Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

25η ραψωδία της Οδύσσειας


Έζησα σ' έναν κόσμο αλλόκοτο.
Απλώνοντας στους άλλους ένα χέρι
ακρωτηριασμένο απ' τη δυσπιστία,
τρώγοντας ένα ψωμί
νεκρό,
δολοφονημένο απ' την ταπείνωση.

Νευρώσεις
δάκρυα
δεινόσαυροι με ημίψηλα
ατομική ιδιοχτησία -
ψάχνοντας απεγνωσμένα γιά ένα δρόμο
μέσα σ' αυτήν τη χιονοθύελλα από χαρτονομίσματα
οικοδομές
και χαμένα χρόνια
παρθένες συνουσιάζονται με τις ομπρέλες τους
άνθρωποι κομμένοι κατακόρυφα στη μέση παρακολουθούν τη
λειτουργία της Κυριακής
τ' άλλο μισό τους παζαρεύει στα μπακάλικα και τα μπορντέλα,
τα ματωμένα εντόσθιά τους μπερδεύονται
με τα μαλλιά των γυναικών, τις κονσέρβες, τα εικονίσματα,
καθρέφτες κλέφτες κάθε πρωί σου αρπάζουνε
έν' ανεπίστρεπτο κομάτι από τη νιότη σου - βελάζουνε,
βελάζουνε τα δευτερόλεπτα
μες στα σφαγεία των ρολογιών, η συνήθεια κ' η εκβιασμένη
ηδονή
αποπατούν στα συζυγικά κρεβάτια - θηρία που κάθε νύχι
τους ήταν και μιά γυναίκα
και μεγάλα σαρκοφάγα αισθήματα
που μου μασήσαν τα πλεμόνια, το συκώτι,
την καρδιά,
κι ύστερα φτύσαν πάνω στο χαρτί
μερικά απομεινάρια λέξεων.

Φεύγοντας
δεν πήρα μαζί μου παρά τις προσβολές που μού καναν
μεγάλες σαν αιωνιότητες,
και που όλες οι αιωνιότητες
δε θα φταναν να τις ξεχάσω. Πήρα τον παλιό, φαγωμένο
νεροχύτη της κουζίνας μας
που πάνω του πηγαινοέρχονταν τα χέρια της μητέρας μου
σα δυό μικροί μαραμένοι αρχάγγελοι - μερικά δυνατά πιοτά
και τη μεγάλη, λυπημένη αρκούδα απ' τα παιδικά πρωινά μου.
Πήρα ακόμα τους πόνους όλων των γυναικών που αγάπησα
σάν ένα κατάστερο ανάχτορο χτισμένο πάνω στα βλέφαρά μου.

Όσο γιά τρόφιμα
το ψωμί που μοίρασα κάποτε με τους συντρόφους μου
μιά νύχτα μεγάλη,
σαν τη ζωή,
έμενε ακόμα λίγο μέσα σ' ένα κούφιο δόντι μου
να με χορταίνει αιώνια.

Και νά μαι τώρα
διασχίζοντας το Άπειρο
πιό ανάλαφρος απ' τους τρελλούς και τα παιδιά,
η έλξη της γης δεν είναι παρά τα χέρια αυτού του τέρατος
που λέγεται χώμα
μα, να,
η ταχύτητα ξυστρίζει το πετσί μου απ' την κόπρο της βαρύτητας,
ενώ σκυμμένα πάνω μου τα ουράνια σώματα
σα νυστέρια
χειρουργούν το απόστημα
της προϊστορίας μου.

Στην αρχή ένας φόβος, μιά αόριστη απειλή
μες στον ψυχρό, απρόσωπο συνωστισμό των άστρων -
θυμάμαι, παιδί, σε μιά μεγάλη σταραποθήκη,
τα δισεκατομμύρια σπειρά του σταριού
με τον ίλιγγο του Αρίθμητου,
κάθε κίνηση με βούλιαζε όλο πιο βαθιά,
κάνοντας ν' ανατριχιάζει αυτό το πελώριο ζώο
με τρίχωμα από μερμήγκια -
νόμιζα πως θα πέθαινα.
Μα, εκεί, στην άκρη,
ένα μικρό ποντίκι
ροκάνιζε τα σπειριά του σταριού
που περίμεναν τα δόντια του
ήσυχα κι υπάκουα,
σα να του προσφερόνταν.

Και ξαφνικά μ' έλουσε ολόλαμπρη, σα μιά δόξα
η άγια χρησιμότητα των πραγμάτων.
Έπεσα άφοβα μες στο στάρι,
κι έκλαψα.
Από τότε
κάθε φορά που κόβω το ψωμί της γης
νοιώθω τον ίδιο εκείνο τρόμο
και την ίδια δόξα.

Ά, το θαυμαστό ταξίδι μου !
Βλάστηση από λάμψεις
εκρήξεις σιωπής
ήλιοι που δε βασίλευαν ποτέ, πυρπολώντας το κρανίο μου
με καινούργιες περηφάνιες,
γιγάντιες εικόνες τίναξαν στον αέρα
το φτωχό παλαιοπωλείο της μνήμης μου,
μετεωρίτες σαν ολοπόρφυρα φιλιά, σκοτάδια που τραγουδούσαν,
τοπία
από αιώνια νεότητα - με τούτα τα λαχανιασμένα χέρια
θέρισα
της πρώρης αθωότητας τα γιασεμιά,
κάτω απ' τα πόδια μου διαβαίνουν οι χιλιετηρίδες,
ραχητικές βωδάμαξες,
φορτωμένες αγάλματα που πέθαναν
και φθαρμένα σκηνικά από παλιές επαναστάσεις.

Ενώ σκυφτές στου Γαλαξία τις όχθες
πλύστρες με κυκλώπεια χέρια
πλένουν μες στη λάμψη
τα λαρύγγια των ποιητών.

Είδα τη μέρα σαν έναν καταράχτη χρυσά νομίσματα
ξεπληρώνοντας κάθε αυγή
όλα τα προαιώνια χρέη,
είδα τη νύχτα σα μιά ζάχαρη από πεφτάστερα
να πέφτει μες στο γάλα των παιδιών.
Είδα τη ζωή και το θάνατο να ρίχνονται στα ζάρια
στο απερίγραπτο παιχνίδι της αιωνιότητας.
Και πάντα ο νικητής ήμουν εγώ. Εγώ που όλα τα γνώρισα
και τ' αγάπησα όλα. Εγώ,
που θα ζήσω
και θα πεθάνω.

Κι αδιάκοπα, εκεί κάτου, στον ορίζοντα, τα σύγνεφα
πανάρχαιοι σκυμένοι δουλοπάροικοι -
τώρα η βροχή
δεν είναι ιδιοχτησία των καιρικών συνθηκών,
βρέχει όποτε θέλω εγώ κι οι συντρόφοι μου.

Ά, τα βράδια που βγαίνω, πίνω, πίνω, σαν τους αλκοολικούς,
όλα τα πρόσωπα του δρόμου
χωρίς ποτέ να ξεδιψάω,
πολιτείες του κόσμου σας ξεφύλλισα
σαν τις σελίδες μιάς μυθολογίας
όπου μέσα βρήκα τους δικούς μου ήρωες,
ανυπεράσπιστους
κι ακατάλυτους
με πανοπλίες από σιδερένια θλίψη.
Δαγκώνοντας την οπλή της πείνας σας
χόρτασα
κι οι αρμοί μου γίναν δροσεροί κι ευλύγιστοι
μες στα ηράκλεια γυμναστήρια
της εξουθενωμένης ζωής σας.

Θα ξεριζώσω ένα-ένα
τα σαγόνια
τις αρτηρίες
τους βουβώνες μου
και θα τα ρίξω μέσα στις λάμψεις του πάθους σου
ώ, ανθρώπινο πλήθος -
είμαι ερωτευμένος μαζί σου,
όλοι οι άντρες είναι σύντροφοι μου, θαυμάζω
τα πολύτριχα αχαμνά τους και τα πολύτρομα εργαλεία τους
κι οι γυναίκες όλες,
αγαπημένες μου,
εσείς, που ριχτήκατε τη νύχτα πάνω στα μαχαίρια
της γύμνιας μου
και ξαναγεννηθήκατε πιό δροσερές το πρωί
μέσα στην αφθονία του κατευνασμένου έρωτα,
κι οι άλλες,
που δε σας άγγιξα ποτέ,
μα που θα ζείτε αιώνια φυλακισμένες
μέσα στη δίψα μου.

Κι εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι,
σε κείνο το ασφυχτικό κελί των μελλοθανάτων,
ένα μήνα ζήσαμε κουλουριασμένοι, για να χωράμε,
και κάθε φορά που παίρναν κάποιον, για να μη μας λείπει
δεν απλώναμε το κορμί μας. Μέχρι που μείναμε
εγώ
κι εσύ,
τελευταίε σύντροφε,
κουβαριασμένοι σε δυό γωνιές του άδειου κελιού,
με την πελώρια αίσθηση γύρω μας
ότι υπάρχουν ακόμα
όλοι.
Έσεις, που ζήσατε και πεθάνατε ταπεινά,
μα εγώ,
παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία
και τους νεκροθάφτες
σας άρπαξα
και σας έθαψα, εδώ, μέσα στα κόκαλα μου,
για να μπορώ να ταξιδεύω τώρα στο διάστημα
πικρός και σιωπηλός
κι ολόδροσος
σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο.

Ώ, διαλεκτική, σαν τους παλιούς θαυματοποιούς,
που αλλάζαν ένα πλήθος φτωχών θεατών
σ' έναν λαό από γέλια παντοδύναμα,
αστρονομία, που σαν την τρυφερή μητέρα, ακουμπάς κάτω
απ' το Χάος
σαν ήρεμο παιδικό προσκέφαλο,
ηλεκτρονική φυσική, βασανιστική ερωμένη μου,
αυτοί οι πολύπλοκοι δοκιμαστικοί σωλήνες είναι πιό πολύτιμοι
για τη ζωή
κι απ' τα ίδια τ' άντερα μας,
οι εξισώσεις
σα μεγάλες τριήρεις οδηγούν σε άσφαλτο δρόμο πια
τον κουρασμένο Οδυσσέα - πιο εκεί, ακόμα πιό εκεί,
πάντα πιό εκεί,
κι ώ. εσύ, ερχόμενη Αγνότητα, πιό μεγάλη απ' όλο το Σύμπαν.

Αιώνες ταξίδεψα, βυθίστηκα στο Άπειρο
όπως μέσα στα ξάστερα λαγόνια μιάς γυναίκας - κι έφτασα
μέχρι εκεί, πιό εκεί, πιό εκεί, πάντα πιό εκεί,
εκεί, που το Σύμπαν στηρίζεται πάνω στο Άσκοπο,
σαν ένα αρμόνιο
πάνω στο ρύγχος ενός γουρουνιού. Αυτό το Άσκοπο εγώ το
πολέμησα
με την αδερφοσύνη
και τα ποιήματα.

Τώρα , όλα είναι γνώριμα,
σχεδόν παλιά,
οι γαλαξίες σαν τις κούνιες, κάποτε, πριν από χρόνια,
σαν είμαστε παιδιά, μες στ' ολοπόρφυρο καλοκαίρι,
τις κούνιες που τις άκρες τους λες και τις κράταγαν ψηλά
με τις ζεστές, μεσημεριάτικες φωνές τους
τα τζιτζίκια, -
οι πλανήτες γύρω μου σαν τις μεγάλες φωτογραφίες των
νεκρών
που αφήσανε μια νύχτα το πατρικό μου σπίτι,
για να μ' ακολουθήσουν
σ' όλες μου τις τυραννικές περιπλανήσεις - τα ουράνια
σώματα, ίδια με τις θεόρατες στοίβες τα πιάτα
στο οινομαγειρείο που τρώγαμε φοιτητές. Θυμάσαι; Πάνω
στο ταβάνι
η υγρασία κι η λίγδα απ' τους αχνούς κι οι κουρνιασμένες
μύγες
απλώναν έναν άλλο, ασήμαντο, μα όλο επιείκεια, ουρανό.
Κι ο γερο-λαντζέρης ανάμεσα στα νεφελώματα των κιτρινωπών
ατμών,
ένας φτωχός ανθρώπινος θεός, δίκαιος και ανήμπορος,
που μοίραζε, σαν ένα θαύμα, τα νερουλά φασόλια του
στις γάτες και τους ανέργους.
Ερχόταν στο τραπέζι μας
αργά το βράδυ, μεθυσμένος πάντα.
"Ο Θεός, ξέρεις γιατί είναι Θεός; Γιατί κέρδισε το χρόνο",
έλεγε.

Αηδίες - ο χρόνος έγινε για να κυλάει
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ότι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ' αναμασάει η ξεδοντιασμένη
μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν -
ά, εσείς, χημικές ενώσεις του μυαλού μου
έσω εκκρίσεις μου
ανεμόσκαλα των νεύρων μου
θα σε τραντάξω, σαν ένα δουλικό που μ' όλο το μίσος του
χτυπάει έν' ακριβό χαλί,
μέχρι που να μου ρίξετε μιά καινούργια λέξη,
μόλις κομμένη από τους αμπελώνες
της αυριανής μας τρυφερότητας. Μελλοντικό κάρβουνο,
που θα καίγεσαι
από έρωτα, και ποίημα εσύ αυριανό, όχι με λέξεις,
μα με ανυπόκριτα κι αμάραντα ερωτικά κρεβάτια
και φεγγερά μεγαλόφωνα μάτια
μουγκών.

Κι ήταν μιά ανείπωτη στιγμή, καθώς, περνώντας πλάι στη
Μεγάλη Άρκτο
είδα τη λυπημένη αρκούδα των αλλοτινών παιδικών καιρών
που με συντρόφευε, να πλησιάζει τον αστερισμό
και ν' αγκαλιάζονται, όπως ύστερα απόνα μακρύ,
απαρηγόρητο χωρισμό
δυό αδέρφια - βαθιά, βαθιά στιγμή
όπου για πρώτη φορά
απ' την ημέρα που υπήρχε ο κόσμος
αντάμωνε ο προαιώνιος πόνος με το άπειρο, κι η παιδικότητα
με τη μεγαλοσύνη.
Ο παλιός νεροχύτης της μητέρας μου
έγειρε πάνω στον αστερισμό της Λύρας
κι έκλαψε.

Οι πλύστρες, στο βάθος, πλέναν τώρα το φως
μέσα στην πίκρα των γενναίων.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Αντίο

Αντίο

Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να

περάσουν οι παλιές μέρες

οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-

τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά

κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-

νες

τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-

θηκαν,

οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι

που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;

κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά

απʼ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό

κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε

έξω

όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με

τους νεκρούς μου φίλους.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα

δεν θα γραφτούν ποτέ….

Αιώνας εμπορίου

Αιώνας εμπορίου

H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

ΔΕΙΛΙΝΟ

ΔΕΙΛΙΝΟ

Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα -
αλλά κι εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ' έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας


Πολύ πριν σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα,
έσκυβε και με ρωτούσε, «Τι έχεις αγόρι;»
Εγώ δεν μίλαγα, μονάχα έβλεπα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από 'σένα.
Κι όταν έπαιρνα το παιδικό κοντύλι,
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια,
όταν κοίταγα στο τζάμι τη βροχή,
ήταν που αργούσες ακόμα,
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα,
δεν ήταν κανείς, κάπου όμως μες στον κόσμο
ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
-Θυμάσαι;-
Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πολύ πριν μπεις μες στη ζωή μου
είχες ζήσει μες στα όνειρά μου Αγαπημένη μου!
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!

Από τη συλλογή Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1953)