Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Απόγευμα

Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.
Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση
από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.

Δυο σκοτωμένοι, πέντε σκοτωμένοι, δώδεκα -πόσοι και πόσοι.
Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ' τα παράθυρα
στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.

Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη τής βραδιάς
είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια
που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας -δεν καταδέχεται
ν' ακούσει τα τραγούδια μας- μονάχο, μονάχο,
μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)

Δεν υπάρχουν σχόλια: