Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Σώμα στην πέτρα

Σώμα στην πέτρα

Η πέτρα είναι ένα μέτωπο μ’ όνειρα που στενάζουν
Μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώσει
Με δένδρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες

Είδα βροχές σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
Τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια
Να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
Που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα

Γιατί η πέτρα είναι ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη
Σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’αμφιλύκης λύκους
Μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
Παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους

Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο ο καλογεννημένος
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
Ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
Και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι

Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ’άδειο του στόμα μπαίνει
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη
Και ποτισμένος ο έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
Πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια

Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σα μπόχα βασιλεύει
Μπροστά μας είναι ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο
Μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
Και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’άκρη

Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει κανείς εδώ δεν κλαίει
Κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δεν σκιάζει:
Μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να’χω
Να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δεν θα’βρει

Τους άνδρες θέλω εδώ να ιδώ με την φωνή την άγρια
Που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε
Που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
Με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα

Εδώ να’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’αυτή την πέτρα
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια
Εδώ να’ρθούνε να μου ειπούν ποιος δρόμος τώρα μένει
Για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει

Θέλω έναν θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
Με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες
Μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο, ώσπου να σβήσει
Χωρίς ν’ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου

Να σβήσει εκεί στου φεγγαριού την ασημένια αρένα
Που όντας παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο
Να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι
Στ’άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει

Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
Για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του
Πήγαινε Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει

Δεν υπάρχουν σχόλια: