ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
Ι
Ζούσε ακόμη μ' ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου
όταν πρώτη φορά μου πέρασε απ' το νου
να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία
Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις
τίποτε άλλο Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω
τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο
Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα
χρυσά του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου
'ρχεται απ' αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία
Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθη-
μα του πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω
απ' τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο
μόλο και να γίνεται αχνή
ʼγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως
Να μου 'χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπονο
επειδή να: μία ή δύο φορές το Τέλειο φάνηκε στα μάτια μου
κι υστέρα πάλι τίποτε
Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος
μες στα κόκκινα και βασιλεύει.
II
Κατέβαιναν οι άλλοι όταν ανέβαινα κι άκουσα στ' άδεια δωμάτια
το τακούνι μου Έτσι κάπως μες στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν
είναι Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα
Θα ερχόταν κάποιος όμως Ίσως κι η αγάπη αλλά Στις δύο το
μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου να πετύχω
κάτι θυμωμένο ή άτυχο ήταν μόνο το φωτόδεντρο
Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα παλιοσίδερα
όμως Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει αλλά
Παίζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά
περνούσαμε τις μέρες ώσπου
Μονομιάς σπούσε η άνοιξη τους τοίχους μου 'φευγε το περβάζι
απ' τον αγκώνα κι έμενα μπρούμυτα μες στον αέρα να κοιτώ
Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το
μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα
εκατοντάδες αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο
Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας
πέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού
ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή
σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ' αντέξει
Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς
Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.
III
Ανάθεμα που 'χε πραΰνει όλ' η όξω η θάλασσα (και μέσα βάθαινε
το σπίτι) κι εμένα στο κρεβάτι μου παρατημένος να με αγγίζουν
όλων των λογιώ οι σταυροί
Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι
απ' τον καιρό των πρώτων Χριστιανών
Της Θεία-Βατάνας που τρεμόσβηνε
όλη νύχτα μες στις άδειες κάμαρες σαν το καντήλι
Και της Θεία-Μελισσινής που 'χε μόλις γυρίσει απ' τη
Συντέλεια κι έλεγες κάτι από το βυσσινί της
Παναγίας έσκεπε ακόμη τ' αραιά της τα μαλλιά
(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην
πανσέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία
μες στον ύπνο μου να ρυμουλκείς μοσχονήσια
με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας
Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)
Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ' το πέρασμα
του θυμιατού στης κοντινής Ανατολής τους λόφους
χρυσοποίκιλτα σεράγια και σοφία χυμένη στο γυαλί
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
IV
Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια μόνο αν
φυσούσε από νοτιά στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι
που ψηλά το συνέχιζαν τα σύννεφα και από κάτω στα ύφαλα
γλουπακώντας τα πρασινωπά νερά του 'γλειφαν τα τοιχία
με τις βαριές μεγάλες σιδερόπορτες
Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό
από το να 'χω παιδευτεί και από το να 'μαι μόνος
ʼσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που
μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα σε τι μεριές με
μάλωνε η μητέρα μου που πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη
το φωτόδεντρο εάν υπάρχει ακόμη
Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου
ίσως πέμπονταν το μήνυμα ότι
Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί
Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο
παραμιλούσα κι έτρεχα τώρα σε θέλω τώρα που έχασα ως και
τ' όνομά μου
Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου