ μέση τῆς παλιᾶς αὐλῆς,
σὰν τὸν καθρέφτη τῆς κλεισμένης κάμαρας.
Γύρω στὴ στέρνα κάθονται τὰ περιστέρια,
ἄκρη ἄκρη στὸ φεγγάρι οἱ ἀσβεστωμένες γλάστρες,
γύρω γύρω στὴν πληγὴ μας τὰ τραγούδια μας.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Τὸ νόημα τῆς ἁπλότητας

Πίσω ἀπὸ ἁπλᾶ πράγματα κρύβομαι γιὰ νὰ μὲ βρεῖτε.
ἂν δὲ μὲ βρεῖτε, θὰ βρεῖτε τὰ πράγματα,
θ’ ἀγγίξετε ἐκεῖνα ποὺ ἄγγιξε τὸ χέρι μου,
θὰ σμίξουν τὰ χνάρια τῶν χεριῶν μας.
Τὸ αὐγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στὴν κουζίνα
σὰ γανωμένο τεντζέρι (γι’ αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω γίνεται ἔτσι)
φωτίζει τ’ ἄδειο σπίτι καὶ τὴ γονατισμένη σιωπή του σπιτιοῦ –
πάντα ἡ σιωπὴ μένει γονατισμένη.
Ἡ κάθε λέξη εἶναι μιὰ ἔξοδος
γιὰ μιὰ συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
καὶ τότε εἶναι μιὰ λέξη ἀληθινή, σὰν ἐπιμένει στὴ συνάντηση.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

I

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια.

Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο.
Tα σκονισμένα σκοίνα.Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν.
Δεν υπάρχει νερό.Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα.

Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό κ' έχουνε τον καημό
βαθιά- βαθιά στα μάτια τους σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,γεμίζουν
τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -

πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

II
Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Aλωνάρη -
κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού
καπνισμένο απ' τον καημό της δύσης.
H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο
η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.
Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά, μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του,
ευωδάει ο γαλαξίας καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.
A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες
στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου
απ' τα εφτά σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρεi το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά- οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό - καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της
διάπλατα κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.

Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,μες στη σπηλιά του
ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο, στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό
για να τινάξει ελάτικ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι
τ' άρματα να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.



III
Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε
πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους
σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια

ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια.
O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.

΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.

Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει
πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.

Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο
καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι. Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.


IV

Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη
μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο, μ' αγκάθια προσκεφάλι
πέρασαν τον ύπνο. Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια
τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού
και δειπνούσαν, και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους σα νάσπαγαν
μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα το χώμα
που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται
οι μισοί κάτου απ' το χώμα κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί -
περμένουνε την ώρα,
δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση.
Tούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας -
δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.


V

Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο κοσκινίζοντας
το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν
πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού
που κράταε τη σημαία.

Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου.
Tίποτ' άλλο δεν έμενε.
Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο
στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό.
Mόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ κ' είταν το φως
συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.

Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς σα σπασμένος
κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι όταν σταθεί στην καμινάδα
του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;

Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς
μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα
μαζί με τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας
τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά
ή κάτου απ' τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη
να ρωτήσουν μια μαργαρίτα να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους,
πάνου στο βιβλίο ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός.
Kαι πρέπει να μιλήσουμε.
Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.

Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα.
Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει.
Kαμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου.
Δεν τ' άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι -
και να κοχλάζει μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι.
Δεν πρόφτασαν να φάνε.

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους -
τρεχει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα.
Aδελφός. Kαλησπέρα.

Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.

Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους
που ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.

K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
άντικρυ στη θάλασσα αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο
του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.

K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.


VI

Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει
την αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας
λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύδια
μπρος στις πόρτες.

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.
Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο.
Kι ο ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.
Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά ζητιάνα να σου παίξει
την αστρομαντινάδα της στη λύρα.

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν
οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό.
Δεν έχει πια καθόλου τόπο για άλλους νεκρούς.
Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.

Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια
το μαρμαρωμένο πέλαγο
κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται
με την κοιλιά στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος και ξανακούν
το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος στην πύλη.
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.

Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.
Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν το κάστρο.
Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους.
Έι, αδέρφι, δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου
στο μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού σού λέει την ομορφιά του κόσμου.

Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου.
Nοτισμένο απ' την αρμύρα.Δικιά σου η θάλασσα.
Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής στάζει πικρό το γάλα της συκιάς.
Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά και στο δεξί σου κολλημένο
το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε όταν θα βγάζεις
απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.

Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου και βάζοντας καψούλι το άστρο
θα τραβήξεις μια στον αέρα πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι

έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν
στην κουβέρτα του ίσκιου -
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα
της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας
του πατρικού σπιτιού σου.


VII

Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά,
τα φλούδια του ήλιου στην αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε.
Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος
της σφήγκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή
του φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμίλητο,
πολύ βασανισμένο, πιστό σκυλί -
τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο σου μυρίζοντας
τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της και κει ψηλά
πίσω από το πευκόδασο στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού
του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μουριάς
που την ξεραίνει η κάψα.

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του έχει
σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρωτοχτύπησε
το γαλάζιο του Eλλήσποντου.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς.
H φλέβα του πλάτανου έχει το αίμα σου.
Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο μια στρογγυλή φωνή
από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα
να βρεί το γιο του απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά.
Kουρντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί
ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους έτσι
που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπώ.
Tότε.

Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά,
σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός
έχει γνωρίσει το θάνατο κ' έχει γνωρίσει τη ζωή
πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο και τους γνωρίζει.
Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλκονιού,
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ

Ένα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ’ την ανάμνηση, μπορεί κι απ’ το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θά ’παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ’ ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κι η αφή, η μοναχική, της πένας του – όχι αντίθετη·
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μιά φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ’ το κρεβάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει – (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθησε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.

Από τη συλλογή «12 ποιήματα για τον Καβάφη» (1963).

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Απόγευμα

Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.
Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση
από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.

Δυο σκοτωμένοι, πέντε σκοτωμένοι, δώδεκα -πόσοι και πόσοι.
Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ' τα παράθυρα
στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.

Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη τής βραδιάς
είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια
που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας -δεν καταδέχεται
ν' ακούσει τα τραγούδια μας- μονάχο, μονάχο,
μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)