ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω
Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρώγα του
μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει
Κάτι θα 'πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανέ-
νας με το σώμα σαν ονείρωξη
«Αργά στη μεγάλη απ' την αντήχηση αίθουσα σίμωσε το κλουβί
ο γενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι Τόσος μόχθος αιώνων για
μια κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά
κανείς δεν την αποτολμούσε
Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν
απ' το είδωλό του ακόμη έφτανε ψαύοντας την οροφή
Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε
μια στιγμή σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δέντρα στο βορινό
παράθυρο κι έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το
χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες
με τα πόδια μισάνοιχτα
Που αυτό μες στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν
του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα Και κατόπιν ακριβώς όπως
Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα αλόγα:
το μαύρο το ασημί το ένοχο και τ' ονειροπαρμένο δίχως σέλα
ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε
Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να κα-
ταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
Αντικρύ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο και τ' ωραίο του ζώο κινήθη-
κε μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων.»
Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς όπως μου ερχόταν
φρέσκο ακόμη απ' τις μπογιές της θάλασσας
Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά και το γάλα
του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια
Με μανία συνέχιζα να γράφω «Περί Πολιτείας» μες
στην άκρα κατάνυξη του απέραντου γλαυκού
Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα Μια στιγμή φάνηκαν τα νησιά
και ακόμα πιο ψηλά μες στον αιθέρα οι τρόποι όλοι που 'χανε να
πετάνε τα πουλιά σκαλί σκαλί ως το άπειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου