Γιώργος Σεφέρης,
Το ύφος μιας μέρας
EDGAR ALLAN POE
Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο∙
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.
Καινούργια σπίτια, σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία...
Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα : συρτάρια
παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους
σαν άγρια θηρία∙ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά
ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει.
Στενοχωριέται : αν χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ' ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει;
Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Πού 'ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ' έναν καθρέφτη
κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξει απλώνει.
Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του
που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.
Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου... κι ο ναύκληρος αξούριστος που 'χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα...
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ' άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας,
χαμογελά η γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου