Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά
μια ν' ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει
Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε
Π ρ ό σ ω
Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
Πρόσω ήρεμα
Έπρησεν δ' άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη πορφύρεον
μεγάλ' ίαχε νηός ιούσης
Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο
ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη
άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν
στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό
Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες
μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς
όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα
έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες
Δόξα να 'χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ' αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ' αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλά-
κια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες
Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη
που την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω
μόνο αυτή μου παραστέκει
Όλο δεξιά
Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν να φανούν
«Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ' οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας
Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή
απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε
γνώση απ' τα βουνά)
Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο
παραδείγματος χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου»
ή «τίποτα να μην έχω εγώ μονάχα εσένα»
Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές
φορές μου το 'παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια και άλλα οπωρικά
Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη
Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ
κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε
οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος
ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντενμπεργκ
ο Γιώργης ο ψαράς κι ο Αντρέας Μπρετόν
Γραμμή
Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις έτσι
στα μέλλοντα θέλει ευπιστία
Θέλει να 'χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή
που το ρόδι το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί
Κάπου εκεί πρέπει να 'τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή επειδή
Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που 'χε
από το 'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια
μες στην κλειδαρότρυπα τις είχα
Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε
μια δω μια κει κι εγώ το ισορροπούσα
Με λαχτάρα να δω πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει
απ' τ' άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο
αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον
ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ
Κράτει
Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο
σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:
Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι
Πόντισον
Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου
Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που
δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγα-
πηθεί
Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ' έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κά-
τουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη
Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα
σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου
Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα
νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας
Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών
απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια
Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν
Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το
σύδεντρο αγκυροβολούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου