Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Βασιλιάς ή πένης

Ονείρου μανιώδης σαρκασμός
σ' έφερε ολόκληρο ταξίδι από κάτω
όχι για μένα βέβαια, μόνο για να διαλάμψει
μία εχθρά του άσπονδη αλήθεια.

Τελάλης λόφος διαλαλούσε την κορφή του
απ' όπου ανάβλυζε γάργαρο παλάτι.
Όποιος το έπινε γινότανε αμέσως
μονοπάτι έως απάνω, την πύλη του ανερμήνευτου.

Εσύ, κάπου στο μέσον της ανάβασης.
Επίγειος ρυθμός πετώντας τη συντόμευε.

Στους πρόποδες η έγνοια μου
πού πήγαινες εσύ ένας αχρείαστος στα όνειρα
αφού δεν υποφέρεις,
τι πάρε δώσε άνοιξες με ανάκτορα
ποιες ματαιοδοξίες κοιλιόδουλες σε κάλεσαν
πώς θ' αρτυθείς αιματηρά κοψίδια βασιλείας
εσύ που διαιτάσαι με αυστηρή
ισότητα χωμάτων.

Χίλιες φορές τύραννος παρά τυραννισμένος σύριξες
κι άστραψες μπροστά μου καθ' όλα βασιλιάς
με στέμματα με υπηκόους οίνους μουσικές
δούλες πιατέλες έσκυβαν γεμάτες σφάγια ζήτω
βελούδινοι σε τύλιγαν μανδύες
κόλακες πορφυροί της εύπιστης σκιάς σου.

Μυστικοσύμβουλός σου επιστήθιος
ο μανιώδης του ονείρου σαρκασμός.

Άδειος ο θρόνος δίπλα στον δικό σου
κι ας ήμουνα διά νόμου έτερον ήμισυ της δόξας σου.
Μια και την ονειρεύτηκες την ήθελες ολόκληρη δική σου
και όρθιες ξεροστάλιαζαν οι δύο βέρες
σαν πελαργοί στο ένα δάχτυλό μου.

Στο χέρι που μου έτεινες απρόσωπα
για ν' ασπαστώ φορούσες το μονόπετρο
διακριτικό της μοναρχίας σου
εξαίσιο δαχτυλίδι δολοπλόκο
– κούφια η πέτρα μέσα, θήκη
εγγύς για δηλητήριο.

Προς τι να πικραθώ.

Η κάθε αγάπη, εστεμμένη ή απλός πολίτης
ή και νεκρός ακόμα που είναι υπεράνω υποψίας
κάπου πάντα κάπου
θέλεις στο διάδημά της θες στη μεσαία τάξη της
εκεί στης συγχορδίας το πίσω πίσω τέλι
ανάμεσα στο αφόρετο ακόμα ασπρόρουχό της
μα και σε πλαϊνή ραφή φιλιού
αγάζωτου ακόμα στα τρυπώματα στις πρόβες

η κάθε αγάπη πάντα
κάπου σου το 'χει φυλαγμένο το φαρμάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: