Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

ΠΡΟΊΣΤΟΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ..

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Ήδη αυτή η γενική μού κάθεται στο στομάχι.
(πώς ναν τη χτίσω τώρα την αρχή και τη συνέχεια –
εκείνο το υποχθόνιο κίτρινο
και το άγαμου έαρος η μαβιά τυραννίδα
θηλάζοντας απ’ την άρρωστη καθημερινότητα
στριφογυρίζει ώρα στο κεφάλι μου η λέξη ανθοσύνη…)
Επιτέλους: το ράδιο έτριζε ωσάν
τα ξύλα οπού καίγονται στο τζάκι.
Βαθμός αγέλης το άριστα (μα η αγκάλη-λάμψη;
τί γίνεται τώρα με τη λάμψη…).
Βρώσις και πόσις η παντέρημη διαύγεια
κι ο όσιος νους αποτίοντας
αυτό που ονομάζουμε χαρόντισσα ή άλλως ποίηση
ακόμη κι ο πιο πήλινος Ευριπίδης
είναι μια άγουρη φωτιά στο στόμα.
(Ωραίος εδώ πέρα θα ερχότανε
με οχταράκια Λειψίας ο Επίχαρμος,
εκείν’ η ολομόναχη βρυσούλα
η φρασούλα όπου βασιλεύει το φωνήεντο
εκείνος ο πεσμένος σπόνδυλος από λέξεις…)
Αλήθεια, μάνα μ’, ό,τι και να ειπείς ό,τι και ναν το κράξεις
οι λέξεις είν’ απλώς ανεμομάσημα
οι λέξεις είναι λάγνες κουταμάρες.
Φυλλώματα ορατά και διάτορα (μην τα συνεχίζεις).
Φαίνεται το χωράφι το απότιστο
φαίνεται και το ποτισμένο.
Άειντε ωρέ παλιοζωή εσύ τσαλακωμένη βρωμοτράπουλα
οπού μας έμαθες του λαθεμένου το μεγαλείο:
πως είν’ ετούτο το σωστό απ’ την ανάποδη –
σε τούτηνε τη θεονήστικη Πληρότητα
υπάρχοντας το μεγάλο Χαλάλι.
Κι όπως αρώτησα· τί είν’ αυτό το ξεροτράχαλο;
- Ο κόσμος,
μ’ αποκρίθηκε η νεάνιδα Περσεφόνη.
Μια φλόγα κουρευάμενη με των ομματιώνε
το αέναο ψαλίδι.
Μια φλόγα μεγαλόχαρη και πικροπαινεμένη
πό ’χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα –
το λένε στο κρασάκι τους οι έρμοι ελληνάδες
όπ’ έχουν φως για σάβανο οι πολυβασανάδες.
Κι όποιος λαλεί την ερημιά στις μέρες μας απόδιαβος
κι ο θάνατος ολημερίς των σκοταδιών εργάτης
(ε, άντε στο διάολο, τό ’χεις πια παραχέσει…).
Διεκδικώ τα γερατειά μου· δεν το κατορθώνω.
Κι ο ασπρογάλαζος αϊτός στα σύρματα επιάστη·
για ιδές πώς κουρελιάστηκε
(εικόνα μέσ’ στο σούρουπο της θλίψεως -:
ο σπαραγμός ανυπεράσπιστος
κι ο πόνος που βραδυάζει προ του Διαστήματος)…
Εβγάτε όξω, ρε μανάρια, απ’ τις λέξεις
εβγάτε όξω δίχως πουκάμισα
στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: