Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Τρεις μνήμες του ουρανού


Πρόλογος
Πριν έρθει το πλήρωμα του χρόνου
Για το ρόδο και τον αρχάγγελο.
Πριν απ το βέλασμα και το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε ακόμα
Αν η θάλασσα θα γεννιόταν αγόρι ή κοριτσάκι.
Όταν ο άνεμος ονειρευόταν χαίτες να τις χτενίζει
Και η φωτιά γαρούφαλα να πυρπολεί και μάγουλα
Και το νερό χείλη αμάθητα να πίνουν,
Πριν απ το σώμα, τ όνομα και τον καιρό.
Τότε θυμούμαι, μια φορά, στον ουρανό
Πρώτη μνήμη
Περπατούσε με μιαν εγκατάλειψη συλλογισμένου κρίνου,
σχεδόν πουλιού που ξέρει πως πρέπει να γεννήσει,
καθρεφτιζόταν δίχως να βλέπει τον εαυτό της
σε μια σελήνη που την έδειχνε καθρέφτη τ όνειρο.
Σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή φανερωνόταν,
Πριν απ την άρπα, τη βροχή και τα λόγια.
Δε γνώριζε,
Λευκή μαθήτρια του ανέμου,
αναριγούσε μαζί με τ αστέρια, με το λουλούδι και με τα δέντρα,
Ο μίσχος της, η πράσινη κορμοστασιά της.
Μαζί με τα δικά μου αστέρια
που, ανίδεα στο καθετί,
για να σκάψουνε δυο λίμνες μες στα μάτια της
την έπνιγαν μες σε δυο θάλασσες.
Και θυμούμαι
Τίποτ άλλο- πεθαμένη, ν απομακρύνεται.
Δεύτερη μνήμη
θρόισμα φιλιών και φτεροκοπήματα
Ακόμα πριν,
Πολύ πριν επαναστατήσουν οι ίσκιοι,
πριν πέσουν επάνω στον κόσμο αναμμένες φτερούγες
κι ένα πουλί να μπορεί να πεθάνει για έναν κρίνο.
Πριν, πριν να ρωτήσεις
τον αριθμό και τη θέση του κορμιού.
Πολύ πριν απ το σώμα.
Την εποχή της ψυχής.
Όταν ίδρυσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τα ουρανού
Την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ κοιτάζοντας με στην ανυπαρξία,
Ανακάλυψες την πρώτη λέξη.
Τότε, συναντηθήκαμε.
Τρίτη μνήμη
πίσω από το ριπίδι
με τα χρυσά φτερά
Τα βαλς τ ουρανού δεν είχαν ακόμα μνηστευθεί
το γιασεμί και το χιόνι,
ούτε οι αύρες αναλογισθεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου.
Ούτε είχε προστάξει ο βασιλιάς να ενταφιασθεί η βιολέτα
μέσα σ ένα βιβλίο.
Όχι.
Ήταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
δίχως τα αρχικά μας πάνω στο ράμφος του,
που οι καμπανούλες και οι κληματίδες
πέθαιναν δίχως εξώστες για να σκαρφαλώσουν τα αστέρια
Ο καιρός
που δεν υπήρχε λουλούδι να στηρίξει το κεφάλι του
στον ώμο ενός πουλιού.
Τότε πίσω απ το ριπίδι σου, η πρώτη μας σελήνη.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: