Νύξεις (απόσπασμα)
Λιόγερμα. Λάμποντα χρώματα. Αγέρας. Αυτός
πλεύρισε τον παλιό τοίχο ν' απαγκιάσει. Ξάφνου
πάνω στο μαύρο λόφο πρόβαλε η λευκή σελήνη.
Οι δυο αριθμοί στο μάρμαρο ήταν μαύροι.
*
Βαθειά νηνεμία. Μια βάρκα σκιώδης
κάτω ακριβώς από κείνο το αστέρι –
γι' αυτά που χάθηκαν, για κείνα που δεν ήρθαν.
*
Στην άδεια τσέπη του ένα νόμισμα αρχαίο, λησμονημένο –
η αφή του αναγνωρίζει στα τυφλά τού θεού τα γυμνά μέλη.
*
Λαξεύει κόκαλα αλόγων. Φτιάχνει
ένα μικρό άσπρο άλογο. Το αφήνει στο τραπέζι
πλάι στο χαρτί που περιμένει το ποίημα.
*
Το κίτρινο λεωφορείο τής παραλίας.
Ένα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα. Αυτός, κουρασμένος,
διακρίνει και πάλι άθελα του τον καπνό τής Ιθάκης.
*
Το δέντρο, το άγαλμα, ο κήπος, η γερόντισσα –
να συλλογιέσαι τη διάρκεια των λέξεων, να βγαίνεις
έξω απ' το χρόνο, απ' την πύλη τού ποιήματος.
*
Ένδοξη διαύγεια της μέρας. Πάνω απ' τα στάχυα
ψηλές κολόνες ο μεγάλος καπνός
απ' το φούρνο τού μικρού αγγειοπλαστείου.
Σε μια άσπρη λήκυθο, γαλανό θα σχεδιάσω
γυμνό το σώμα σου μ' ένα σπάγκο στη μέση.
*
«Τέλος», φωνάζει το πουλί ψηλά στο λιόγερμα
«τέλος», φωνάζουν λάμποντας τα τζάμια στ' ακρογιάλι –
λάμψη τυφλή, μελετημένη αντιστροφή τού χρόνου.
*
Βράδυ βαθύ. Και απρόσμενα ο χτύπος
απ' τα φτερά ενός γλάρου καθυστερημένου.
Ύστερα γίνεται πιο εύκολη η νύχτα.
...
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου