Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Του Ανέμου και της Παινεμένης

Του Ανέμου και της Παινεμένης

Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.

Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:

Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ' αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν’ ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.

Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα:

Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ‘ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ’ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.

Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί.

Ενώ απ’ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: