Μάγια
Οδηγημένα από το κρυφό χέρι του ανέμου
πορεύονται στον δρόμο, αργά,
τα βόδια του ήλιου.
Είναι καλοκαίρι
και νυχτώνει.
Από την πυκνή τη σιγαλιά
αναδύονται νεανικές και σχολικές φωνές.
Αυτός ο τέλειος τόνος της δίψας
(δεν ακούς το ποτάμι που κυλάει μακριά;)
συνοδεύει σήμερα τα λόγια μου.
Τίποτα πια δεν διαταράσσει τις ώρες που περνούν,
τον χρόνο που σιγοκαίει γλυκά
χρυσά άχυρα και ξεραμένο χώμα.
Στο μεταξύ περνάς,
κρατώντας το ποδήλατο,
γελάς και χαιρετάς με χαρά.
Ξανακλείνω
τα δεκαπέντε χρόνια μου και συ τα δεκατρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου