Στις όχτες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες
ήτανε δίχως χαρά, μ' ένα κρύο, αδέκαστο φως.
Kυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν, στρογγύλες, α-
βυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα, προ-
σφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες ερη-
μώσεις, εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί, το απερί-
γραπτο πρόσωπο με τα πολλά καρφιά.
Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που
κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγ-
μένο.
Aκούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του
ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-
μάκι όπως ήταν.
Mια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.
Mα τι θα πει κεκυρωμένος;
1 σχόλιο:
...ένα άγριο φως στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο
στον αιθέρα,
ένοικος τώρα του παντοτινού,
κεκυρωμένος.
Θα μπορούσε να είναι ένα όνειρο που είδε "χτες", όσο όμως το διαβάζεις, όσο το ακούς μέσα σου, τόσο ανακαλύπτεις την δραματική σκηνοθεσία, την τέλεια ενορχήστρωση των λέξεων και των εικόνων για να πέσει η αυλαία στο ανέφικτο.
Καλημέρα
Πολύ ωραίο ποίημα. Βάλε κι άλλα του Σινόπουλου.
Δημοσίευση σχολίου