Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

ΕΓΩ, ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΟΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΥ



Μές στην πολύπλοκη εικόνα μου πατώ σε δυό επίπεδα,
Κατεργασμενο ανθρώπινο ορυκτό, ο ήχηρός ρήτορας

Ντύνει σε μέταλλο το πνεύμα μου,

Οι ζυγαριές του δίδυμου κόσμου ποδοπατούν τον σωσία μου,
Κράτα γερά, σιδερόφραχτο μισό μου πνεύμα στο διάδρομο του
θανάτου,

Κράτα πάνω στον πλάγιο δρόμο που σέρνω τις αλυσίδες μου.
Αρχίζοντας από την κρίση του βολβού, η άνοιξη ξετυλίγει,
Λαμπερή σαν τα ροδάνια της, την κωλική εποχή.

Κλώθοντας ένα σύμπαν ανθοπέταλα.

Ξεπερνάει βελόνες και χυμούς, αίμα και φουσκαλίδες

Χύνει στις ρίζες των πεύκων, εγείροντας τον άνθρωπο σαν βουνό
Μές από τα γυμνά σπλάχνα.

Αρχίζοντας από την κρίση του πνεύματος, και τα θαυμαστά έργα της
άνοιξης,

Εικόνα εικόνων, το μετάλλινο φάντασμά μου

Σπρώχνοντας μες από τις καμπανούλες,

Τον άνθρωπο μου της φυλλωσιάς και την μπρούντζινη ρίζα, θνητός,
κι ' όχι θνητός,

Εγώ, συγκλίνοντας τις κινήσεις, τη ρόδινη και την αρσενική,
Πλάθω τό δίδυμο τούτο θαύμα.
Τέτοια ή μοίρα του ανθρώπου : Ο φυσικός κίνδυνος,

Ενας πύργος ακροβατικός, κιγκλιδωμένος στα κόκκαλά του, ακυβέρνητος,

Δεν γίνεται θάνατος πιό φυσικός.

Ετσι ο ανίσκιωτος άνθρωπος ή το βόδι κι' ο διάβολος ο εικονικός,
Μέσα στα νύχια της σιωπής διαπράττουν το θανάσιμο παράπτωμα :
τον φυσικό παραλληλισμό.

Οι εικόνες μου λαγοπατούν στα δάση και στους υπόγειους πλάγιους
δρόμους του χυμού των δέντρων

Δεν γίνεται πιό επικίνδυνη πορεία, η κλίμακα της βλάστησης και η
σπείρα

Ανεβαίνουν πάνω στα βηματα του άνθρώπου,

Κι' εγώ μαζί με το ξύλινο έντομο στο δέντρο των αγκαθιών
Στη γυάλινη κλιματαριά με σαλιγκάρια και άνθούς.

Ακούω την πτώση του καιρού.
Πολύπλοκος ανδρισμός του τέλους, οι ανάπηροι αντίζηλοι

Να ταξιδεύουν με το δείχτη του ρολογιού έξω από το λιμάνι των
συμβόλων,

Να βρίσκουν το νερό αμετάκλητο,

Στού φθισιατρείου τη βεράντα μαζί να παίρνουν τις ευχές για το
ταξίδι,

Μαζί να κάνουν πανιά, δίδυμη περιπέτεια της αναχώρησης

Για θαλασσοδαρμένο λιμάνι,
Σκαρφαλώνουν στην κορφή της περιοχής,

Συναντούν δώδεκα ανέμους πλάι στις λεύκες στρατιές μες στις
βοσκές,

Περνάν λιβάδια πλαγιασμενα στο λόφο των κοραλιων'
Βλέπουν τον σκίουρο να σκουντουφλάει,

Τ ' όλεθριο σαλιγκάρι να παλαβώνει γύρω στο λουλούδι,
Καιρούς και δέντρα να μαλώνουν μέσα στην σπείρα των ανέμων,
Καθώς βουτούν η σκόνη κατακάθεται,

θανατερό χαλίκι πεφτει πυκνό κι αδιάκοπο,

Στη λεωφόρο των νερών εκεί που η φώκια κι ο κολλιός
Δίνουν στη θάλασσα την απέραντη αρτηρίες

Στρέφοντας στον εχθρό ένα πρόσωπο τυφλό και λαδωμένο,
Αφίνοντας αδέσποτους νεκρούς στους τοίχους της σήραγκας.

(θάνατος ενόργανος,

Ξεσκίζει το αλαργεμένο μάτι και τον ελικωτό κλειδοκράτορα,

Το ανοιχτήρι σου καρφώνεται πένθιμα στο κέντρο του αφαλού και της θηλής,

Ξεσκίζει τον αυχένα του ρουθουνιού,

Κάτω απ' τη μασκα και τον αιθέρα, το αίμα τους βάφει

Τα νυστέρια, την αντισηπτική κηδεία.
Διώχτε το μαύρο απόσπασμα,

Τους τερατώδεις βαθμοφόρους σας κι' όλο το σάπιο στράτευμα,
Τον νεκροθάφτη φρουρό πούχει σκοπιά μές στ' αγκάθια,
Κόκορας κατοικίδιος

Που κρώζει στο Λάζαρο τη ματαιότητα της αυγής,

Η στάχτη ας είναι ο σωτήρας σας κάτω απ ' το ξορκισμένο χώμα.)

Καθώς εκείνοι πνίγονται ταξιδεύουν οι ήχοι,

Γλυκά η καμπάνα του βουτηχτή στην κορφή της στροφάδας
Σημαίνει τη σκάλα της Νεκρής θάλασσας.

Και, χτυπημένοι από νερά τέτοια που σέρνουν τρίτωνες,

Με φύκι φάλαινας ξανθό δεμένοι στη σχεδία του δήμιου,

Ακούν το ξέφρενο θρυψάλισμα του γυαλιου και την νεκρώσιμη
καμπάνα

(Τώρα ας πλαγιάση το θαλασσινό αδράχτι,

Ας παίρνη τις στροφές της η αυλακωμένη περιοχή, ο στύλος της
αστραπής

Ας εκθαμβώνη την επιφάνεια των κραυγών πάνω στο δίσκο που
γυρνάει με τη σελήνη

Κι ' ο δίσκος των κεριών ας μουρμουρίζη

Τη ντροπή και τις υγρές ατιμώσεις, ξύνοντας το λείψανο.

Αυτές μένουν στο αρχείο των ετών σου. Ο κυκλικός κόσμος μένει
ακίνητος.)
Τώρα υπομένουν το ζωντανό νερό, έκεί η χελώνα τσιμπολογάει,
Φτάνουν σε πυργους υποβρύχιους, ξεφλουδίζονται ως τον ιστό,
Η σάρκα αφίνει το κρανίο,

Πέφτει η κυψελωτή δαχτυλήθρα,

Εσείς, οι γυρισμένοι ανάποδα, στέρξτε ν ' αναδυθεί

Ενας άγγελος διπλός μες απ' τις πέτρινες κασέλες σαν δέντρο του
Αραν.

Στέρξτε να σας λογχίσει το ένα πνευμα σας, η μετάλλινη αιχμή,
Χαλκός και ασώματη εικόνα, στην άκρη ενός τρελλού ραβδιού
Κόσμημα άστρων σε γωνία προς τον Ιακώβ,

Λόφος καπνου και κοιλάδα λυκίσκου,

Και ο Αμλέτος πέντε οργιές βαθειά στά κοράλια του πατέρα του,
Εκσφενδονίζοντας το όραμα του κοντορεβιθούλη ψηλά σε μίλια
σίδερου.

Στέρξτε του οράματος τη σπαθιά πλάι στ' αποσπόρια με τα πράσινα
πτερύγια,

Η θάλασσα των καραβιών αφίστε να σας κομματιάσει και να σας
αγκυστρώσει ο άνθρωπος,

Τά στεγνωμένα στη φωτιά κόκκαλα ταξιδεύουν προς τα βάθη
Στο ναυάγιο των μυόνων`

Εραστές παρατείστε το αγκαλιασμα και τ' απαλά θαλασσινά παλαίμα-
τα,

Αγαπήστε σαν την ομίχλη και σαν τη φωτιά που διαπερνάει την κλίνη
των χελιών`

Και στην τσιμπίδα του κύκλου που κοχλάζει,

θάλασσα κι' εργαλείο, αγκυστρωμένο στους βόστρυχους του χρόνου,
Το σίδερο που βγήκε από το δυνατό μου αίμα μονάχο

Στην πόλη που κατακλύζει,

Εγώ, φλεγόμενος άνεμος βγαλμένος από το χλωρό λίκνο του Αδάμ,
Δεν έγινε άνθρωπος πιό μαγικός, ξενύχιασα τον κροκόδιλο.

Ο άνθρωπος ήταν τα λέπια, τα πουλιά του θανάτου πάνω στο σμάλτο,
Η Ουρά, ο Νείλος κι ' η προβοσκίδα, πεταλωτής των σπάρτων,
Ο χρόνος μές στ' άχρονα σπίτια

Ταρακουνώντας το κρανίο μες στ' αμπάρι της θάλασσας,

Και, όσο για λάδια και μύρα πάνω στο ιπτάμενο ιερό ποτήρι,
Οι άνθρωποι πάντες οι κουφαλιασμένοι κλάψανε τη λευκή του στολή.

Ο άνθρωπος ήταν η μασκαράτα του Σκελετού, ο μανδύας που
σκέπαζε,

Κύριος του ανθρώπου με τον άνεμο το σάπιο βάθος,

Το πνεύμα μου μες στον μετάλλινο ποσειδώνα του
Κατεργασμένο ορυκτό του ανθρώπου.

Αυτό ήταν ο αρχικός θεός μες στην πολύπλοκη ρουφήχτρα,
Και οι εικόνες μου με βρυχηθμούς ανάτειλαν στο λόφο τ' ουρανού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: