Το τραγούδι της ταβέρνας
Πάρε μαχαίρι κόψε με και ρίξε τα κομμάτια μου,
μάτια μου!
και ρίξ'τα μέσα στο γιαλό.
Απ' τη στιγμή που μ' άφησες τον κόσμο αυτό σιχάθηκα,
χάθηκα
και δεν ελπίζω πια καλό.
Αν βάζεις τώρα τ' άσπρα σου και τα μαλαματένια σου,
έννοια σου,
θαρθεί καιρός που θα θρηνείς,
που θα σταθείς στο μνήμα μου να πεις ένα παράπονο,
κι άπονο
θα μ' εύρεις όσο κι αν πονείς.
Πάρε φωτιά και κάψε με κι αντάμα με τη στάχτη μου
τ' άχτι μου
μες στα πελάγη να σκορπάς,
να μη σε βρει το κρίμα μου, μαργιόλα μου Ηπειρώτισσα,
ρώτησα
και μού'παν άλλον αγαπάς.
ΠΑΤΙΝΑΔΑ
Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι
που ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατήρι σου,
που το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.
Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
κι αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
λυπήσου με, και δόστηνα σε χείλη διψασμένα,
ν' αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.
Η θάλασσα τη γης φιλάει και τις ιτιές τ' αγέρι,
κι εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου,
με χίλια αστέρια ο ουρανός, κι εγώ χωρίς αστέρι,
σκοτάδι η γης, κι εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου!
Κατέβα και περπάτησε, νεράιδα μες τα σκότη,
και μίλησέ μου να θαρρώ πως αναστήθηκα,
πές μου τα λόγια τα γλυκά που πρωτολέει η νιότη,
κι ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.
(Μήθυμνα 1849, Αντίπολη,Γαλλίας 1923)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου