Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Όταν ξύπνησα

 – Μετάφραση: Μαρία Ανδρεαδέλλη

Όταν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια και καμπαναριά
Δειπνούσαν πλάι στο συσπειρωμένο πλήθος,
Τα άσωτα ερπετά σε πυρά,
Οι φθοροποιοί και διώκτες του ύπνου,
Η πλαϊνή θάλασσα διασκόρπιζε
Βατράχια και σατανάδες και γυναικεία χαϊμαλιά,
Ενώ εκεί έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι ,
Λουσμένος στο αίμα του,
Πετσόκοβε το πρωί,
Ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
Με τη μακριά γενειάδα από κάποιο βιβλίο,
Ξέσκισε το τελευταίο φίδι
Σαν να ήταν βέργα ή κλωνάρι,
Με τη γλώσσα του βγαλμένη σαν φύλλο τυλιγμένο.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός στο κρεβάτι, καλό και κακό,
Μετά από μια διαδρομή νερού στο πρόσωπο,
Την επιθανάτια-τρεκλίζουσα σκόρπια-ανάσα
Μαμούθ και σπουργίτια
Στη γη των πάντων.
Εκεί που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα και οι βάρκες σαν πάπιες
Άκουσα, αυτό το πρωινό, ξυπνώντας,
Παρά τους θορύβους της πόλης
Μια φωνή στον σηκωμένο αγέρα
Δίχως να είναι προφητεία προγόνων,
Να φωνάζει ότι η θαλάσσια πόλη μου καταστρεφόταν.
Δεν υπάρχει Χρόνος, έλεγαν τα ρολόγια, κανένας Θεός, χτυπούσαν οι καμπάνες,
Τράβηξα το άσπρο σεντόνι πάνω από τα νησιά
Και τα νομίσματα στα βλέφαρά μου ήχησαν σαν κοχύλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: